Το σέλινο (επιστ. Σέλινον το βαρύοσμον, Apium graveolens) είναι διετές, ιθαγενές φυτό του γένους Σέλινον (Apium) της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)).

Σέλινο

Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosidae)
Τάξη: Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια: Σκιαδοφόρα (Umbelliferae) άλλως
Σελινοειδή (Apiaceae)

Γένος: Σέλινον (Apium)
Είδος: A. graveolens
Διώνυμο
Σέλινον το βαρύοσμον
Apium graveolens

L.

Στην αρχαιότητα

Επεξεργασία

Είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια όταν Έλληνες και Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική και οι Κινέζοι για φάρμακο. Επίσης το θεωρούσαν πένθιμο φυτό γιατί στις νεκρικές τελετές οι πενθούντες φορούσαν στεφάνι από σέλινο.

Περιγραφή

Επεξεργασία

Έντονα αρωματικό φυτό, με σκληρό βλαστό, ρίζες σαρκώδεις και ινώδεις, φύλλα με διαιρεμένο έλασμα, οι μίσχοι κυρτωμένοι δημιουργούν αυλάκι.

Το ύψος του φτάνει τα 90 εκατοστά και τα σπόρια του είναι αρωματικά, με ίδιο άρωμα με αυτό του φυτού αλλά με πικρότερη και πιο καυστική γεύση.

 
Τα σπόρια του χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό

Πολλαπλασιάζεται με σπορά σε θερμοκήπια ή ειδικά σπορεία και στη συνέχεια μεταφυτεύεται σε μικρά σακουλάκια αφού περάσουν 5-7 εβδομάδες.

Όταν το ύψος των φυταρίων φτάσει τα 20 εκατοστά περίπου τότε φυτεύονται στην τελική τους θέση.

Οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και το τακτικό πότισμα είναι απαραίτητο ενώ η λίπανση του εδάφους είναι αναγκαία και πρέπει να γίνεται είτε με κοπριά είτε με ειδικά λιπάσματα.

Το έντονο άρωμα που έχει το σέλινο οφείλεται σε αιθέριο έλαιο που δίνει στο φυτό ορεκτικές, χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες.

Θρεπτικές ουσίες

Επεξεργασία

Περιέχει σίδηρο, ασβέστιο, φώσφορο και βιταμίνες C, B1, B2 και Κ. Θεωρείται ότι έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παθήσεις των νεφρών και της ουροδόχου κύστης καθώς και κατά των αρθριτικών παθήσεων.

Ποικιλίες

Επεξεργασία

Υπάρχουν 3 βασικές ποικιλίες σέλινου.

  • Η μία (var. rapaceum) με μεγάλη σαρκώδη ρίζα τη γνωστή σελινόριζα (eng. Celeriac or Celery root), που καλλιεργείται και τρώγεται ωμή, σαλάτα, σε σούπες και μαγειρεμένη με διάφορους συνδυασμούς,
  • Η δεύτερη (var. dulce), αποκαλείται και σέλερι (eng. Celery). Είναι η πιο γνωστή διεθνώς, με σαρκώδεις μεγάλους μίσχους οι οποίοι τρώγονται είτε ωμοί είτε μαγειρεμένοι. Τα φύλλα της ποικιλίας συνήθως δεν καταναλώνονται (έχουν πικρή γεύση).
  • Η τρίτη (var. secalinum) είναι αυτή που στην Ελλάδα αποκαλούμε σέλινο (eng. Leaf Celery, or Cutting Celery). Έχει λεπτούς μίσχους και πλούσιο φύλλωμα. Καλλιεργείται για τα φύλλα της τα οποία τρώγονται είτε ωμά, είτε μαγειρεμένα.

Τα σπόρια του χρησιμοποιούνται σε διάφορες σούπες και τουρσιά ως μπαχαρικό καθώς επίσης και στην αρωματοποιία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία
  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Apium graveolens στο Wikimedia Commons
  •   Λεξιλογικός ορισμός του σέλινο στο Βικιλεξικό