Υπερδύναμη
Υπερδύναμη είναι ένα κράτος το οποίο κατέχει κυρίαρχη θέση στο παγκόσμιο σύστημα και έχει τη δυνατότητα προβολής ισχύος και επιρροής σε πλανητικό επίπεδο –πλανητική δύναμη- κατά τρόπο που ξεπερνά τις ικανότητες των παραδοσιακών Μεγάλων Δυνάμεων, σε βαθμό που να κατατάσσεται σε ξεχωριστή από αυτές κατηγορία.
Ο όρος υπερδύναμη πρωτοδιατυπώθηκε το 1944 για να περιγράψει τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ και την φθίνουσα Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο με την αναπόφευκτη παρακμή της Βρετανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μοναδικές υπερδυνάμεις θεωρούνταν οι πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Όμως το αμφισβητούμενο μέγεθος της σοβιετικής ισχύος οδήγησε πολλούς αναλυτές στην εκτίμηση ότι μόνο οι ΗΠΑ υπήρξαν πραγματική υπερδύναμη. Παρά τη σημασία που απέδιδαν υπερδυνάμεις του Ψυχρού πολέμου στην πυρηνική αποτροπή, η κατοχή πυρηνικών όπλων δεν αποτελεί σήμερα ικανή συνθήκη για το χαρακτηρισμό μιας χώρας ως υπερδύναμης.
Ύστερα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου διατυπώθηκαν διάφορες θέσεις για τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ δύο άκρων: της μονοπολικής και της πολυπολικής θεώρησης.
Προέλευση του όρου
ΕπεξεργασίαΟ όρος υπερδύναμη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ουίλιαμ Φοξ το 1944 στο ομώνυμο βιβλίο του. Ο Φοξ όρισε την υπερδύναμη ως «μεγάλη ισχύ και μεγάλη κινητικότητα ισχύος» και ενέταξε τρία κράτη σε αυτή την κατηγορία τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ και το Ηνωμένο Βασίλειο, που όμως υπολειπόταν των άλλων δύο. Θεωρούσε ότι ο Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν που ανέδειξε τις δύο πρώτες χώρες σε αυτή την κατηγορία, αφού η νίκη επί του Άξονα τούς επέτρεψε να επιδείξουν απαράμιλλη στρατιωτική ικανότητα, ενώ η διπλωματία των διασκέψεων στη διάρκεια του πολέμου προμήνυε τον παγκόσμιο ρόλο που θα αναλάμβαναν μετά το 1945. Μετά τον πόλεμο, η τριπολική θεώρηση του Φοξ αναθεωρήθηκε εκ των πραγμάτων, μιας και το Ηνωμένο Βασίλειο περιορίστηκε σε έναν περισσότερο περιφερειακό ρόλο, ενώ η έλευση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των άλλων δύο ενίσχυσε την εικόνα του παγκόσμιου ρόλου τους. Η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στο δυτικό στρατόπεδο δεν θα ήταν τόσο σημαντική χωρίς τον Ψυχρό Πόλεμο.[1]
Μολονότι η προηγούμενη θεώρηση ήταν η πρώτη που προσδιόρισε την υπερδύναμη με τη σύγχρονή της έννοια, δεν είναι η μόνη αναφορά σε παρόμοια θέση ισχύος. Ο Γερμανός γεωπολιτικός Φρίντριχ Ράτζελ χρησιμοποιούσε τον όρο Weltmacht (παγκόσμια δύναμη, υπερδύναμη) ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, αναφερόμενος σε δυνάμεις (τις οποίες διέκρινε από τις περιφερειακές δυνάμεις των οποίων η κυριαρχία ήταν γεωγραφικά περιορισμένη) των οποίων η επιρροή ήταν πολύ ευρύτερη και δεν περιοριζόταν στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή στην οποία ανήκαν. Μάλιστα θεωρούσε την ναυτική δύναμη προϋπόθεση για την κατάκτηση μιας τέτοιας θέσης παγκόσμιας ισχύος.[2]
