Ραϊμόνδος Ρουπέν της Αντιόχειας

Πρίγκιπας της Αντιόχειας
(Ανακατεύθυνση από Ραϋμόνδος Ρουπέν)


Ο Ραϋμόνδος-Ρουπέν (1198 - 1219 ή 1221/22) από τον Οίκο του Πουατιέ-Αντιόχειας ήταν πρίγκιπας της Αντιόχειας (1216-19) και συμβασιλιάς της Μικράς Αρμενίας (1211-19).

Ραϊμόνδος Ρουπέν της Αντιόχειας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Raymond-Roupen d'Antioche (Γαλλικά) και Ռուբեն–Ռայմոնդ (Αρμενικά)
Γέννηση1199
Αντιόχεια
Θάνατος1222[1]
Αιτία θανάτουπεσών σε μάχη
Χώρα πολιτογράφησηςΑρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας
Πριγκιπάτο της Αντιόχειας
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕλβίς της Κύπρου[2]
ΤέκναΜαρία της Αντιόχειας[2]
Εσίβα της Αντιοχείας
ΓονείςΡαϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης[3] και Αλίκη της Αρμενίας
ΟικογένειαΟίκος του Πουατιέ
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΠόλεμος της Αντιοχικής Διαδοχής

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ήταν το μόνο τέκνο του Ραϋμόνδου Δ΄ κόμη της Τρίπολης και της Αλίκης των Ρουπενιδών, κόρης του Ρουπέν Γ΄ κυρίου της Μικράς Αρμενίας (Κιλικίας).

Η αβέβαιη διαδοχή στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας

Επεξεργασία

Ο γάμος των γονιών του κανονίστηκε το 1195 με σκοπό να σταματήσει η εχθρότητα του βασιλείου της Μικράς Αρμενίας και του πριγκιπάτου της Αντιοχείας και της τελικής ένωσης των δύο υπό έναν ηγεμόνα. Όμως το 1197 ο Ραϋμόνδος Δ΄ απεβίωσε, αφήνοντας την Αλίκη έγγειο: ο Ραϋμόνδος-Ρουπέν γεννήθηκε όψιμα το 1198. Αν ήταν ενήλικος, θα γινόταν με βεβαιότητα διάδοχος τού πάππου του Βοημούνδου Γ΄ πρίγκιπα της Αντιόχειας, αλλά ο Βοημούνδος Γ΄ είχε και δεύτερο γιο, τον Βοημούνδο Δ΄ κόμη της Τρίπολης. Ο Βοημούνδος Γ΄ τον έστειλε με την Αλίκη στην Κιλικία. Ο πατέρας της Αλίκης δεν είχε άρρενα τέκνα, έτσι τον διαδέχθηκε ο νεότερος αδελφός του Λέων Α΄ ως κύριος της Αρμενίας. Όταν έφθασε η Αλίκη, έγινε η στέψη του θείου της αυτού ως βασιλιά της Αρμενίας και η βάπτιση του Ραϋμόνδου-Ρουπέν. Και οι δύο τελετές έγιναν από τον Κορράδο των Βίττελσμπαχ-Σάυερν παπικό αντιπρόσωπο (legatus). Ούτε ο Λέων Α΄ είχε άρρενα τέκνα, έτσι αναγνώρισε τον μικρανιψιό του Ραϋμόνδο-Ρουπέν ως διάδοχο και ήθελε να εξασφαλίσει τη διαδοχή αυτού και στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας.

Ο Κορράδος από το Σις ταξίδεψε στην Αντιόχεια και ανάγκασε τον Βοημούνδο Γ΄ να αναγνωρίσει τον Ραϋμόνδο-Ρουπέν ως διάδοχο ενώπιον των υποτελών του. Τότε ο Βοημούνδος Δ΄, που συμμάχησε με τους Ναΐτες και Ιωαννίτες ιππότες, τους Γενουάτες και Πιζάνους εμπόρους και την Κοινότητα των Αντιοχέων, εμφανίστηκε αιφνίδια στην Αντιόχεια ως διάδοχος, αγνοώντας τη βούληση του πατέρα του. Ο κλήρος, επειδή ο Λέων Α΄ είχε αποτύχει να συνεννοηθεί με τον Πέτρο λατίνο Πατριάρχη της Αντιόχειας, υποστήριξε τον Βοημούνδο Δ΄.

Πόλεμος για τη διαδοχή στην Αντιόχεια

Επεξεργασία

Το 1201 απεβίωσε ο Βοημούνδος Γ΄ και τον διαδέχθηκε χωρίς δυσκολίες ο δευτερότοκος Βοημούνδος Δ΄. Πολλοί ευγενείς, που είχαν υποστηρίξει τον Ραϋμόνδο-Ρουπέν, διέφυγαν στη Σις και ο Λέων Α΄ ξεκίνησε τον Πόλεμο για τη Διαδοχή στην Αντιόχεια, πολιορκώντας την πόλη. Ο Αμωρί της Κύπρου ήταν υπέρ του Ραϋμόνδου-Ρουπέν, αλλά αρνήθηκε να παρέμβει. Ο Λέων Α΄ κανόνισε τον γάμο του μικρανιψιού του με την Ελβίς των Λουζινιάν (κόρη του βασιλιά της Κύπρου) το 1210 και τον έστεψε συμβασιλιά του στην Κιλικία· το στέμμα είχε στείλει ο Όθων Δ΄ Βίττελσμπαχ της Γερμανίας. Το επόμενο έτος ο Ραϋμόνδος-Ρουπέν ενηλικώθηκε και ο Λέων Α΄ τον έστειλε στην Αντιόχεια. Εκεί βρήκε συμμάχους τους Ιωαννίτες και άλλους ευγενείς, μαζί με τον ηγέτη της Κοινότητας των αστών.

Με τη συνδρομή του Λέοντα Α΄ το 1216 η Αντιόχεια κατελήφθη και ο νέος πρίγκιπας μαζί με τον Λέοντα Α΄ εισήλθαν στην πόλη, από την οποία είχε διαφύγει ο θείος του Βοημούνδος Δ΄. Ο Πέτρος των Ιβρέα λατίνος Πατριάρχης της Αντιόχειας τον έχρισε πρίγκιπα της πόλης και ο νέος ηγεμόνας έλαβε την υποτέλεια των ευγενών και της Κοινότητας. Τότε οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν στην Κιλικία· ο Ραϋμόνδος-Ρουπέν έσπευσε για βοήθεια του μεγάλου θείου του, αλλά οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν και θα συνελάμβανε τον Λέοντα Α΄, αλλά διέφυγε. Τελικά η Αντιόχεια είχε καταστραφεί από τον Πόλεμο και η αύξηση των φόρων που επέβαλλε ο πρίγκιπας, τον έκανε αντιδημοφιλή. Το 1219 οι αστοί και οι ευγενείς εξεγέρθηκαν και κάλεσαν τον Βοημούνδο Δ΄ να επιστρέψει. Ο ανιψιός του κατέφυγε στην ακρόπολη, αλλά τελικά διέφυγε με την υποστήριξη των Ιωαννιτών.

Διεκδικεί την Κιλικία

Επεξεργασία

Αναζήτησε καταφύγιο στον Λέοντα Α΄, ο οποίος βρισκόταν στην επιθανάτιο κλίνη του: αποκλήρωσε τον μικρανιψιό του και έκανε διάδοχο την δευτερότοκη κόρη του Ισαβέλλα· απεβίωσε το 1219. Ο Ραϋμόνδος-Ρουπέν διεκδίκησε το θρόνο, όπως και η πρωτότοκη κόρη Στεφανία με τον σύζυγό της Ιωάννη του Μπριέν. Το επόμενο έτος απεβίωσε η Στεφανία και ο πάπας Ονώριος Γ΄ αποφάσισε υπέρ του Ραϋμόνδου-Ρουπέν.

Τον υποστήριζαν η μητέρα του, οι Ιωαννίτες, μερικοί ευγενείς, ο πάπας και ο αντιπρόσωπός του Πελάγιος του Αλμπάνο, που τώρα ήταν ηγέτης της Ε΄ Σταυροφορίας στην Αίγυπτο. Ο Ραϋμόνδος-Ρουπέν ταξίδεψε εκεί για να τον συμβουλευτεί και μετά εισέβαλε στην Κιλικία μαζί με τη μητέρα του. Εγκαταστάθηκαν στην Ταρσό και περίμεναν τη βοήθεια των Ιωαννιτών, αλλά ο Κωνσταντίνος του Μπαμπερόν, αντιβασιλιάς της Ισαβέλλας, τους πολιόρκησε και έπειτα από τρεις μήνες τους αιχμαλώτισε.

Τα μετέπειτα γεγονότα

Επεξεργασία

Το 1221/22 απεβίωσε σε φυλακή της Κιλικίας· ήταν 21 ή 23/24 ετών. Η Ισαβέλλα, ο Βοημούνδος Δ΄ και μετά ο γιος του Φίλιππος κυβέρνησαν απερίσπαστοι. Το 1222 η πρώτη παντρεύτηκε τον τελευταίο, αλλά είχαν την ίδια τύχη. Ο πάπας δεν υποστήριξε τις κόρες του Ραϋμόνδου-Ρουπέν και η Αλίκη τις πήρε μαζί της στην Κύπρο.

Οικογένεια

Επεξεργασία

Νυμφεύτηκε την Ελβίς των Λουζινιάν, κόρη του Αμωρί της Κύπρου και είχε τέκνα:

  • Μαρία 1215-1257, παντρεύτηκε τον Φίλιππο των Μονφόρ κύριο του Καστρ-αν-Αλμπιζουά, της Τύρου & του Τορόν.
  • Εσίβα, μάλλον απεβίωσε νέα.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  • Hardwicke, Mary Nickerson (1969). "The Crusader States, 1192–1243". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press. pp. 522–554. ISBN 0-299-04844-6.
  • Burgtorf, Jochen (2016). "The Antiochene war of succession". In Boas, Adrian J. The Crusader World. University of Wisconsin Press. pp. 196–211. ISBN 978-0-415-82494-1.
  • Stopka, Krzysztof (2016). Armenia Christiana: Armenian Religious Identity and the Churches of Constantinople and Rome (4th–15th Century). Wydawnictwo UJ. ISBN 8323395551.
  • Runciman, Steven (1989). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press. ISBN 0-521-06163-6.