Πολιορκία των Θηβών

πολιορκία από τον Μέγα Αλέξανδρο το 335 π.Χ.

Με την Πολιορκία των Θηβών ο νεαρός Αλέξανδρος, όντας νεοσύστατος βασιλέας της Μακεδονίας, και γιος του θανόντος Φιλίππου, εδραιώθηκε στον θρόνο με την βία και απόκτησε την ισχύ του σε όλο το «Κοινόν των Ελλήνων» όπως είχε ιδρυθεί στο Συνέδριο της Κορίνθου. Ποηγουμένως όμως, οι Έλληνες, που στην είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου, είχανε χαρεί τόσο πολύ, ώστε αρνούμενοι να τον αναγωρίσουν ως διάδοχο του θρόνου και «στρατηγό αυτοκράτορα», επιχείρησαν αμέσως να αποστατήσουν. Ο Αλέξανδρος αφού διεσφάλισε τα σύνορά του προς Νότον και Βοράν αποφάσησε να πράξει χωρίς χρονοτριβή. Εφόσον οι Θηβαίοι στο πλαστό άκουσμα του θανάτου του[1] είχαν εξεγερθεί, έπρεπε να τους απαλείξει από προσώπου γής.

Πολιορκία των Θηβών
Πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Παρατάξεις και τακτική κίνηση του Περδίκκα
ΧρονολογίαΑύγουστος 335 π.Χ.
ΤόποςΗ πόλη των Θηβών
ΈκβασηΚατάληψη και ισοπέδωση της Θήβας
Αντιμαχόμενοι
Μακεδονικός στρατός
Ηγετικά πρόσωπα
Φοίνικας, Προθύτης
Δυνάμεις
33.000 συνολικά
περ. 10.000
Απώλειες
περ. 500
6.000 νεκροί και 30.000 αιχμάλωτοι

Τακτικές κινήσεις

Επεξεργασία

Ο Αλέξανδρος κατέφθασε από τη λίμνη Οχρίδα μέσα σε 7 ημέρες στον Ογχηστό της Βοιωτίας, λίγο έξω από την πόλη των Θηβών[2] με 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς, όπως παραδίδει ο Διόδωρος[3] -εκπληκτική ταχύτητα αν λάβει κανείς υπόψιν τα μέσα της εποχής και το μέγεθος του στρατεύματος, ενώ παραμένει επίσης μυστήριο το πώς κατάφερε να περάσει το στενό των Θερμοπυλών χωρίς να γίνει αντιληπτός ούτε ακόμα και από τους ντόπιους- και ζήτησε απλώς την παράδοσή της. Κήρυξε γενική αμνηστία για τους Θηβαίους[4] και υποσχέθηκε να τηρήσει τη συνθήκη της Κορίνθου του προηγούμενου έτους. Δεν πρόβαλε οποιαδήποτε άλλη απαίτηση, πλην της παράδοσης των δύο αρχηγών της αντιμακεδονικής μερίδας, του Φοίνικα και του Προθύτη.[5]

Οι Θηβαίοι, όμως όχι μόνον δεν ενέδωσαν στις προτάσεις του Αλέξανδρου αλλά και τον καθύβρισαν, απαιτώντας από ψηλό πύργο την παράδοση των στρατηγών Αντίπατρου και Φιλώτα και προσκαλώντας «όποιον επιθυμεί να προσέλθει και να συμπράξει μαζί με το μεγάλο βασιλέα και τους Θηβαίους για να καταλύσει τον τύραννο της Ελλάδας».[6] Οργισμένος ο Αλέξανδρος ορκίστηκε πως θα επέβαλλε στους Θηβαίους την έσχατη τιμωρία.[7]

Η πολιορκία

Επεξεργασία

Στην παρούσα περιγραφή της πολιορκίας ακολουθείται η αφήγηση του Διόδωρου.[8] Καταφθάνοντας ο Αλέξανδρος στην περιοχή, διαίρεσε τις δυνάμεις του σε τρία τμήματα και διέταξε το ένα από αυτά να επιτεθεί στις παλισάδες[9] που είχαν τοποθετηθεί μπροστά στην πόλη, το δεύτερο να αντιμετωπίσει το μέτωπο των Θηβαίων και κράτησε το τρίτο ως εφεδρεία για να υποστηρίξει τις δυνάμεις του σε περίπτωση δυναμικής αντίδρασης των Θηβαίων σε κάποια γραμμή του μετώπου.

Από πλευράς τους οι Θηβαίοι κράτησαν το ιππικό πίσω από τις παλισάδες (επίσης χάρακες, δηλαδή χαρακώματα), ανέθεσαν στους μέτοικους, τους δούλους τους οποίους απελευθέρωσαν για αυτό το σκοπό[10] και όσους είχαν καταφύγει στην πόλη να αντιμετωπίσουν εκείνους που επιτίθονταν κατά των τειχών, ενώ οι ίδιοι ετοιμάστηκαν για μάχη μπρος στην πόλη με την υπεράριθμη μακεδονική δύναμη. Τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στους ναούς, ικετεύοντας τους θεούς να σώσουν την πόλη από τον επερχόμενο κίνδυνο.

Πολύ σύντομα τα δόρατα εγκαταλείφθηκαν και η μάχη εξελίχθηκε σε συμπλοκή σώμα με σώμα. Αδύναμοι από τη μακρά και κοπιώδη πορεία οι Μακεδόνες, ανάγκασαν τον Αλέξανδρο να στείλει τις εφεδρείες του, προκειμένου να καμφθεί η αντίστασή τους, αλλά και πάλι ο στρατός της πόλης πολεμούσε θαυμάσια.[7] Μεσούσης της μάχης όμως, ο Αλέξανδρος διέκρινε πύλη εγκαταλειμμένη από τους φρουρούς της και τότε έστειλε τον Περδίκκα να την καταλάβει και να διεισδύσει στην πόλη.[11]

Οι Μακεδόνες γλίστρησαν μέσα από την πύλη και οι Θηβαίοι, κατανοώντας ότι η πόλη διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, αποθαρρύνθηκαν και όρμησαν άτακτα -πεζικό και ιππικό μαζί- στους στενούς δρόμους, προκαλώντας το θάνατο πολλών δικών τους ανδρών. Την ίδια στιγμή η μακεδονική φρουρά στην Καδμεία βγήκε από την ακρόπολη[12] και επιδόθηκε σε άγρια σφαγή μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα, τους Φωκείς, τους Πλαταιείς και τους άλλους Βοιωτούς, των άτακτων πλέον φυγάδων, εξολοθρεύοντας μαζί ακόμα και τους ικέτες στα ιερά και τα γυναικόπαιδα.[13] Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια και ισοπεδώθηκε, ενώ πάνω από 6.000 Θηβαίοι σφάχτηκαν και περισσότεροι από 30.000 εξανδραποδίστηκαν (πουλήθηκαν ως δούλοι).[14] Από τον εξανδραποδισμό εξαιρέθηκαν ιερείς, ιέρειες, όσοι είχαν διατελέσει πρόξενοι των Μακεδόνων, καθώς και όσοι είχαν φιλοξενηθεί από τον Φίλιππο ή τον Αλέξανδρο. Από την πώληση των αιχμαλώτων το μακεδονικό θησαυροφυλάκιο εκτιμάται ότι αποκόμισε 440 τάλαντα.[15] Μεγάλο τμήμα της Θηβαϊδας, της υπαίθρου δηλαδή γύρω από τη Θήβα, κάηκε και λεηλατήθηκε επίσης.[16] Οι 500 Μακεδόνες που έπεσαν στη μάχη τάφηκαν με μεγάλες τιμές.

Ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, ως ένδειξη τιμής προς τον ποιητή Πίνδαρο, εξαίρεσε το σπίτι του (ένα από τα αξιοθέατα των αρχαίων Θηβών) από την καταστροφή και, στη συνέχεια, την ισοπέδωση με την οποία τιμώρησε την πόλη,[17] καθώς ο Πίνδαρος είχε συνθέσει εγκώμια για τον Αλέξανδρο Α΄ της Μακεδονίας.

Παραπομπές - σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. «Ο Δημοσθένης μάλιστα παρουσίασε στην εκκλησία του δήμου και κάποιον τραυματία, που ισχυρίστηκε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του Αλέξανδρου.» Βλ. Ιουστίνος, XI, 2, 8.
  2. Αρριανός Α' 7,5.
  3. Διόδωρος ΙΖ΄ 9, 3.
  4. […] διδούς επί των πεπραγμένων μετάνοιαν […]. Βλ. Πλούταρχος, Αλέξανδρος.
  5. Βλ. Πλούταρχος Αλέξανδρος ΙΑ' 7. Ο Αρριανός δε φαίνεται να γνωρίζει τίποτα για τέτοιου είδους προσφορά.
  6. Βλ. Πλούταρχος Αλέξανδρος ΙΑ' 8.
  7. 7,0 7,1 Green P. 2008, 220.
  8. Διόδωρος Σικελιώτης 17.11.1-14.1.
  9. Αμυντικός περίβολος, ξύλινος φράκτης ουσιαστικά.
  10. Droysen 1996, 138.
  11. Στην εξιστόρηση της βασιλείας του Αλέξανδρου, ο Πτολεμαίος έγραψε ότι αυτή η επίθεση δεν ήταν προσχεδιασμένη, αλλά ότι έγινε ελλείψει πειθαρχίας και ότι οι άνδρες του Περδίκκα αγνόησαν τις επίσημες εντολές. Τούτο είναι πιθανώς αναληθές, καθώς είναι γνωστή η εχθρότητα μεταξύ των δύο στρατηγών κατά το 320 ΠΚΕ.
  12. Τούτη η φρουρά είχε τοποθετηθεί από τον βασιλέα Φίλιππο ήδη από το 338 ΠΚΕ, μετά τη νικηφόρα για αυτόν μάχη της Χαιρώνειας.
  13. Βάσει της περιγραφής του Αρριανού που αντλεί από τον Πτολεμαίο. Ο Droysen θεωρεί την περιγραφή του Διόδωρου που αντλεί από τον Κλείταρχο για την ύπαρξη σχεδίου αναξιόπιστη. Βλ. Droysen 1996, 144, σημ. 232Ε.
  14. Ο αριθμός των 30.000 και των 6.000 δεν είναι απίθανος, καθώς στους υπερασπιστές συμμετείχαν μέτοικοι και απελεύθεροι. Αναφέρεται από τον Διόδωρο, ΙΖ' 1, τον Πλούταρχο, Αλέξανδρος ΙΑ΄, 12 και τον Αιλιανό, Ποικίλη Ιστορία, ΙΓ', 7.
  15. Green P. 2008, 224.
  16. Διόδωρος ο Σικελιώτης, 17.11-13.
  17. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.9.10
  • Droysen J.G. 1996, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Τράπεζα Πίστεως, Αθήνα.
  • Green, Peter 2008. Αλέξανδρος ο Μακεδόνας: 356-323 π.Χ., Διόπτρα, Αθήνα.