Ως Προσκύνημα της Χάριτος (αγγλικά:Pilgrimage of Grace) ονομάζεται η εξέγερση των Καθολικών στα βόρεια της Αγγλίας υπό την ηγεσία του νομικού Ρόμπερτ Ασκ (1500–1537) τον Οκτώβριο του 1553. Εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη κρίση κατά τη βασιλεία του Ερρίκου Η' (1491–1547, Regierungszeit 1509–1547) και αντιτάχθηκε στην απόσχιση της αγγλικής Εκκλησίας από τη Ρώμη και την κήρυξη της Πριγκίπισσας Μαρίας σε νόθα κόρη. Εντός μερικών ημερών η εξέγερση απλώθηκε στο Γιόρκσαϊρ, το Ρίτσμοντσαϊρ, το Σέντμπεγκ, το Νίντερντεϊλ και το Μάσαμσαϊρ. Ο αριθμός των συμμετεχόντων αυξήθηκε σε χιλιάδες. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν μέλη του κλήρου, αγρότες, μέλη της κατώτερης αριστοκρατίας της υπαίθρου και των ανώτερων τάξεων των ευγενών, τα οποία εν μέρει με τη βία εισήλθαν σε πόλεις και σπίτια.

Επειδή ο στρατός του Ερρίκου ήταν αριθμητικά αρκετά μικρότερος από αυτόν των εξεγερμένων, ήταν αναγκασμένος να διαπραγματευτεί μαζί τους. Προσέφερε γενική αμνηστία και έκανε εκτεταμένες παραχωρήσεις. Μεταξύ αυτών ήταν η υπόσχεση να στεφθεί η Τζέην Σέιμουρ βασίλισσα ως Καθολική στο Γιορκ. Nachdem sich der Aufstand aufgelöst hatte, hielt sich Heinrich aber nicht an diese Zugeständnisse. Zu Beginn des Jahres 1537 kam es daher im sogenannten Bigod-Aufstand zu einer erneuten Rebellion. Daraufhin sah sich Heinrich nicht länger an seine Versprechen gebunden. Er ließ die Anführer verhaften und wegen Hochverrats hinrichten.

Υπόβαθρο

Επεξεργασία
 
Ο Ερρίκος Η', εναντίον του οποίου κατευθύνθηκε η εξέγερση, από τον Χανς Χόλμπαϊν τον νεότερο, 1536–1537

Κατά την προσπάθειά του να ακυρώσει το γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγονίας και να παντρευτεί την Άννα Μπολέυν, ο Ερρίκος διέρρηξε τη σχέση του με την ρωμαιοκαθολική εκκλησία και ανακηρύχθηκε αρχηγός της αγγλικής εκκλησίας στη θέση του Πάπα. Η αποκήρυξη της Αικατερίνης και η ανακήρυξη της Μαρίας ως νόθας κόρης του αντιμετωπίστηκαν εχθρικά στη βόρεια Αγγλία. Η Αικατερίνη είχε γίνει δημοφιλής στους κατοίκους των βόρειων περιοχών το 1513 όταν ηγήθηκε του στρατού εναντίον των Σκώτων, ενώ ο Ερρίκος τυπικά ήταν κυρίαρχος του βορρά.[1]

Συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα ο μονάρχης είχε σχετικά μικρή επιρροή στην καθημερινή ζωή του βορρά. Αντίθετα οι περισσότεροι αισθάνονταν δεμένοι με τις παλιές, ιθαγενείς οικογένειες ευγενών, όπως οι Ντακρ, οι Κλίφορντ και οι Πέρσυ.[2] Πολλοί κάτοικοι του βορρά υπηρετούσαν αυτές τις οικογένειες για πολλές γενεές ως σωματοφύλακες και διαχειριστές και είχε δημιουργηθεί ένα ισχυρό αίσθημα ενότητας και αλληλεγγύης. Η μακρινή παρουσία του βασιλιά στα νότια της χώρας γινόταν κυρίως αισθητή μέσω καινούργιων νόμων και φόρων, που γρήγορα δημιουργούσαν προβλήματα. Im Fall von Rechtsstreitigkeiten gab es für den Norden keine eigene Gerichtsbarkeit. Αντ'αυτού έπρεπε οι ενάγοντες να μεταβαίνουν στο Λονδίνο, was in der damaligen Zeit nicht nur zeitaufwendig, sondern auch gefährlich war.

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. Lucy Wooding: Henry VIII. 2009 Routledge, σελ. 64
  2. Anthony Fletcher and Diarmaid MacCulloch: Tudor Rebellions. 2008 Pearson Education, σελ. 7