Η Ρόδη (στα αρχαία ελληνικά Ῥόδη, ή Ῥόδος και στα λατινικά Rhodus) ήταν μια εμπορική αρχαιοελληνική αποικία στην σημερινή ακτή της Καταλονίας, στον κόλπο της Ρόζες, πολύ κοντά στην έτερη αποικία του Εμπορίου. Τα αρχαιολογικά της απομεινάρια εντοπίζονται στο φρούριο της σημερινής πόλης της Ρόζες, στην οποία δίνει και το όνομά της.

Προέλευση

Επεξεργασία

Αρχικά η αποικία της Ρόδης θεωρείτο ότι είχε ιδρυθεί από τους Ροδίους κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα π.Χ. Τόσο το όνομα της πόλης, τα εμβλήματά της μα και οι αρχαίες πηγές έδειχναν προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, οι αρχαιολογικές έρευνες δεν ανακάλυψαν ευρύματα παλαιότερα του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία αυτοί που κυριαρχούν στην Δυτική Μεσόγειο είναι οι Φωκαείς, και η μεγάλη τους αποικία, η Μασσαλία. Πιθανότατα λοιπόν πρόκειται για έναν λιμενικό οικισμό, δημιούργημα της Μασσαλίας, που δέχθηκε επιρροές και από τη γειτονική, κι επίσης φωκαϊκή, αποικία του Εμπορίου[1].

Ο εμπορικός πυρήνας της Ρόδης εδραιώθηκε κατά τον τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα, μάλλον ως δευτερεύον λιμάνι της Μασσαλίας, η οποία το χρησιμοποιούσε για να διοχετεύει από εκεί το πλεόνασμα σίτου που παρήγαγε η πεδιάδα της. Από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. η Ρόδη έζησε μια οικονομική άνθηση που την ώθησε προς την ανεξαρτιτοποίησή της από τη Μασσαλία και στην ισχυροποίηση του χαρακτήρα της ως πόλη. Εκείνη την περίοδο χτίστηκαν δημόσια κτίρια, ένα νέο λιμάνι, κόπηκαν νομίσματα (με την επιγραφή «ΡΟΔΕΤΩΝ» και την εικόνα ενός τριαντάφυλλου) και η επιρροή της πόλης έφτασε μέχρι το σημερινό Έρο της Γαλλίας.

Ο τρίτος αιώνα υπήρξε επίσης εποχή ακμής για την Ρόδη, με την εξαγωγή κεραμικών και την ενσωμάτωσή της στο καρχηδονιακό εμπορικό δίκτυο στην Ιβηρική και τις Βαλεαρίδες, σε αντίθεση με την ρωμαϊίζουσα Μασσαλία. Πιθανότατα τέτοια οικονομική ανάπτυξη συνέβαλε και σε δημογραφική άνθηση ενόσω οι σχέσεις με το γειτονικό Εμπόριο κυμαινόταν μεταξύ της εμπορικής συνεργασίας και της ανοικτής αντιπαλότητας.

Ο Β' Καρχηδονιακός Πόλεμος ώθησε τις δύο ελληνικές αποικίες της καταλανικής ακτής να ταχθούν με το μέρος των Ρωμαίων. Εν τούτοις, οι αντιδράσεις των Ιβήρων στην αυξανόμενη ρωμαϊκή εξουσία τους οδήγησε σε μια σειρά από εξεγέρσεις, που δεν άφησαν αδιάφορη την Ρόδη, πόλη με σημαντικό πληθυσμό ιθαγεννών. Κατά τη ρωμαϊκή εκστρατεία του Μάρκου Πόρκιου Κάτωνα εναντίον των Ιβήρων, η Ρόδη πολιορκήθηκε και μετά την υποταγή της, μετατράπηκε σε ένα ήσσωνος σημασίας οικισμό («castellum») υπό τον έλεγχο του Εμπορίου.

