Ο Αμερικάνος (Παπαδιαμάντης)

διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ο Αμερικάνος είναι ηθογραφικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Άστυ στις 25 και 26 Δεκεμβρίου 1891. Ανήκει στην πρώτη διηγηματική περίοδο του συγγραφέα και περιλαμβάνεται στον κύκλο των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του, όπως αναφέρεται και στον υπότιτλο.[1] Σε βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1912, στη συλλογή διηγημάτων «Η μάγισσες» των εκδόσεων Γ. Φέξη. [2]

Ο Αμερικάνος
Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος από τον Παύλο Νιρβάνα στη Δεξαμενή της Αθήνας το 1906.
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςὉ Ἀμερικάνος
ΥπότιτλοςΧριστουγεννιάτικον διήγημα
Ημερομηνία δημοσίευσης1891
Μορφήδιήγημα
Θέμαμετανάστευση
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΟ πολιτισμός εις το χωρίον
ΕπόμενοΣτο Χριστό στο Κάστρο
Δημοσιεύθηκε στοΆστυ
Αριθμός Σελίδων16

Το θέμα του διηγήματος είναι η επιστροφή ενός ξενιτεμένου στον τόπο καταγωγής του και η επανένωση με τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Η γλώσσα στα αφηγηματικά μέρη του διηγήματος είναι η ιδιότυπη καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη ενώ στους διαλόγους χρησιμοποιείται η δημοτική γλώσσα και το λαϊκό ιδίωμα της Σκιάθου.[3]

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και για το θέατρο. [4]

Στη Σκιάθο, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων γύρω στα 1870, το παντοπωλείο-καφενείο του Δημήτρη του Μπέρδε έσφυζε από πελάτες που έκαναν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους. Σε μια γωνιά, πέντε καραβοκύρηδες σιγόπιναν καλωσορίζοντας τον καπετάν Γιάννη που μόλις είχε φθάσει με τη σκούνα του, ο οποίος ανάμεσα στα νέα τους είπε και για έναν επιβάτη Αμερικάνο, ονόματι Τζων Στόθισον, που έφερε από τον Βόλο. Εκείνη τη στιγμή, ο ξένος μπήκε στο μαγαζί, ήταν ψηλός, καλοντυμένος και ευπαρουσίαστος άνδρας γύρω στα 45. Τον κάλεσαν στην παρέα τους, ο ξένος ήπιε ένα ποτό μαζί τους, τους ευχαρίστησε με δυσκολία στην προφορά και έφυγε.[5]

Βγαίνοντας από το καπηλειό, ο ξένος κατευθύνθηκε προς την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών και κοίταζε παρακείμενο μικρό σπιτάκι με προσήλωση. Στη συνέχεια, μπήκε σε ένα δρομάκι και έφτασε έξω από ένα μισογκρεμισμένο σπίτι που στο βάθος φαίνονταν μια μαυρισμένη γωνιά σαν να υπήρχε εκεί παλιότερα τζάκι. Μπήκε και γονάτισε, φίλησε το πάτωμα και έμεινε τρία λεπτά γονατισμένος, έπειτα σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια του και απομακρύνθηκε.

Έφτασε πάλι έξω από το μικρό σπιτάκι και ρωτώντας τα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα - και δίνοντάς τους το μυθικό ποσό γι' αυτά, ένα τάλληρο - έμαθε ότι εκεί έμενε μια ηλικιωμένη γυναίκα με την κόρη της, άνδρας δεν υπήρχε στο σπιτικό.

