Στη Δυτική Ευρωπαϊκή Μουσική ο όρος παραλλαγή αναφέρεται σε τεχνική σύνθεσης, κατά την οποία το μουσικό υλικό επαναλαμβάνεται παραλλαγμένο ποικιλοτρόπως. Η εφαρμογή των αλλαγών αυτών μπορεί να αναφέρεται στο μέρος του ρυθμού, στην αρμονία, τη μελωδία, την αντίστιξη, την ενορχήστρωση, ή οποιονδήποτε συνδυασμό των παραπάνω.

Μουσικές φόρμες με βάση το στοιχείο της παραλλαγής

Επεξεργασία

Αρκετές μουσικές φόρμες έχουν ως βάση την αρχή της παραλλαγής, στις οποίες περιλαμβάνονται το επίμονο βάσιμο (μπάσο οστινάτο), η πασσακάλια, η σακόν, καθώς και το θέμα με παραλλαγές.[1] Οι τρεις πρώτες βασίζονται σε ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη γραμμή του βάσιμου, πάνω στην αρμονική βάση του οποίου «χτίζονται» προοδευτικά οι παραλλαγές. Στο θέμα με παραλλαγές -και τις παρόμοιες μουσικές φόρμες- το παραλλασσόμενο θέμα είναι στη μελωδική γραμμή, το οποίο επαναλαμβάνεται κάθε φορά με ένα νέο τρόπο. Η δομή του ορίζεται συνήθως με την έκθεση του θέματος ως έχει (ενίοτε προηγείται μια εισαγωγή), το οποίο ως επί τω πλείστω είναι έκτασης οκτώ έως 32 μουσικών μέτρων. Η κάθε παραλλαγή, στη συνέχεια, έχει συνήθως την ίδια έκταση[2], ενώ έχει επικρατήσει ο συνολικός αριθμός των 30 παραλλαγών. Ο τρόπος ανάπτυξης αυτής της φόρμας οφείλεται εν πολλοίς στην εφευρετικότητα των μουσικών: "Οι αυλικοί χοροί ήταν μακροσκελείς, ενώ οι μελωδίες μάλλον σύντομες. Η αυτούσια επανάληψή τους ήταν πληκτική, οδηγώντας τους μουσικούς να αυτοσχεδιάσουν επιτόπιες παραλλαγές και καλλωπισμούς, ωστόσο διατηρώντας το μήκος της μελωδίας ώστε να συνάδει με τον αντίστοιχο χορό." [3]

Οι φόρμες παραλλαγής μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομα κομμάτια (για ένα ή περισσότερα όργανα), ή να αποτελούν μέρος μεγαλύτερων συνθέσεων (π.χ. μιας Συμφωνίας). Ένα μεγάλο μέρος της τζαζ μουσικής είναι δομημένο πάνω στις αρχές του θέματος με παραλλαγές.[4]

Ιστορία της παραλλαγής

Επεξεργασία

Αν και το πρώτο μεμονωμένο δείγμα παραλλαγής εμφανίζεται τον 14ο αιώνα, τα πρώτα καταγεγραμμένα στην ιστορία της Κλασικής Μουσικής έργα σε φόρμα θέματος με παραλλαγή είναι των αρχών του 16ου αιώνα.[5] Το πρωιμότερο εξεδομένο δείγμα αποτελούν οι diferencias για βιχουέλα του Ισπανού συνθέτη Λουί δε Νάρβαεθ (Luis de Narváez, 1538).[2] Στην εποχής της Αναγέννησης επικράτησε η λεγόμενη division (διαίρεση), τύπος ρυθμικής παραλλαγής, όπου ο ρυθμός διαιρείται σε όλο και μικρότερες αξίες. Οι παραλλαγές, στο σύνολό τους, αρχίζουν από τις πιο απλές διαφοροποιήσεις και φτάνουν σταδιακά στις πιο περίπλοκες· αυτή η αρχή εδραιώθηκε εξ αρχής, καθώς έτσι πλαισιώνεται με σαφήνεια μια οργανωμένη σύνθεση.

