Τονικότητα
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο μουσικολογικός όρος Τονικότητα υποδηλώνει τη χαρακτηριστική τάση της μουσικής γλώσσας να οργανώνεται στη βάση ενός ηχητικού πόλου έλξης, το επονομαζόμενο τονικό κέντρο. Ο όρος αυτός βρήκε εφαρμογή στην κλασική μουσική παραγωγή της δυτικής Ευρώπης από το 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα, αλλά και σήμερα από την (τονική) τζαζ μουσική μέχρι τις εμπορικές δημιουργίες της ποπ και ροκ μουσικής.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, με τη μετάβαση από την Αναγέννηση στο Μπαρόκ, η μουσική προσανατολίστηκε και κατέληξε στη χρήση δύο μόνο μουσικών τρόπων, του Ιωνικού και του Αιολικού, οι οποίοι εν τέλει καθιερώθηκαν ως μείζονας τρόπος και ελάσσονας τρόπος. Στην εξέλιξη της αρμονίας οι δύο αυτοί τρόποι αποτέλεσαν αυτό που πλέον ονομάζουμε Κλίμακες, κατά τις οποίες υφίσταται ως κεντρικό τους σημείο μια βασική νότα, συγκεκριμένα η πρώτη νότα κάθε κλίμακας, η οποία και αποτελεί το λεγόμενο τονικό τους κέντρο.
Έτσι, η πορεία κάθε μελωδίας για να γίνεται αποδεκτή από τους ακροατές και να μπορούν να κατανοούν τμηματικά την εξέλιξή της, έπρεπε σε τακτά διαστήματα να επανέρχεται και να στέκεται λίγο ή περισσότερο, σε αυτή την πρώτη νότα κάθε κλίμακας, δημιουργώντας έτσι μουσικές φράσεις και μουσικές περιόδους, κατ' αντιστοιχία του προφορικού λόγου.
Για παράδειγμα, αν μιλούσαμε για την κλίμακα του Ντο, που αποτελείται από τις νότες Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ, Λα, Σι, Ντο, θα έπρεπε μετά από κάθε τμήμα μιας μελωδίας και μετά από μια σειρά από νότες, να επανέλθουμε οπωσδήποτε στην νότα Ντο και κατόπιν να ξεκινήσουμε μία νέα μελωδική φράση, ένα νέο μελωδικό τμήμα.
Αυτή η επαναφορά σε τακτά διαστήματα στο τονικό κέντρο της κλίμακας (στην πρώτη της νότα δηλαδή, η οποία μπορεί να ακούγεται είτε στην μελωδία είτε και στη συνοδευτική συγχορδία) ονομάστηκε Τέλεια Πτώση, για τον λόγο ότι δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης ενός μουσικού νοήματος, έχοντας κατά κάποιο τρόπο τον χαρακτήρα της τελείας ή άνω τελείας του γραπτού λόγου.
Η κατοπινή πορεία εξέλιξης της λεγόμενης κλασικής μουσικής, από τα μέσα του 19ου αι. και μετά, απέδειξε ότι η τονικότητα μπορεί να προχωρήσει μέχρι την εξάντληση των εκφραστικών δυνατοτήτων της, με τη χρήση της πολυτονικότητας (ταυτόχρονη χρήση διαφορετικών τονικοτήτων/κλιμάκων στην ίδια σύνθεση) αλλά και με την ολοκληρωτική άρνηση της τονικότητας, τη λεγόμενη ατονικότητα. Εξέλιξη της ατονικότητας υπήρξε και ένα καινούριο σύστημα οργάνωσης της μουσικής γλώσσας, το επονομαζόμενο δωδεκαφθογγικό ή δωδεκάφθογγο σύστημα, το οποίο αρνείται το νόημα της ιεραρχίας ανάμεσα στις βαθμίδες του τονικού συστήματος και φυσικά αρνείται την σπουδαιότητα της διαρκούς επιστροφής στην πρώτη νότα της κλίμακας που μας δίνει την αίσθηση της τονικότητας. Το σύστημα αυτό, βασίζεται σε μια διαφοροποιημένη χρήση και των δώδεκα ημιτονίων της χρωματικής κλίμακας, δίνοντας τους ίση σπουδαιότητα μέσα στο μουσικό έργο. Αρκετά έργα είναι ψευδατονικά (false atonality), δηλαδή δεν τηρούν την καθαρή χρωματική τυχαιότητα (άκου: Akio Yashiro, Tōru Takemitsu, George Benjamin και Aleksandr Scriabin σε κάποια έργα).
Αντιθέτως, στα πιο εμπορικά, ευρωπαϊκά μουσικά είδη της σημερινής εποχής, η έννοια της Τονικότητας διατηρείται στη συντριπτική πλειοψηφία των μουσικών δημιουργιών.
Αντίστοιχα με την ψευδατονικότητα (μη καθαρός ατονισμός) υπάρχει και η ψευδοτονικότητα, δηλαδή παραβιάσεις της τονικότητας και της μουσικής θεωρίας αλλά κοντά στην τονική μουσική (πχ παλιού τύπου μοντερνισμός).