Ο Φλάβιος Πατρίκιος, λατιν.: Flavius Patricius, (απεβ. μετά το 519) ήταν εξέχων Ανατολικός Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αναστάσιου Α' (βασ. 491–518).

Πατρίκιος (ύπατος το 500)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση5ος αιώνας[1]
Φρυγία
Θάνατος6ος αιώνας[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑναστασιανός Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος συγκλητικός

Βιογραφία

Επεξεργασία

Καταγωγή και πρώιμη καριέρα

Επεξεργασία

Ο Φλάβιος Πατρίκιος γεννήθηκε στη Φρυγία, αλλά κατά τα άλλα τίποτε δεν είναι γνωστό για την πρώιμη ζωή του. Όταν ανήλθε στην υπατεία το 500, μαζί με τον ανιψιό του Αναστασίου Α΄ Υπάτιο, θεωρούνταν ήδη ηλικιωμένος εκείνη την εποχή. Την ίδια χρονιά τοποθετήθηκε ως magister militum praesentalis (ένας από τους δύο magistri militum «παρουσία» τού Αυτοκράτορα), θέση που κράτησε μέχρι το τέλος τού Αναστασίου Α΄ τον Ιούλιο του 518 [3] Ο επίσκοπος Μυτιλήνης και ιστορικός Ζαχαρίας ο Σχολαστικός τον αποκαλεί χαρακτηριστικά «ακέραιο και έμπιστο, αλλά με ελαφρά ευφυΐα». [4]

Εκστρατείες κατά της Περσίας

Επεξεργασία

Το 502 ξεκίνησε ο Αναστασιανός Πόλεμος με τη Σασσανιδική Περσία. Έτσι, το 503, μαζί με τον Υπάτιο και τον Αρεόβινδο Δαγκάλαιφο Αρεόβινδο, ο Πατρίκιος στάλθηκε ανατολικά για να εκστρατεύσει κατά των Περσών. Εισέβαλε στην περσική επαρχία Αρζανηνή, λεηλάτησε διάφορα οχυρά και έλαβε αιχμαλώτους, προτού επιστρέψει για να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Υπάτιο. [3] Ενώ ο Α. Δ. Αρεόβινδος παρακολουθούσε με προσοχή το περσικό οχυρό Nίσιβη και τον στρατό τού σάχη Kαβάδη Α΄ (βασ. 488–531) από τη Δάρα, ο Πατρίκιος και ο Υπάτιος, με την κύρια δύναμη 40.000 ανδρών (ένας τεράστιος στρατός για την εποχή), επιφορτίστηκαν με την ανακατάληψη της Άμιδας. [4] Αν και η πολιορκία της Άμιδας αποδείχθηκε άκαρπη, μαζί κέρδισαν μία αψιμαχία εναντίον ορισμένων Εφθαλιτών Ούννων. Η επιτυχία τους, ωστόσο, τους έκανε απρόσεκτους, επιτρέποντάς τους να εκπλαγούν από τον κύριο περσικό στρατό υπό τον Καβάδη Α΄. Ηττημένοι, υποχώρησαν πέρα από τον Ευφράτη στη Σαμοσάτα . Μετά από αυτό, ο Υπάτιος ανακλήθηκε, αλλά ο Πατρίκιος παρέμεινε. [5] [6]

Στις αρχές του 504 ο Πατρίκιος αναχαίτισε με επιτυχία μία συνοδεία ανεφοδιασμού για τη φρουρά της Άμιδας. Στη συνέχεια νίκησε τις περσικές ενισχύσεις, αιχμαλωτίζοντας τους διοικητές τους και συνέχισε την πολιορκία της πόλης. [5] Συνέχισε την πολιορκία σθεναρά, καταστρέφοντας μέρος των εξωτερικών τειχών της πόλης υπονομεύοντάς τα, και στήνοντας ενέδρα και σκοτώνοντας τον διοικητή της φρουράς Γλόνη. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να καταλάβει την πόλη μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών. Σε εκείνο το σημείο κανόνισε τα λύτρα της πόλης. [5]

Εμπλοκή σε εμφύλιο πόλεμο

Επεξεργασία

Πίσω στην Κωνσταντινούπολη, ο Πατρίκιος ενεπλάκη στις θεολογικές διαμάχες, που δημιούργησαν προβλήματα σε μεγάλο μέρος της βασιλείας του Αναστασίου Α΄. [5] Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης τού Βιταλιανού, ο Πατρίκιος χρησιμοποιήθηκε από τον Αναστάσιο ως πρεσβευτής, καθώς γνώριζε τόσο τον Βιταλιανό όσο και τον πατέρα του, και είχε προωθήσει τη σταδιοδρομία τού πρώτου στο παρελθόν. Ωστόσο, λόγω αυτής της φιλίας, αρνήθηκε να επιτεθεί στον στρατό του Βιταλιανού κατά την τρίτη του επίθεση στην Κωνσταντινούπολη το 515, φαινομενικά επειδή φοβόταν ότι θα τον κατηγορούσαν για προδοσία σε περίπτωση ήττας. [7]

Αυτοκρατορική υποψηφιότητα

Επεξεργασία

Το 518, με το θάνατο του Αναστάσιου Α΄, ο Πατρίκιος προτάθηκε ως ένας από τους υποψήφιους για να τον διαδεχθεί από τους άνδρες της Φρουράς του Παλατιού (Scholae Palatinae). Η υποψηφιότητά του, ωστόσο, δεν έγινε αποδεκτή από την αυτοκρατορική σωματοφυλακή, τους Eπίλεκτους (Excubitores), που προσπάθησαν να τον πλήξουν. Η ζωή του σώθηκε με την παρέμβαση του Ιουστινιανού Α΄, ανιψιού του διοικητή των Excubitores και τελικά Αυτοκράτορα, Ιουστίνου Α' (βασ. 518–527). [7]

Τέλος σταδιοδρομίας

Επεξεργασία

Η τελευταία αναφορά στον Πατρίκιο γίνεται τον Νοέμβριο του 519, όταν βρισκόταν στην Έδεσσα, όπου στάλθηκε για να πείσει τον επίσκοπό της να αποδεχθεί τα Χαλκηδονικά δόγματα ή να παραιτηθεί οικειοθελώς. Μετά την άρνησή του, ο Πατρίκιος τον καθαίρεσε με τη βία και τον εξόρισε. [7]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 26  Νοεμβρίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  3. 3,0 3,1 Martindale 1980.
  4. 4,0 4,1 Greatrex & Lieu 2002.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Martindale 1980.
  6. Greatrex & Lieu 2002.
  7. 7,0 7,1 7,2 Martindale 1980.

Περαιτέρω ανάγνωση

Επεξεργασία