Αρκετά έργα σε φόρμα παραλλαγής γράφτηκαν τον 16ο αιώνα, από τους επιφανείς Άγγλους συνθέτες Ουίλιαμ Μπερντ, Χιου Άστον και Τζάιλς Φάρναμπυ, ενώ την εποχή του Μπαρόκ διακρίνονται τα έργα για τσέμπαλο The Harmonious Blacksmith του Χαίντελ, οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ καθώς και τα Couplets de Folies για βιόλα ντα γκάμπα και συνεχές βάσιμο του Μαρέν Μαραί.

Την Κλασική εποχή της μουσικής διακρίνεται στο είδος ο Μότσαρτ, ο οποίος έγραψε έναν μεγάλο αριθμό παραλλαγών, όπως π.χ. τη Σονάτα για πιάνο Νο. 11 (1η κίνηση) και το Κουιντέτο με κλαρινέτο (φινάλε). Ο Γιόζεφ Χάυντν εξειδικεύτηκε στη σύνθεση διπλών παραλλαγών, όπου δύο συγγενή θέματα (συνήθως μείζονα και ελάσσονα) παρουσιάζονται σε εναλλάξ παραλλαγές. Εξέχοντα παραδείγματα αυτής της τεχνικής περιλαμβάνουν τη Συμφωνία Νο. 103 και τις Παραλλαγές σε Φα ελάσσονα για πιάνο.[2]

Ένας ακόμη συνθέτης που έγραψε αρκετές σειρές παραλλαγών, είναι ο Μπετόβεν· κάποιες είναι αυτοτελή έργα, όπως οι Παραλλαγές Ντιαμπέλλι, κάποιες άλλες αποτελούν μέρη μεγαλύτερων συνθέσεων, όπως το φινάλε της 3η Συμφωνίας. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν το κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 12, το αργό μέρος της Σονάτας Νο. 32, καθώς και το 3ο μέρος της Ενάτης του Συμφωνίας.

Σχεδόν σύγχρονος του Μπετόβεν, ο Σούμπερτ συνέθεσε πέντε συλλογές παραλλαγών, αντλώντας θέματα από τα τραγούδια του (Lieder). Η γνωστότερη ίσως απ' αυτές αποτελεί την αργή κίνηση του κουαρτέτου εγχόρδων με τίτλο Ο Θάνατος και η Κόρη (Der Tod und das Mädchen), από το ομώνυμο λιντ του. Εξίσου γνωστό είναι και το Κουιντέτο με πιάνο «Η πέστροφα», όπως επίσης και το πιανιστικό έργο Wanderer-Fantasie, αμφότερα πάνω σε θέματα από τα αντίστοιχά τους λίντερ.

Περνώντας στον Ρομαντισμό, η φόρμα της παραλλαγής αναπτύχθηκε περαιτέρω. Στα 1824, ο Καρλ Τσέρνυ παρουσιάζει τις Παραλλαγές πάνω στον Εθνικό Ύμνο της Αυστρίας για πιάνο και ορχήστρα[6], ενώ ο Σοπέν γράφει τέσσερις συλλογές για σόλο πιάνο· του ιδίου είναι και οι Παραλλαγές πάνω στο "Là ci darem la mano", θέμα από την όπερα Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ.

