Ο Βρυκόλακας (Πολιντόρι)

Διήγημα του Τζον Ουίλιαμ Πολιντόρι

Ο Βρυκόλακας ή Το βαμπίρ (αγγλικός τίτλος: The Vampyre) είναι νουβέλα του Άγγλου συγγραφέα Τζον Γουίλιαμ Πολιντόριπου γράφτηκε το 1816 και δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1819 στο The New Monthly Magazine. Είναι η πρώτη ιστορία με βαμπίρ στην παγκόσμια λογοτεχνία που καθιέρωσε τον τύπο του σύγχρονου βρυκόλακα και αποτέλεσε έμπνευση για πολλά έργα μεταγενέστερων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και ο Δράκουλας (1897) του Μπραμ Στόουκερ. [2]

Ο Βρυκόλακας
ΣυγγραφέαςΤζον Γουίλιαμ Πολιντόρι
ΤίτλοςThe Vampyre
ΥπότιτλοςA Tale
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1819[1]
Μορφήδιήγημα
Θέμαβαμπίρ
LC ClassOL3625250W
LΤ ID545667
BL Class10743
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Στην πρώτη δημοσίευση, ο εκδότης απέδωσε εσφαλμένα το έργο στον Λόρδο Μπάιρον. Τόσο ο Μπάιρον όσο και ο Πολιντόρι το διέψευσαν και επιβεβαίωσαν ότι ο συγγραφέας ήταν ο Πολιντόρι. Στο επόμενο τεύχος, δημοσιεύθηκε μια επιστολή του Πολιντόρι στον εκδότη που εξηγούσε ότι «αν και η βάση είναι σίγουρα του Λόρδου Μπάιρον, η ανάπτυξη είναι δική μου».[3]

Το έργο είχε τεράστια επιτυχία σημειώνοντας την ίδια χρονιά πέντε εκδόσεις στην Αγγλία, δύο στην Αμερική και δύο στη Γαλλία.[4] Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα διασκευάστηκε για το θέατρο και την όπερα.[5]

Ιστορικό

Επεξεργασία

Τον Μάρτιο του 1816, μετά από διάφορα σκάνδαλα, ο Λόρδος Μπάιρον έφυγε από το Λονδίνο συνοδευόμενος από τον προσωπικό γιατρό του και επίδοξο συγγραφέα Πολιντόρι, επιφορτισμένο από τον εκδότη του Μπάιρον με τη συγγραφή ενός ημερολογίου του ταξιδιού. Τον Ιούνιο, στη λίμνη της Γενεύης συνάντησαν τον Πέρσι Σέλλεϋ, τη σύντροφο και μελλοντική σύζυγό του Μαίρη Σέλλεϋ και την Κλερ Κλέρμοντ, ετεροθαλή αδερφή της Μαίρης και ερωμένη του Μπάιρον. Λόγω της αδιάκοπης βροχής του έτους χωρίς καλοκαίρι, περνούσαν τον χρόνο τους στη βίλα Ντιοντάτι διαβάζοντας ιστορίες τρόμου με φαντάσματα, μέχρι που ο Μπάιρον ένα βράδυ πρότεινε να γράψει ο καθένας τους μια τρομακτική ιστορία. Μόνο δύο ολοκλήρωσαν την πρόκληση: η Μαίρη Σέλλεϋ έγραψε το διάσημο μυθιστόρημά της Φρανκενστάιν και ο Πολιντόρι, με έμπνευση ένα Απόσπασμα - προσχέδιο οκτώ σελίδων του Μπάιρον, έγραψε τον Βρυκόλακα, ο ήρωας του οποίου, ο Βυρωνικός ήρωας λόρδος Ρίβεν, έχει χαρακτηριστικά που μοιάζουν με του Μπάιρον.[6]

Ο νεαρός αριστοκράτης Ώμπρεϋ σε μια κοινωνική εκδήλωση συναντά τον λόρδο Ρίβεν που μόλις έχει φθάσει στο Λονδίνο, έναν μυστηριώδη και γοητευτικό άνδρα που πολλές τολμηρές γυναίκες προσπαθούν να σαγηνέψουν. Μετά τη γνωριμία τους, συμφωνούν να ταξιδέψουν μαζί στην Ευρώπη, αλλά ο Ώμπρεϋ τον εγκαταλείπει λίγο μετά την άφιξή τους στη Ρώμη όταν οι κηδεμόνες του τον ενημερώνουν με επιστολή για τον επικίνδυνο και ακόλαστο χαρακτήρα του. Αφού αποτρέπει τον Ρίβεν να αποπλανήσει την κόρη ενός κοινού γνωστού, μόνος του ταξιδεύει στην Ελλάδα όπου στην Αθήνα ερωτεύεται την κόρη του σπιτονοικοκύρη του, την Ιάνθη. Η κοπέλα του διηγείται θρύλους για τον βρυκόλακα, που είναι πολύ δημοφιλείς στην περιοχή, και στεναχωριέται που ο Ώμπρεϋ ακούει και χαμογελάει, γιατί σύμφωνα με τον θρύλο αυτοί που παίρνουν ένα σκληρό μάθημα είναι κυρίως αυτοί που αμφισβητούν την ύπαρξή του.[7]

Κατά τη διάρκεια μιας θυελλώδους νύχτας, επιστρέφοντας από μια περιπλάνησή του, ακούει έναν άνδρα να επιτίθεται σε μια γυναίκα σε μια καλύβα. Αφού ο δράστης ξεφεύγει, ανακαλύπτει τρομοκρατημένος ότι η νεκρή είναι η Ιάνθη που στον λαιμό της είχε αίμα και σημάδια από δαγκώματα. Ολόκληρη η πόλη πιστεύει ότι είναι έργο του βρυκόλακα. Τρελός από τη θλίψη, ο Ώμπρεϋ αρρωσταίνει. Κατά σύμπτωση, στην περιοχή εμφανίζεται ο Ρίβεν που αναλαμβάνει να τον περιθάλψει. Οι δύο άντρες συμφιλιώνονται και αποφασίζουν να συνεχίσουν το ταξίδι μαζί.[8]

Αργότερα σε ένα στενό πέρασμα, οι δύο άντρες δέχονται επίθεση από ληστές και ο Ρίβεν τραυματίζεται θανάσιμα. Πριν πεθάνει, βάζει τον Ώμπρεϋ να του ορκιστεί ότι δεν θα μιλήσει γι΄αυτόν ή τον θάνατό του για ένα χρόνο και μια μέρα, και μόλις ο Ώμπρεϋ συμφωνεί, ο λόρδος Ρίβεν πεθαίνει γελώντας. Καθώς ψάχνει τα υπάρχοντα του Ρίβεν, συνειδητοποιεί ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος της Ιάνθης. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του περνά από τη Ρώμη και μαθαίνει ότι η νεαρή γυναίκα που ήθελε να αποπλανήσει ο Ρίβεν εξαφανίστηκε χωρίς ίχνη αμέσως μετά την αναχώρησή του.

Ο Ώμπρεϋ επιστρέφει στο Λονδίνο και μένει έκπληκτος όταν ο Ρίβεν εμφανίζεται λίγο αργότερα, ζωντανός και καλά στην υγεία του, να ζει με μια νέα ταυτότητα ως κόμης του Μάρσντεν και να πολιορκεί την αδερφή του Ώμπρεϋ. Ο Ώμπρεϋ τρομοκρατείται βλέποντας τον άντρα που πιστεύει ότι είναι νεκρός και θέλει να απαγορεύσει τον γάμο, αλλά ο Ρίβεν του υπενθυμίζει τον όρκο του. Ανήμπορος να προστατεύσει την αδερφή του, ο Ώμπρεϋ παθαίνει νευρικό κλονισμό και τον περιορίζουν για θεραπεία. Μόλις αναρρώνει μετά από πολλούς μήνες, μαθαίνει ότι το ζευγάρι έχει αρραβωνιαστεί και πρόκειται να παντρευτούν την ημέρα που θα τελειώσει ο όρκος του. Ο Ώμπρεϋ ικετεύει τους κηδεμόνες να αναβάλλουν τον γάμο αλλά το αποδίδουν στην παράνοιά του. Γράφει στην αδερφή του εξηγώντας τα πάντα αλλά το γράμμα δεν της το δίνουν, ο γιατρός το θεωρεί παραλήρημα ενός μανιακού. Η κατάσταση του Ώμπρεϋ επιδεινώνεται, πριν πεθάνει εξηγεί στους κηδεμόνες την κατάσταση αλλά είναι πλέον αργά. Ο γάμος είχε γίνει, ο λόρδος Ρίβεν ή κόμης του Μάρσντεν είχε εξαφανιστεί κι η αδερφή του Ώμπρεϋ, έγινε βορά του βρυκόλακα.[9]

Ο αριστοκράτης βρυκόλακας

Επεξεργασία

Πριν από τον Βρυκόλακα του Πολιντόρι, στη λογοτεχνία προϋπήρχαν βρυκόλακες αλλά ήταν πλάσματα με άγριο, ζωώδη χαρακτήρα που κυριαρχούσαν στις ιστορίες της λαϊκής παράδοσης. Αντίθετα, ο Πολιντόρι προίκισε το βαμπίρ του με αριστοκρατικά και σαγηνευτικά χαρακτηριστικά για πρώτη φορά και δημιούργησε το αρχέτυπο του αριστοκράτη βρυκόλακα που επηρέασε ολόκληρο το είδος της λογοτεχνίας βαμπίρ που ακολούθησε. Στα έργα που έγραψαν μεταξύ άλλων ο Έντγκαρ Άλαν Πόε: Βερενίκη (1835), ο Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι: Βαμπίρ (1841), ο Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φάνιου: Καρμίλα (1872), ο Μπραμ Στόουκερ: Δράκουλας (1897), οι βρυκόλακές τους προέρχονταν από την αριστοκρατία και δεν ήταν πια τα άγρια ​​θηρία της παραδοσιακής λαϊκής πίστης.[10]

Μετάφραση στα ελληνικά

Επεξεργασία
  • Ο Βρυκόλακας, μετάφραση: Λίλιαν Δασκαλοπούλου, εκδόσεις Άγρα, 1994 [4]

Παραπομπές

Επεξεργασία