Πολυμερισμός

η συνένωση μικρών μορίων που ονομάζονται μονομερή, προς σχηματισμό ενός μεγαλύτερου μορίου, που ονομάζεται πολυμερές

Στην οργανική Χημεία, ο όρος πολυμερισμός (αγγλ. Polymerisation) αποτελεί συνοπτική ονομασία των χημικών αντιδράσεων που δημιουργούν πολυμερείς ενώσεις, δηλαδή ενώσεις με μακρομόρια (μεγάλου πλήθους ατόμων), που έχουν ως επακόλουθο χαρακτηριστικό το μεγάλο μοριακό βάρος τους.[1]

Αυτή η εικόνα περιγράφει έναν από τους κοινούς μηχανισμούς πολυμερισμού ριζών αναστρέψιμης απενεργοποίησης

Οι χημικές αντιδράσεις πολυμερισμού, ανάλογα του τρόπου δημιουργίας τους διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες στις προερχόμενες από «αλυσωτό πολυμερισμό» και στις προερχόμενες από «σταδιακό πολυμερισμό».[2] Οι χημικές αντιδράσεις αλυσωτού πολυμερισμού παρουσιάζουν τον μηχανισμό της «πολυπροσθήκης» και της «κυκλοπροσθήκης» (διάνοιξης δακτυλίου), ονομαζόμενες αντίστοιχα, ενώ οι χημικές αντιδράσεις σταδιακού πολυμερισμού το μηχανισμό της «πολυσυμπύκνωσης», εξ ου και η ονομασία τους αντιδράσεις πολυσυμπύκνωσης.[3]

Ανάλογα του είδους του ενεργειακού κέντρου της μακρομοριακής αλυσίδας που βαίνει συνεχώς αυξανόμενη στη διάρκεια της αντίδρασης αυτή λαμβάνει και επιμέρους ονομασία.

Παραπομπές

Επεξεργασία