Με την αναβίωση της προκλασικής μουσικής στις αρχές του 20ού αιώνα και την άνοδο του Νεοκλασικισμού στη μουσική, εκατοντάδες συνθέτες παρήγαγαν έργα σε φόρμες παραλλαγής. Οι δε παραλλαγές πάνω σε θέματα έργων άλλων συνθετών είναι πλέον συνήθης πρακτική των συνθετών, και ως ξεχωριστή υποενότητα εδραιώνονται με τα έργα του Μπραμς Παραλλαγές και Φούγκα σ' ένα θέμα του Χαίντελ (1861) και τις Παραλλαγές σ' ένα θέμα του Χάυντν (1873), για πιάνο και ορχήστρα αντίστοιχα. Το τελευταίο, μάλιστα, θεωρείται το πρώτο αυτόνομο σετ ορχηστρικών παραλλαγών, που δεν αποτελεί μέρος κάποιας μεγαλύτερης σύνθεσης, όπως μια συμφωνία, σουίτα κλπ.[7] Παρόμοιο παράδειγμα είναι και οι Αινιγματικές Παραλλαγές του Έντουαρντ Έλγκαρ: το αίνιγμα αναφέρεται στο ότι η κάθε παραλλαγή συσχετίζεται με πρόσωπα του φιλικού του περιβάλλοντος, αλλά και το ιδιαίτερο ύφος κάποιου συνθέτη, χωρίς ωστόσο να τους κατονομάζει. Σε παράλληλο ύφος κινούνται και οι Παραλλαγές σ' ένα θέμα του Τσαϊκόφσκι, του Ρώσου συνθέτη Αντόν Αρένσκι.

Ο 20ός αιώνας είναι διάσπαρτος με έργα σε φόρμα παραλλαγής, τα πιο γνωστά από τα οποία περιλαμβάνουν τη μνημειώδη Ραψωδία σ' ένα θέμα του Παγκανίνι του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, τις Ορχηστρικές Παραλλαγές του Άρνολντ Σένμπεργκ, το μπαλέτο Πουλτσινέλλα του Ιγκόρ Στραβίνσκι, τις Παραλλαγές για πιάνο του Άντον Βέμπερν και τις Συμφωνικές Μεταμορφώσεις (πάνω σ' ένα θέμα του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ) του Πάουλ Χίντεμιτ. Ακόμη, αξιοσημείωτα είναι τα έργα Θέμα και παραλλαγές του Ολιβιέ Μεσιάν, καθώς και ο Οδηγός Νέων στην Ορχήστρα του Μπέντζαμιν Μπρίτεν (μια παρουσίαση όλων των συμφωνικών οργάνων πάνω σ' ένα θέμα του Πέρσελ).

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Copland 2002, 115.
  2. 2,0 2,1 2,2 Sisman 2001.
  3. Raymar 1931, 5.
  4. Hodeir and Pautrot 2006, 8.
  5. Apel, Willi (1962) Harvard dictionary of music, p. 784
  6. «American Symphony Orchestra: Dialogues and Extensions». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2011. 
  7. See Donald M. McCorkle, p. 5 in the Norton Scores edition of the Variations (ISBN 0-393-09206-2).
  • Braunbehrens, Volkmar. 1990. Mozart in Vienna. New York: Grove Weidenfeld. ISBN 0802110096.
  • Copland, Aaron. 2002. What to Listen for in Music. Revised edition of an authorized reprint of a hardcover edition published by McGraw-Hill Book Company. New York: Signet Classic. ISBN 0-451-52867-0.
  • Hodeir, André. 2006. The André Hodeir Jazz Reader[νεκρός σύνδεσμος], edited by Jean-Louis Pautrot. Ann Arbor: University of Michigan Press. ISBN 978-0472098835.
  • Irmer, Otto von. 1986. Preface to Beethoven: Klavierstücke. Munich: G. Henle.
  • Raymar, Aubyn. 1931. Preface to Mozart: Miscellaneous Pieces for Pianforte, edited by York Bowen. London: Associated Board of the Royal Schools of Music.
  • Sisman, Elaine. 2001. "Variations". The New Grove Dictionary of Music and Musicians, second edition, edited by Stanley Sadie and John Tyrrell. London: Macmillan Publishers.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Ehrhardt, Damien. 1998. La variation chez Robert Schumann. Forme et évolution (Diss. Sorbonne 1997). Lille: Presses Universitaires du Septentrion. ISBN 2-284-00573-X
  • Nelson, Robert U. 1948. The Technique of Variation; A Study of the Instrumental Variation from Antonio de Cabezón to Max Reger. University of California Publications in Music 3. Berkeley: University of California Press.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία