Υπογεγραμμένη
Η υπογεγραμμένη είναι διακριτικό που χρησιμοποιούνταν στις αρχαίες Ελληνικές διαλέκτους. Σημειωνόταν με ένα μικρό ιώτα (ι) κάτω από το ήτα ⟨η⟩, ωμέγα ⟨ω⟩ και άλφα ⟨α⟩ (δηλαδή μόνο σε μακρά φωνήεντα (η, ω) και στο διχρονο "α"). Αντιπροσωπεύει την προηγούμενη παρουσία ενός ιώτα [ι] μετά το φωνήεν, σχηματίζοντας μία λεγόμενη "μακρά δίφθογγο". Τέτοιες δίφθογγοι ήταν (δηλ. ηι, ωι, αι) - φωνολογικά διαφορετικές από τις αντίστοιχες "βραχείες" διφθόγγους (δηλ. ει, οι, ᾰι) - ήταν χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής στην προκλασική και κλασική εποχή. Χαρακτηριστικό είναι το ότι η υπογεγραμμένη μετατρέπεται σε προσγεγραμμένη όταν είναι σε φωνήεν στην αρχή λέξεως (π.χ. Ξενοφών, βιβλίο 2, παράγραφος 30: "Ἧι δ' ἡμέρᾳ" , αντί "ᾟ δ' ἡμέρᾳ").
Η απόκλιση χάθηκε σταδιακά στην προφορά, μια διαδικασία που φαίνεται ότι είχε ήδη ξεκινήσει στην Αττική διάλεκτο από το 400 π.Χ. (π.χ. "ἐν τῶ θιάσῳ, αντί του "ἐν τῷ θιάσῳ") και καταλήγει σε πλήρη σίγηση τού -ι τον 1ο αιώνα π.Χ., με αποτέλεσμα το -ι να παραλείπεται τελείως στα κείμενα των παπύρων και των επιγραφών. Το κίνημα του Αττικισμού επαναφέρει στην γραφή το -ι ώς "παραγεγραμμένο ιώτα" (i adscriptum) στις καταλήξεις τών δοτικών, τής υποτακτικής κλπ. (π.χ. τῶι λόγωι, λέγηι), και εντέλει μεταβλήθηκε γραφικώς σε "υπογεγραμμένο ιώτα" (i subscriptum) από βυζαντινούς φιλολόγους τον 12ο αιώνα μ.Χ.[1]
Στην ελληνική γλώσσα, η λέξη υπογεγραμμένη είναι παθητική μετοχή του ρήματος υπογράφω.
Παραδείγματα
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα. σελ. 125.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002.