Παρεμφερείς έννοιες αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ακόμα και σήμερα. Ο Μοντέλσκι χρησιμοποίησε τους όρους «πλανητική» και «παγκόσμια δύναμη». Οι πρώτες, ήταν δυνάμεις που είχαν γίνει «απόλυτα κυρίαρχες οντότητες στο διεθνές σύστημα» και περιλάμβαναν την Πορτογαλία, την Ολλανδία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, οι οποίες συνδέθηκαν με έναν από τους μεγάλους κύκλους της δυτικής παγκόσμιας οικονομίας. Η συντριπτική ναυτική ισχύς τους ήταν καθοριστική για την ανάδειξή τους σε θέση πρωτοκαθεδρίας στο διεθνές σύστημα. Αντίθετα οι παγκόσμιες δυνάμεις ήταν κράτη που κατέκτησαν μεν σημαντικές θέσεις ισχύος, αλλά περιορισμένου εύρους και χωρίς να καταφέρουν να αναλάβουν έναν πραγματικά παγκόσμιο ρόλο (Γαλλία, Ισπανία, Ρωσία/ΕΣΣΔ, Γερμανία, Ιαπωνία).[3]
Ψυχρός Πόλεμος
ΕπεξεργασίαΥπάρχουν σήμερα πάνω στη γη δύο μεγάλοι λαοί που, εκκινώντας από διαφορετικά σημεία μοιάζουν να προχωρούν προς τον ίδιο σκοπό: είναι οι Ρώσοι και οι Αγγλοαμερικανοί. Και οι δύο μεγάλωσαν μέσα στο σκότος· και ενώ τα βλέμματα των ανθρώπων ήταν απασχολημένα αλλού, πήραν άξαφνα θέση στην πρώτη σειρά των εθνών και ο κόσμος έμαθε σχεδόν ταυτόχρονα και τη γένεσή τους και τη μεγαλοσύνη τους. Όλοι οι άλλοι λαοί φαίνονται να έχουν εγγίσει σχεδόν τα όρια που χάραξε η φύση, και να μην έχουν πια παρά να τα διατηρήσουν· αυτοί όμως είναι σε ανάπτυξη: όλοι οι άλλοι έχουν σταματήσει ή προχωρούν με χίλιους κόπους· μόνοι αυτοί βαδίζουν με βήμα ταχύ και άνετο σε ένα δρόμο που το μάτι ακόμα δεν μπορεί να διακρίνει το ορόσημό του. Ο Αμερικανός παλεύει εναντίον των εμποδίων που του αντιτάσσει η φύση· ο Ρώσος έχει συμπλακεί με τους ανθρώπους. Ο ένας μάχεται την έρημο και τη βαρβαρότητα, ο άλλος τον πολιτισμό περιβεβλημένο με όλα του τα όπλα: έτσι οι κατακτήσεις του Αμερικανού γίνονται με το υνί του γεωργού, αυτές του Ρώσου με το σπαθί του στρατιώτη. Ο πρώτος για να επιτύχει το στόχο του εδράζεται στο προσωπικό του συμφέρον, και αφήνει να δρα χωρίς να τις κατευθύνει τη δύναμη και το λογικό των ατόμων. Ο δεύτερος συγκεντρώνει, κατά κάποιον τρόπο σε έναν άνθρωπο όλη την ισχύ της κοινωνίας. Ο ένας έχει ως κύριο μέσο δράσης την ελευθερία· ο άλλος τη δουλεία. Η αφετηρία τους είναι διαφορετική, οι δρόμοι τους διάφοροι· ωστόσο, ο καθένας τους μοιάζει να καλείται από ένα μυστικό σχέδιο της Πρόνοιας να κρατήσει μια ημέρα στα χέρια του τα πεπρωμένα του μισού κόσμου.
Αλέξης ντε Τοκβίλ, Η Δημοκρατία στην Αμερική, 1840 [4].
