Σολοικισμός είναι η χρήση συντακτικών δομών που διαφοροποιούνται από την πρότυπη γλώσσα όπως διδάσκεται στο σχολείο με βάση τη ρυθμιστική γραμματική. Ο όρος υπονοεί αποδοκιμασία της χρήσης των συγκεκριμένων συντακτικών δομών. Η γλωσσολογία, όμως, απορρίπτει τη διάκριση των γλωσσικών δομών και τύπων σε λιγότερο ή περισσότερο «ποιοτικούς». Μάλιστα, η γλώσσα εξελίσσεται μέσα από τη διάδοση και την επικράτηση δομών που αρχικά θεωρούνταν λανθασμένες. Οι αποκλίσεις από την πρότυπη γλώσσα συνεχίζουν, όμως, να χρησιμοποιούνται για την υποτίμηση και τον αποκλεισμό όσων τις χρησιμοποιούν.

Παράδειγμα σολοικισμού, όπου φαίνεται απόκλιση στη σύνταξη, π.χ. «Το Μέγαρο Μαξίμου διαρρέει ότι θα γίνουν εκλογές σύντομα» (χρήση του αμετάβατου ρήματος ως μεταβατικού).

Ο σολοικισμός διαφέρει από τον βαρβαρισμό, που αφορά επιλογές στη φωνολογία ή τη μορφολογία που αποκλίνουν από την πρότυπη γλώσσα. Παράδειγμα βαρβαρισμού: «αρεοπλάνο», «επιτίθομαι» αντί «επιτίθεμαι».

«Ιστέον[1] ότι διαφέρει το βαρβαρίζειν του σολοικίζειν, καθό το μεν βαρβαρίζειν περί μίαν λέξιν εστίν αμάρτημα, κατά τόνον μεν, ως όταν το άνθρωπος οξυτόνως είπομεν ανθρωπός, κατά κλίσιν δε, Αίας Αίου αντί Αίαντος, κατά σημασίαν, άθλον στη θέση του άθλος· το πρώτο σημαίνει «βραβείο, ενώ το δεύτερο σημαίνει «κατόρθωμα»»[1]


Ο «σολοικισμός» προέρχεται από τη λέξη «Σόλοικοι», οι οποίοι ήταν Αθηναίοι άποικοι της πόλης Σόλοι της Κιλικίας και μιλούσαν ελληνικά με επιδράσεις από άλλες γλώσσες.

  • Ο χαρακτηρισμός σόλοικος εκφράζει τον λανθασμένο γραπτό ή προφορικό λόγο με προέκταση ο απρεπής και ανάρμοστος.

Επιλογές βιβλιογραφίας

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Μεγάλο Ετυμολογικό c 271, 49