Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978 είναι ο υπέρτατος νόμος του ισπανικού νομικού συστήματος, στον οποίο υπόκεινται όλες οι δημόσιες εξουσίες και όλοι οι πολίτες της Ισπανίας[1] από την έναρξη ισχύος του στις 29 Δεκεμβρίου 1978.[2][3]

Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978

Το Σύνταγμα αυτό εγκρίθηκε από τις ολομέλειες του Κοινοβουλίου και της Γερουσίας της Ισπανίας στις 31 Οκτωβρίου 1978, το Σύνταγμα εγκρίθηκε με ποσοστό 91.81% στο δημοψήφισμα της 6ης Δεκεμβρίου, υπογράφηκε και ανακηρύχθηκε σε ισχύ από τον Βασιλιά Χουάν Κάρλος Α΄ στις 27 Δεκεμβρίου και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.[4]

Η ανακήρυξη του Συντάγματος υπήρξε μία από τις κορυφαίες στιγμές της λεγόμενης «ισπανικής μεταπολίτευσης», η οποία ξεκίνησε ως συνέπεια του θανάτου, στις 20 Νοεμβρίου 1975, του Φρανθίσκο Φράνκο και την μετάβαση των εξουσιών του στο βασιλιά Χουάν Κάρλος Α΄. Το γεγονός σηματοδότησε μια σειρά πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που μετέτρεψαν τους θεσμούς του πρώην δικτατορικού καθεστώτος σε ένα δημοκρατικό δυτικοευρωπαϊκό κράτος. Εξάλλου το πρώτο άρθρο του Συντάγματος διακηρύττει την ελευθερία, την ισότητα έναντι του νόμου και τον πολιτικό πλουραλισμό (άρθρο 1.1). Σε αυτό επίσης εξασφαλίζεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που επαφίεται στον ισπανικό λαό (άρθρο 1.2) και καθιερώνεται η κοινοβουλευτική μοναρχία ως μορφή διακυβέρνησης (Άρθρο 1.3). Επίσης, στις καταργούμενες διατάξεις, παύουν να ισχύουν οι Θεμελιώδεις Νόμοι του Βασιλείου, που εγκρίθηκαν το 1938 και τροποποιήθηκαν πολλές φορές.[5]

«Το Σύνταγμα βασίζεται στην αδιάσπαστη ενότητα του Ισπανικού Έθνους, της κοινής και αδιαίρετης πατρίδας όλων των Ισπανών και αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αυτονομία των εθνοτήτων και των περιφερειών που τις αποτελούν» (άρθρο 2).[6] Καθιερώνει μία εδαφική οργάνωση βασισμένη σε «δήμους, επαρχίες και Αυτόνομες Κοινότητες» (άρθρο 137), που διέπει «την αλληλεγγύη μεταξύ όλων αυτών των φορέων» (άρθρα 2, 138.1). Μετά από τη διαδικασία της δημιουργίας των αυτόνομων κοινοτήτων, αυτές απολαμβάνουν ενός βαθμού πολιτικής αυτοδιάθεσης που χαρακτηρίζει την Ισπανία ως «Περιφερειακό Κράτος».[7] Οι τοπικές οντότητες, όπως οι δήμοι και οι επαρχίες, απολαμβάνουν διοικητική αυτονομία και οι θεσμοί τους ενεργούν σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που καθορίζεται από το κράτος και τις αυτόνομες κοινότητες.[8]

Ο βασιλιάς είναι ο αρχηγός του Κράτους, σύμβολο ενότητας και συνέχειας, διαιτητεύει και μετριάζει την κανονική λειτουργία των θεσμών, κατέχει την υψηλότερη εκπροσώπηση του ισπανικού Κράτους στις διεθνείς σχέσεις, ιδίως με τα έθνη των ιστορικών δεσμών του, και ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται ρητά από το Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 56). Οι πράξεις του έχουν ρυθμιστικό χαρακτήρα, η εγκυρότητα των οποίων εξαρτάται από την έγκριση της αρμόδιας αρχής η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ο πρόεδρος της Κυβέρνησης, ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων ή ένας υπουργός (άρθρο 64).[9]

Το συνταγματικό κείμενο θεσπίζει τον διαχωρισμό των διαφόρων εξουσιών. Στη βάση της, η εθνική κυριαρχία επιτρέπει την εκλογή, μέσω καθολικής ψηφοφορίας, από άνδρες και γυναίκες ηλικίας άνω των 18 ετών (άρθρο 12), των εκπροσώπων του κυρίαρχου λαού στο Κοινοβούλιο, το οποίο αποτελείται από δύο θαλάμους, την Βουλή των Αντιπροσώπων και την Γερουσία. Και τα δύο σώματα μοιράζονται τη νομοθετική εξουσία, αν και υπερισχύει η Βουλή των Αντιπροσώπων, που είναι επίσης αποκλειστικά υπεύθυνο για την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου της Κυβέρνησης και την παύση του λόγω υπερψήφισης πρότασης μομφής ή απώλειας ψήφου εμπιστοσύνης. Ωστόσο, τόσο η Βουλή όσο και η Γερουσία ασκούν το έργο του πολιτικού ελέγχου της κυβέρνησης μέσω κοινοβουλευτικών ερωτήσεων και επερωτήσεων.

Η κυβέρνηση, της οποίας ο πρόεδρος (πρωθυπουργός) πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων, ασκεί την εκτελεστική εξουσία, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας διοίκησης. Τα μέλη της κυβέρνησης διορίζονται από τον πρόεδρό της και, μαζί με αυτόν, αποτελούν το Υπουργικό Συμβούλιο, ένα συλλογικό όργανο που καταλαμβάνει την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας. Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τις πολιτικές της ενέργειες στην Βουλή των Αντιπροσώπων (άρθρο 108), η οποία, εάν χρειαστεί, μπορεί να την ανατρέψει μέσω πρότασης μομφής.[10]

Η δικαστική εξουσία ασκείται από τους δικαστές και τα δικαστήρια, ενώ το Γενικό Συμβούλιο της Δικαστική Εξουσίας είναι το ανώτατο όργανο απονομής δικαιοσύνης. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ελέγχει εάν οι νόμοι και οι πράξεις της δημόσιας διοίκησης συμμορφώνονται με το Σύνταγμα.[11]

Παραπομπές

Επεξεργασία