Ο κόσμος το 1945 έλαβε τη μορφή που περιέγραψε ο Τοκβίλ έναν αιώνα πριν. Βέβαια, η οικονομική θέση των ΗΠΑ το 1945 ήταν ασυγκρίτως καλύτερη από αυτήν της ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ εξήλθαν από τον πόλεμο πλουσιότερες, ενώ η οικονομική βάση της ΕΣΣΔ είχε δεχτεί σοβαρά πλήγματα. Η εικόνα αυτή της αμερικανικής δύναμης στα 1945, με τις ΗΠΑ να ελέγχουν περισσότερο από τη μισή βιομηχανική παραγωγή του κόσμου και τα 2/3 του παγκόσμιου συνόλου των αποθεμάτων χρυσού και το ΑΕΠ τους να έχει αυξηθεί κατά 50%, είναι σύμφωνα με τον Πωλ Κένεντυ «τεχνητά υψηλή» λόγω της καταστροφής του υπόλοιπου κόσμου από τον πόλεμο και της συνεχιζόμενης ακόμα αποικιοκρατικής υπανάπτυξης.[5] Αντίθετα το βάρος της σύγκρουσης στο Ανατολικό μέτωπο σήμαινε για την ΕΣΣΔ τρομακτικές απώλειες και μια βαριά χτυπημένη οικονομική βάση. Έτσι η Ρωσία του 1945 ήταν ένας στρατιωτικός γίγαντας αλλά οικονομικά φτωχή, στερημένη και ανισόρροπη.[6] Ωστόσο, η επιστροφή στο πρόγραμμα της αναγκαστικής οικονομικής ανάπτυξης σήμανε ένα μικρό οικονομικό θαύμα, καθώς σχεδόν διπλασιάστηκε η απόδοση της βαριάς βιομηχανίας από το 1945 ως το 1950.
Στον στρατηγικό τομέα η άνοδος της σοβιετικής ισχύος, κατά τον Πωλ Κένεντυ πιθανόν επιβεβαιώνει τις γεωπολιτικές θέσεις του Μάκιντερ, ότι η τεράστια στρατιωτική δύναμη θα έλεγχε τους πόρους της καρδιάς της Ευρασίας (“Heartland”)· και ότι την περαιτέρω επέκταση αυτού του κράτους στην περιφέρεια (“Rimland”) θα έπρεπε να συναγωνιστούν οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις αν επρόκειτο να διατηρήσουν μια ισορροπία δυνάμεων. Η πολιτική της ανάσχεσης τη λογική της οποίας ανέπτυξε ο Κέναν το 1946 αντιμετώπιζε κατ’ ουσίαν αυτή την κατάσταση: «οι ΗΠΑ εξισορρόπησαν με τέτοια ταχύτητα και αποτελεσματικότητα [τη σοβιετική ισχύ] επειδή ήταν προς το εθνικό συμφέρον τους να προλάβουν τη Σοβιετική Ένωση από το να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και τη Νοτιανατολική Ασία και επειδή δεν υπήρχε άλλη μεγάλη δύναμη που μπορούσε να ανασχέσει το σοβιετικό στρατό στον διπολικό κόσμο στα μέσα της δεκαετίας του 1940».[7] Υπό αυτές τις συνθήκες και υπό τη σκιά της σύγκρουσης των υπερδυνάμεων η οποία έλαβε στην πορεία και ιδεολογικά χαρακτηριστικά για να συγκαλυφθούν ρεαλιστικές εσωτερικές και εξωτερικές απαιτήσεις, όπως συνέβη με την ίδρυση του ΝΑΤΟ (1949) και του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1955).
Την περίοδο εκείνη η σχετική οικονομική και στρατιωτική θέση των άλλων δυνάμεων επιβεβαίωνε πλήρως το διπολικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος. Το 1951 ακόμα, μεσούντος του πολέμου της Κορέας, οι αμυντικές δαπάνες Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας μαζί ήταν λιγότερες από το ένα πέμπτο των ΗΠΑ και από το ένα τρίτο της ΕΣΣΔ, ενώ το στρατιωτικό προσωπικό τους ήταν το ήμισυ του αμερικανικού και το ένα τρίτο του σοβιετικού.[8] Οι παλιές μεγάλες δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία, συνειδητοποίησαν οριστικά το 1956 με την κρίση του Σουέζ, ακολουθώντας πια διαφορετικό δρόμο η κάθε μια, ότι χωρίς τη συναίνεση των υπερδυνάμεων δεν ήταν δυνατή η αυτόνομη προβολή ισχύος στο διεθνές σύστημα.