Στη συνέχεια, πήγε σε ένα άλλο καφενείο παράγγειλε ποτό πληρώνοντας γενναιόδωρα προς κατάπληξη του καφετζή που «ἔμεινε χάσκων». Τρεις αχθοφόρους που συνάντησε εκεί, τους βρήκε και στο επόμενο καφενείο που κατέφυγε. Ένας από αυτούς, μάλλον τον αναγνώρισε και ρώτησε δυνατά τους συντρόφους του μήπως θυμούνταν τον γιο του μπαρμπα-Στάθη του Μοθωνιού που πριν 20 χρόνια είχε φύγει για την Αμερική και είπε την ιστορία του ξενιτεμένου: για τους γονείς του που πέθαναν με τη σκέψη του, το σπιτικό τους που μισογκρεμίστηκε και για τη νεαρή αρραβωνιαστικιά που άφησε πίσω του και η οποία, αν και τη ζήτησαν πολλοί γαμπροί, αρνήθηκε να παντρευτεί, τώρα είναι γύρω στα 35 χρονών και ακόμη πανέμορφη. Μια αχτίδα χαράς χαράκτηκε στην όψη του Αμερικάνου καθώς άκουγε. Αργότερα, ο αχθοφόρος τον πλησίασε και τον ρώτησε τι του δίνει να πάει στην αρραβωνιαστικιά την είδηση της άφιξής του: «Τί μ᾽ δίνεις, ἀφεντικό, νὰ πάω νὰ πάρω τὰ σ᾽χαρίκια;». Ο Αμερικάνος συγκινημένος του έδωσε μια χρυσή λίρα. [6]

Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι ο Αμερικάνος είχε γυρίσει πολλά μέρη στην Αμερική, εργάστηκε ως υπεργολάβος σε μεταλλεία και ως επιστάτης σε φυτείες. Για είκοσι χρόνια δούλεψε σκληρά και πλούτισε, δεν είχε όμως συναντήσει Έλληνα και είχε κάπως ξεχάσει τα ελληνικά. Έμαθε για τον θάνατο των γονιών του και γύρισε με την κρυφή ελπίδα ότι η αρραβωνιαστικιά του Μελαχρώ τον περίμενε.

Το διήγημα τελειώνει με τον γάμο του Ιωάννη Ευσταθίου Μοθωνιού με την Μελαχροινή Μιχαήλ Κουμπουρτζή τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα.[7]

Ηθογραφικά στοιχεία

Επεξεργασία

Το διήγημα είναι γραμμένο με ρεαλιστικά στοιχεία, με περιγραφές και ονόματα προσώπων, με ήθη και έθιμα, ανάμεσα στα οποία:[8]

  • Οι ναυτικοί επιστρέφουν στο νησί για να περάσουν τις γιορτές και περιμένουν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να ξαναφύγουν.
  • Η λειτουργία των Χριστουγέννων γίνεται τη νύχτα, αρχίζει στις 2 π.μ.
  • Τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Τα παιδιά τραγουδούν την παραλλαγή:
  • Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου, ἐβγᾶτ᾽, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται

και περιλαμβάνουν και ευχές για τους νοικοκυραίους:

Ν᾽ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾽ ἄσπρο περιστέρι

  • Οι μεθυσμένοι αχθοφόροι τραγουδούν διαφορετικά τραγούδια:

Βασίλω μ᾽, τὰ κουμπούρια σου

μὲ τί τά ᾽χεις γεμᾶτα;

βαριά, π᾽ ἀνάθεμά τα!

  • Η δυσκολία συνεννόησης του Αμερικάνου με τους ντόπιους: έχει ξεχάσει τα ελληνικά. Στη συζήτηση με τους ναυτικούς εμφανίζονται λέξεις αγγλικές και ιταλικές που έμαθαν οι ναυτικοί στα ταξίδια τους αλλά δεν βοηθούν και μάλλον δημιουργούν αστείες παρεξηγήσεις.
  • Η δυσκολία συνεννόησης σχετικά με τα νομίσματα: οι ντόπιοι καταστηματάρχες δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν την αξία των ξένων νομισμάτων (αργυρό σελίνι, δολάριο, χρυσή λίρα), ενώ η αδιαφορία του Αμερικάνου δείχνει  ότι είναι πλούσιος και γενναιόδωρος.

Τρία είναι τα κύρια θεματικά μοτίβα στο διήγημα, γνωστά από την αρχαιότητα:[8]

  • Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
  • Η αναμονή της συζύγου ή αρραβωνιαστικιάς που τελικά ανταμείβεται για την πίστη της.
  • Το θέμα της αναγνώρισης, στο διήγημα ο δισταγμός του Αμερικάνου να εμφανιστεί στην αρραβωνιαστικιά του οφείλεται στον φόβο του ότι τον έχει ξεχάσει και έχει παντρευτεί.

Διασκευές

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία