Ράινμαρ φον Χάγκεναου

Γερμανός ποιητής

Ο Ράινμαρ φον Χάγκεναου (γερμανικά: Reinmar von Hagenau, πέθανε γύρω στο 1205-1210), γνωστός και ως Ράινμαρ ο Πρεσβύτερος ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής και μουσικός του 12ου και αρχών του 13ου αιώνα. Ανήκε στον κύκλο των λεγόμενων ερωτοτραγουδιστών της γερμανικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα και συνέθεσε και ερμήνευσε ερωτικά τραγούδια στη μέση άνω γερμανική γλώσσα. Οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν ως τον μεγαλύτερο υμνητή του αυλικού έρωτα, της ανεκπλήρωτης αγάπης ενός ιππότη για μια κυρία, πριν τον Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντ, μια άποψη που συμμερίζονται ευρέως και οι σύγχρονοι μελετητές. Αν και υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τα τραγούδια που μπορούν να του αποδοθούν αξιόπιστα, ένα σημαντικό μέρος του έργου του - πάνω από 60 τραγούδια - έχει διασωθεί. [3]

Ράινμαρ φον Χάγκεναου
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12ος αιώνας
Αλσατία
Θάνατος1210 (περίπου)[1]
Βιέννη
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΜέση άνω γερμανική γλώσσα[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
συγγραφέας
συνθέτης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία

Επεξεργασία

Τίποτα δεν είναι γνωστό για τη ζωή του Ράινμαρ εκτός από ό,τι μπορεί να συναχθεί από τα χειρόγραφα των τραγουδιών με το όνομά του και από σχόλια συγχρόνων του. Έτσι, συνάγεται ότι καταγόταν από την πόλη Χάγκεναου, σήμερα Αγκνώ της Αλσατίας. Γύρω στο 1190 εμφανίστηκε στην αυλή του δούκα Λεοπόλδου Ε' στη Βιέννη, όπου κατείχε τη θέση αυλικού ποιητή. Ίσως συνόδευσε τον δούκα στην Γ΄ Σταυροφορία το 1190. Φαίνεται ότι έζησε για πολύ καιρό στην αυστριακή αυλή των Μπάμπενμπεργκ όπου απολάμβανε μεγάλη φήμη και τον θαύμαζαν περισσότερο και από τον μεγαλύτερο των ερωτοτραγουδιστών, τον Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε, που θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Ράινμαρ. Ο τίτλος Her (κύριος) με τον οποίο αναφέρεται υποδηλώνει ιπποτική ιδιότητα, αλλά η φύση και η εμβέλεια του σωζόμενου έργου του παραπέμπουν σε επαγγελματία τραγουδιστή που βασίζονταν στον προστάτη του. [4]

Ο Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ γύρω στο 1210 θρηνεί για τον θάνατο του Ράινμαρ και τον αναφέρει ως το «αηδόνι του Χάγκεναου», τον κορυφαίο λυρικό ποιητή στη γερμανική γλώσσα, προτείνοντας ότι αυτή η θέση ανήκει πλέον στον Βάλτερ, ο οποίος συνέθεσε μια ελεγεία για τον ποιητή: «Ένα πράγμα είναι σίγουρο, Ράινμαρ: Σε θρηνώ πολύ περισσότερο από ό,τι θα με θρηνούσες αν ζούσες και είχα πεθάνει», έχει χρονολογηθεί στο 1208/09, επιβεβαιώνοντας περίπου τη χρονολόγηση του θανάτου του.

Αυτή η ελεγεία και οι πολλοί άλλοι σύνδεσμοι μεταξύ των τραγουδιών των Ράινμαρ και Βάλτερ δημιούργησαν την ιδέα μιας λογοτεχνικής διαμάχης μεταξύ των δύο τραγουδιστών. Δεν είναι γνωστό αν υπήρχε κάποια προσωπική έχθρα (στην ελεγεία, «Δεν θρηνώ προσωπικά εσένα αλλά για την απώλεια της τέχνης σου»). Το επίμαχο σημείο στη διαμάχη ήταν ότι ο Βάλτερ απέρριψε την αυστηρή προσήλωση του Ράινμαρ στην κλασική ιδέα του ανεκπλήρωτου αυλικού έρωτα, επιμένοντας ότι η αληθινή αγάπη πρέπει να είναι αμοιβαία.[5]

Δημιουργία

Επεξεργασία

Ο Ράινμαρ ήταν πιθανότατα επαγγελματίας τραγουδιστής γιατί αναφέρεται σε πολλούς καταλόγους ποιητών και χειρόγραφα, και ένας μεγάλος αριθμός τραγουδιών - 80 τραγούδια, από τα οποία περίπου τα 60 θεωρούνται αυθεντικά - έχει διασωθεί. Όλα θεωρούνται δείγματα εξαιρετικής τέχνης, τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και από άποψη μορφής. Έχει διασωθεί η μουσική 7 τραγουδιών του.[6]

Τα περισσότερα τραγούδια του είναι ερωτικά. Θεωρείται τραγουδιστής του πόνου, που το θέμα του είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας με την τυπική μορφή που έφθασε στη Γερμανία από τους Γάλλους τροβαδούρους και τρουβέρους στα τέλη του 12ου αιώνα. Το εντυπωσιακό είναι ότι η γυναίκα συχνά δεν περιγράφεται λεπτομερώς και έτσι γίνεται μάλλον επιφάνεια προβολής για τις οδυνηρές σκέψεις του τραγουδιστή: ο άντρας αγαπά την αγνότητα αυτής που λατρεύει και θέλει να εκπληρωθεί ο έρωτάς του. Ωστόσο, αν γινόταν αυτό, η γυναίκα θα έχανε την αγνότητά της. Ο Ράινμαρ οδηγεί αυτή την αντίφαση στην καλλιτεχνική τελειότητα. Δήλωσε ότι η μεγαλύτερη περηφάνια του είναι ότι είναι δεξιοτέχνης του «όμορφου θρήνου», στα τραγούδια του εξυψώνει τον πόνο σε αρετή και αντλεί περηφάνια από την απόρριψη.[7]

Παραπομπές

Επεξεργασία