Σεβαστός

Τίτλος στη Βυζαντινή αυτοκρατορία

Ο Σεβαστός ήταν αρχικά ένας τιμητικός τίτλος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για να αποδώσουν τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο του Augustus. Η γυναικεία μορφή τού τίτλου ήταν σεβαστή. Αναβίωσε ως τιμή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία του 11ου αι. και αποτέλεσε τη βάση ενός νέου συστήματος αυλικών τίτλων. Από την περίοδο των Κομνηνών και μετά, η βυζαντινή ιεραρχία περιελάμβανε τον τίτλο σεβαστός και παραλλαγές, που προέρχονταν από αυτόν, όπως σεβαστοκράτωρ, πρωτοσεβαστός, πανυπερσέβαστος και σεβαστοϋπέρτατος.

Ο όρος εμφανίζεται στην ελληνιστική Ανατολή ως τιμή για τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες από τον 1ο αι. και μετά, ως μετάφραση του λατινικού Augustus. [1] [2] Για παράδειγμα, ο ναός των Σεβαστών στην Έφεσο είναι αφιερωμένος στη δυναστεία των Φλαβίων. Η ένωση αυτή μεταφέρθηκε και στην ονομασία πόλεων προς τιμή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, όπως η Σεβαστή, η Σεβάστεια και η Σεβαστούπολη.

Το επίθετο αναβίωσε στα μέσα του 11ου αι. -στη γυναικεία μορφή σεβαστή- από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (βασ. 1042–1055 ) για την ερωμένη του Μαρία Σκλήραινα, στην οποία απένειμε οιονεί αυτοκρατορικές τιμές. [1] Ορισμένα άτομα χαρακτηρίστηκαν ως σεβαστοί στη συνέχεια, όπως ο Κωνσταντίνος Κηρουλάριος, ο Ισαάκιος Κομνηνός και ο αδελφός του, ο μελλοντικός Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (βασ. 1081–1118 ). [3]

Υπό τους Κομνηνούς Αυτοκράτορες

Επεξεργασία

Όταν ο τελευταίος ανέλαβε τον βυζαντινό θρόνο το 1081, ξεκίνησε να αναδιοργανώσει το παλαιό σύστημα τιμών/διακρίσεων της Αυλής, με το σεβαστός ως βάση για μία νέα σειρά τίτλων — σεβαστοκράτωρ, πρωτοσεβαστός, πανυπερσέβαστος, σεβαστοϋπέρτατος και πρωτοσεβαστοϋπέρτατος — που σήμαινε την εγγύτητα των συγγενών με τον Αυτοκράτορα, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. [3] [4] Αυτή η διαδικασία μεταμόρφωσε βαθιά την ίδια τη φύση της βυζαντινής αριστοκρατίας, με την επιβολή μίας ολόκληρης τάξης αυτοκρατορικών συγγενών και συνεργατών, που επιβλήθηκαν στο «παραδοσιακό» διοικητικό σύστημα και στους ανώτερους αξιωματούχους, που αποτελούσαν τη Σύγκλητο. Σύμφωνα με τα λόγια τού ιστορικού Πωλ Μαγδαληνού, αυτή η κίνηση απομόνωσε περαιτέρω την αυτοκρατορική οικογένεια από τους απλούς ανθρώπους και τους έκανε «εταίρους, και όχι στελέχη της αυτοκρατορικής εξουσίας». [4] Σε αυτό το πλαίσιο ο μελετητής Λ. Στήρνον υπολόγισε, ότι στην περίοδο από τα τέλη τού 11ου έως τα τέλη του 12ου αι. το 30% όλων των σεβαστών ανήκε στην κυρίαρχη οικογένεια των Κομνηνών, το 20% στη στενά συμμαχική οικογένεια των Δουκών, το 40% σε άλλες οικογένειες της υψηλής αριστοκρατίας που παντρεύτηκαν με τους Κομνηνούς, και το υπόλοιπο 10% περιλαμβάνει Βυζαντινούς και ξένους, που παντρεύτηκαν με την αυτοκρατορική οικογένεια ή έλαβαν τον τίτλο ως τιμητική διάκριση. [5]