Στην προσεχή περίοδο, ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων εντάθηκε. Η απόκτηση του πυρηνικού όπλου από την ΕΣΣΔ το 1949, η εκτόξευση του Σπούτνικ 1, επέφεραν ανάλογα αποτελέσματα: οδήγησαν τους λήπτες των αποφάσεων στην Ουάσινγκτον στον παράλογο ίσως φόβο «πυραυλικού χάσματος» με την ΕΣΣΔ και στην ανάγκη να αποκατασταθεί το κύρος των ΗΠΑ στην «παγκόσμια κοινή γνώμη». Το υπόμνημα NSC-68 του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ ζητούσε επιτακτικά την αύξηση της γενικής κατά ξηρά, θάλασσα και αέρα δύναμης των ΗΠΑ ώστε να περιοριστεί η εξάρτησή τους από τα πυρηνικά όπλα.[9] Στη δεκαετία του 1960, η μία υπερδύναμη είχε εξασφαλίσει τη δυνατότητα εξάλειψης της άλλης και αντιστρόφως. Αυτή η πυρηνική «ισορροπία του τρόμου», την οποία η ανθρωπότητα βίωσε τόσο έντονα με την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, δημιούργησε μια κατάσταση που αποκαλέστηκε MAD ή Αμοιβαίως Εξασφαλισμένη Καταστροφή. Το γεγονός αυτό μαζί με την αμερικανική ήττα στο Βιετνάμ και τη σινοσοβιετική διένεξη, συνέβαλε ώστε η δεκαετία του 1970 να χαρακτηριστεί από ύφεση (détente) μεταξύ των υπερδυνάμεων. Παράλληλα, ήδη από τη δεκαετία του 1960, η ανάδειξη ανταγωνιστικών προς τις ΗΠΑ κέντρων οικονομικής ισχύος στην Ευρώπη και την Ιαπωνία εξασθένησε την αμερικανική ηγεμονία στον τομέα της πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, ο πόλεμος του Αφγανιστάν και η συντηρητική επανάσταση του Ρόναλντ Ρέιγκαν τη δεκαετία του 1980 σήμαναν μια αμερικανική πολεμική εναντίον της «Αυτοκρατορίας του Κακού» δηλαδή της προβληματικής πια σε όλους τους τομείς πλην του στρατιωτικού, ΕΣΣΔ. Ο κόσμος τη δεκαετία του 1980 ήταν σαφώς λιγότερο διπολικός απ’ ότι τις προηγούμενες δεκαετίες.
Παρά την αποτυχία να προβλεφθεί η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η άποψη ότι η ΕΣΣΔ δεν υπήρξε υπερδύναμη υποστηρίχθηκε ακόμα εντονότερα μετά το 1990. Κατά τον Άγκνιου, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ δεν ήταν ποτέ ίσες, και οι ΗΠΑ ήταν η μόνη αληθινή υπερδύναμη της παγκόσμιας γεωπολιτικής τάξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.[10] Η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πάντα πολύ πιο αδύναμη και πολύ λιγότερο εξελιγμένη τεχνολογικά από εκείνη των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Η ίδια έλλειψη ισορροπίας ίσχυε και για τη συνολική ισχύ και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους τον δύο μπλοκ. Η αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης κρυβόταν πίσω από τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες και το δυσανάλογα μεγάλο (σε σχέση με τους άλλους τομείς της οικονομίας) μερίδιο των συνολικών πόρων της που διοχετευόταν στο στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμά της.
Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ πληρούσαν τα κριτήρια της υπερδύναμης στους ακόλουθους τομείς:
Η Σοβιετική Ένωση | Οι ΗΠΑ | |
---|---|---|
Πολιτική | Ισχυρή σοσιαλιστική δημοκρατία. Διέθετε μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ. Ισχυροί δεσμοί με την Ανατολική Ευρώπη και τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ισχυροί δεσμοί με αντιαποικιακά κινήματα και εργατικά κόμματα. | Ισχυρή καπιταλιστική δημοκρατία. Διέθετε μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ. Ισχυροί δεσμοί με τη Δυτική Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Βρετανική Κοινοπολιτεία και αρκετές χώρες της Ανατολικής Ασίας. |
Γεωγραφία | Μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, με έκταση 22,27 εκατομμυρίων km²[11] | Τρίτη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, με μια έκταση 9,6 εκατομμυρίων km².[12] |
Πολιτισμός | Ασκούσε επιρροή μέσω κομμουνιστικών κυβερνήσεων και οργανώσεων σε όλο τον κόσμο. | Μεγάλη επιρροή στη μουσική, τον αθλητισμό, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, την τέχνη και τη μόδα. Ελευθερία του λόγου και άλλα κατοχυρωμένα δικαιώματα των κατοίκων τους. Ελκυστική, ως χώρα, σε πολλούς. |
Στρατός | Ο μεγαλύτερος στρατός που είδε ποτέ ο κόσμος (13 εκατομμύρια το 1946). Ισχυρότατες χερσαίες δυνάμεις, μια από τις πιο ισχυρές πολεμικές αεροπορίες, ένα από τα ισχυρότερα ναυτικά. Ικανότητα ανάπτυξης εξελιγμένων στρατιωτικών και διαστημικών τεχνολογιών και το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο για το δεύτερο μισό του Ψυχρού Πολέμου. | Βάσεις σε όλο τον κόσμο, σε ένα ατελές «δακτυλίδι», στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης στα δυτικά, νότια και ανατολικά. Μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο στη διάρκεια του πρώτου μισού του Ψυχρού Πολέμου — σταθμευμένο σε δικό τους έδαφος και στην Ευρώπη. Ισχυρός και τεχνολογικά προοδευμένος στρατός, μεγαλύτερο ναυτικό στον κόσμο και η μεγαλύτερη και πιο εξελιγμένη τεχνολογικά αεροπορία στον κόσμο. |
Οικονομία | Τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα, μετάλλων και ορυκτών και μεγάλες γεωργικές εκτάσεις. | Η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Μεγάλοι πόροι ορυκτών, μετάλλων και ξυλείας. Τεράστια βαριά και ελαφριά βιομηχανία, μεγάλη και σύγχρονη γεωργική βιομηχανία. |
Δημογραφία | Είχε πληθυσμό 286,7 εκατομμυρίων το 1989, τον τρίτο μεγαλύτερο στην υφήλιο μετά την Κίνα και την Ινδία.[13] | Είχε πληθυσμό 248,7 εκατομμυρίων το 1990, τον τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο τότε.[14] |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Graham Evans and Jeffrey Newham, The Penguin Dictionary of International Relations, Penguin 1998, λήμμα Superpower σελ. 522
- ↑ Geoffrey Parker, Γεωπολιτική, Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον, Ροές 2002, σελ. 392
- ↑ ibid σελ. 379, 381
- ↑ Αλέξης ντε Τοκβίλ, Η Δημοκρατία στην Αμερική, β' έκδοση, Στοχαστής, Αθήνα 2001, σελ. 404-405
- ↑ Paul Kennedy, Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οικονομική Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 ως το 2000, Αξιωτέλλης, Αθήνα 1990, σελ 463
- ↑ ibid σελ. 470
- ↑ John Mearsheimer, The Tragedy of Great Power Politics, 2001, Norton New York, London σελ. 323.
- ↑ Paul Kennedy, Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οικονομική Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 ως το 2000, Αξιωτέλλης, Αθήνα 1990, σελ 478, 481.
- ↑ John Lewis Gaddis, Strategies of Containment. A Critical Appraisal of Postwar American National Security Policy, Oxford University Press, 1982
- ↑ J. Agnew, «The United States and American Hegemony», in P. J. Taylor (ed) Political Geography of the Twentieth Century, σελ. 210, παρατίθεται στο Geoffrey Parker, Γεωπολιτική, Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον, Ροές 2002, σελ. 320
- ↑ Library of Congress Country Studies
- ↑ «www.gesource.ac.uk». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2007.
- ↑ Library of Congress Country Studies
- ↑ www.census.gov