Δεν έχουν βρεθεί ίχνη οικιστικής παρουσίας στης Ρόδη μετά τον 2ο αιώνα[2], κάτι που επιβεβαιώνει την απομόνωσή της σχετικά με το ρωμαϊκό αστικό δίκτυο της σημερινής Καταλονίας. Μάλλον επανήλθε για λίγο στο προσκήνιο κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, εκμεταλευόμενη την παρακμή του Εμπορίου, μέχρι την καταστροφή της από του Βάσκονες τον 6ο αιώνα.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Ο Στράβωνας αναφέρει χαρακτηριστικά (Γεωγραφικά, βιβλ. Γ', κεφ. 4.8): «ἐνταῦθα δ᾽ ἔστι καὶ ἡ Ῥόδη πολίχνιον͵ Ἐμποριτῶν κτίσμα»
  2. Ακουϊλέ, Σαβιέ (2012). «Οι ελληνικές αποικίες στην Ιβηρία». Iberia Graeca, Η ελληνική αρχαιολογική κληρονομιά στην Ιβηρική Χερσόνησο (Ζιρόνα: www.palahi.cat): 57. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-08-01. https://web.archive.org/web/20140801102734/http://iberiagraeca.net/otros/iberiagraeca_eng_greek.pdf. Ανακτήθηκε στις 22/10/2014. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Lluís Buscató i Somoza, La colònia grega de Rhode: una aproximació al seu origen, evolució i desaparició, Figueres, Brau, 1999.
  • Lluís Buscató i Somoza, "La Real Academia de la Historia y los yacimientos de Rhode y Emporion en el s. XIX", Boletín de la Real Academia de la Historia, 198 (2001), 155-174.
  • Lluís Buscató i Somoza, "L'actuació arqueològica de la Comissió de Monuments de Girona al segle XIX: Emporion i Rhode", Annals de l'Institut d'Estudis Gironins, 42 (2001), p. 483-491.
  • Lluís Buscató i Somoza, "Noucentisme i arqueologia: Emili Gandia i les excavacions arqueològiques dels anys 1916 i 1917 a Roses", Annals de l'Institut d'Estudis Empordanesos, 35 (2002), 11-37.
  • Carlos Díaz, Hug Palou i Anna M. Puig, La ciutadella de Roses, Girona, Diputació de Girona-Caixa de Girona (Quaderns de la Revista de Girona, 77), 1998.
  • Antonio Manuel de Guadán, Las monedas de plata de Emporion y Rhode, 2 vols., monogràfic dels Anales y Boletín de los Museos de Arte de Barcelona, 12 (1955-1956) i 13 (1957-1958) [=1968-1970].
  • Josep M. Gurt, Rosas en el Bajo Imperio, tesina de llicenciatura de la Universitat de Barcelona, 1974 (dir. Pere de Palol).
  • M. Aurora Martín, F. Javier Nieto i Josep Mª Nolla, Excavaciones en la ciudadela de Roses: campaña 1976 y 1977, Girona, Diputació Provincial de Girona, Servei Tècnic d'Investigacions Arqueològiques, 1979.
  • Francisco Javier Nieto Prieto, El edificio "A" de la Ciudadela de Roses: la terra sigillata africana, Girona, Centre d'Investigacions Arqueològiques de Girona, 1993.
  • Mª. José Pedrón Pedrón, Las importaciones de cerámica ática de Rhode: barrio helenístico (1963-1970), tesina de llicenciatura de la Universitat de Lleida, 1995? (dir. Emili Junyent i Sánchez).
  • Anna M. Puig i Griessenberger et al., La colònia grega de Rhode (Roses, Alt Empordà), coord. Teresa Carreras Rosell i Aurora Martin, Girona, Museu d'Arqueologia de Catalunya-Diputació de Girona-Ajuntament de Roses, 2006. Tesi doctoral original consultable a TDX Tesis en Xarxa[νεκρός σύνδεσμος].
  • Enric Sanmartí, La cerámica campeniense de Emporion y Rhode, 2 vols., Barcelona, Diputació Provincial de Barcelona-Institut de Prehistòria i Arqueologia de Barcelona, 1978.
  • L. Villaronga, Les monedes de plata d'Empòrion, Rhode i les seves imitacions: de principi del segle III aC fins a l'arribada dels romans el 218 aC, Barcelona, Societat Catalana d'Estudis Numismàtics, Institut d'Estudis Catalans, 2000.