Αρχικά οι σεβαστοί αποτέλεσαν τη βάση αυτής της νέας οικογενειακής αριστοκρατίας, με τους γιους ενός σεβαστοκράτορα, ενός πανυπερσεβάστου ή ενός σεβαστού να είναι επίσης σεβαστοί. Λόγω τού πολλαπλασιασμού τού τίτλου, όμως, επί Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (βασ. 1143–1180 ) δημιουργήθηκε μία νέα τάξη αξιωματούχων για τους ανιψιούς και τα εξαδέλφια τού Αυτοκράτορα, δηλαδή τους γιους ανώτερων αξιωματούχων, και οι σεβαστοί υποβιβάστηκαν σε βαθμό κάτω από αυτούς, ωστόσο επάνω από τους νωβελίσσιμους. Οι σεβαστοί χωρίστηκαν περαιτέρω σε δύο ομάδες: τους απλούς σεβαστούς και τους σεβαστούς γαμβρούς. [3] Οι τελευταίοι ήταν μέλη διαφόρων αριστοκρατικών οικογενειών, που είχαν δεθεί με τον Αυτοκράτορα μέσω επιγαμίας με τις γυναίκες συγγενείς του. Οι σεβαστοί γαμβροί αποτελούσαν έτσι το ανώτερο στρώμα της τάξης των σεβαστών, [2] αλλά δεν πρέπει να συγχέονται με τους αυτοκρατορικούς γαμβρούς, τους πραγματικούς γαμπρούς τού Αυτοκράτορα, οι οποίοι ήταν ακόμη υψηλότερα στην ιεραρχία, κατατάσσονται επάνω από τα εξαδέλφια και ανιψιούς και ακριβώς κάτω από τους σεβαστοκράτορες. [3] Οι μορφές πανσεβαστός («σεβαστός από όλους»), και πανσεβαστός σεβαστός απαντώνται επίσης σε σφραγίδες, σε επιγραφές και σε αλληλογραφία της περιόδου, αλλά είναι απλώς ρητορικές επαυξήσεις του αρχικού τίτλου σεβαστός και δεν αντιπροσωπεύουν, όπως πιστευόταν από παλαιότερους μελετητές όπως ο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, ξεχωριστές και ανώτερες τάξεις. [3] Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ των βυζαντινών σεβαστών, η προτεραιότητά τους δεν καθοριζόταν από τα αξιώματα, που μπορούσαν να φέρουν, αλλά από το βαθμό συγγένειάς τους με τον Αυτοκράτορα. [3]

Μεταγενέστερη χρήση

Επεξεργασία
 
Σφραγίδα τού σεβαστού και κριτή Λιβέρου, 13ος/14ος αι. Επιγρ.: O ΠΡOΦΗTHC ΔANIHΛ / KΡITHC Δ[A]NIHΛ KAI Γ[Ρ]AΦ[ΩN] NΥN ΠΡOCTATHC TEΛEH CEBACTOY ΛIBEΡOY ΠΡAΞEIC KΡINΩN.

Ο τίτλος απονεμήθηκε επίσης σε ξένους ηγεμόνες και εξαπλώθηκε σε γειτονικά κράτη με βυζαντινή επιρροή, όπως η Βουλγαρία, όπου ο σεβαστός ήταν ο επικεφαλής μίας διοικητικής περιφέρειας, και η Σερβία, όπου ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε για διάφορους αξιωματούχους. [2]

Στο ίδιο το Βυζάντιο, ο τίτλος έχασε την υπεροχή του στα τέλη του 12ου αι. και στους επόμενους αιώνες ο σεβαστός ήταν τίτλος, που προοριζόταν για διοικητές εθνοτικών μονάδων. [2] Την εποχή που ο ψευδο-Κωδινός έγραψε το Βιβλίο των Αξιωμάτων του, λίγο μετά τα μέσα του 14ου αι., ο σεβαστός κατείχε ένα από τα χαμηλότερα κλιμάκια της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, φτάνοντας στην 78η θέση μεταξύ τού δρουγγάριου και τού μυρταΐτη (που φέρει μύρτα, αρχηγός της παλατινής φρουράς). [6] Το αυλικό του ένδυμα ήταν ένα λευκό σκιάδιον (πίλος) με κεντήματα, ένα μακρύ καββάδιον από «κοινώς χρησιμοποιούμενο μετάξι» και ένα σκαράνικον, πίλο καλυμμένο με κόκκινο βελούδο και επάνω μία μικρή κόκκινη φούντα. Δεν είχε προσωπικό γραφείου. [7] Προηγούμενες λίστες αξιωμάτων, όπως το παράρτημα στην Εξάβίβλο, δίνουν ελαφρώς διαφορετικές βαθμίδες, τοποθετώντας τον επάνω από τον κυβερνήτη (προκαθήμενο) ενός φρουρίου και τον δρουγγάριο και μετά από τον μεγάλο μυρταΐτη. [8]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Stiernon 1965, σελ. 226.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 ODB.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Stiernon 1965.
  4. 4,0 4,1 Magdalino 2002.
  5. Stiernon 1965, σελ. 229.
  6. Verpeaux 1966, σελ. 139.
  7. Verpeaux 1966, σελ. 166.
  8. Verpeaux 1966.

Περαιτέρω ανάγνωση

Επεξεργασία
  • Maksimović, L. (1993). "Sevasti u srednjovekovnoj Srbiji". Zbornik radova Vizantološkog instituta. 32: 137–147.