Οι αλλοπαρμένοι (θεατρικό έργο)

Τραγωδία των Τόμας Μίντλετον και Ουίλιαμ Ρόουλι.

Οι αλλοπαρμένοι (αγγλικός τίτλος: The Changeling) είναι τραγωδία των Άγγλων θεατρικών συγγραφέων Τόμας Μίντλετον και Ουίλιαμ Ρόουλι. Παίχτηκε το 1622 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1653, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο των συγγραφέων (1627 και 1626, αντίστοιχα).

Οι αλλοπαρμένοι
ΣυγγραφέαςΤόμας Μίντλετον
Ουίλιαμ Ρόουλι
Γλώσσαπρώιμα σύγχρονα αγγλικά
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το έργο θεωρείται ευρέως ως μια από τις καλύτερες τραγωδίες της αγγλικής Αναγέννησης και παρουσιάζεται έως την εποχή μας.[1][2][3]

Η τραγωδία γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1620, λίγο μετά την κυκλοφορία των κύριων πηγών του - της ανώνυμης ιστορίας Τζεράρντο, ο άτυχος Ισπανός και της συλλογής διηγημάτων του Τζον Ρέινολντς Ο θρίαμβος της Θείας Εκδίκησης για το κατάφωρο και άθεο αμάρτημα των ύπουλων και εκ προθέσεως δολοφονιών (1621).[4]

Το έργο έχει δύο πλοκές: μια τραγική κύρια πλοκή και μια κωμική υποπλοκή. Οι σκηνές που σχετίζονται με την κύρια πλοκή γράφτηκαν από τον Μίντλετον και οι σκηνές της δεύτερης, η οποία δίνει τον τίτλο του έργου, γράφτηκαν από τον Ρόουλι.[5]

Η ιστορία διαδραματίζεται στο Αλικάντε της Ισπανίας. Η Βεατρίκη είναι πριν από πέντε μέρες αρραβωνιασμένη με τον Ισπανό ευγενή Αλόνζο ντε Πιράκο, σύμφωνα με τις εντολές του πατέρα της, του πλούσιου άρχοντα Βερμαντέρο. Ωστόσο, όταν συναντά τον Αλσεμέρο - έναν ευγενή από τη Βαλένθια που βρίσκεται σε ταξίδι στην περιοχή - ερωτεύονται και ο Αλσεμέρο της προτείνει γάμο. Ο Αλσεμέρο προσκαλείται στο κάστρο του πατέρα της και η Βεατρίκη σκέπτεται πώς θα μπορέσει να τον παντρευτεί. Όλο αυτό το διάστημα, ο αποκρουστικός υπηρέτης Ντεφλόρες φαίνεται να την παρακολουθεί και καίγεται από έμμονο πάθος γι' αυτήν, η Βεατρίκη τον αποκρούει με απέχθεια.

Όταν ο Αλόνζο φτάνει στο κάστρο με τον αδελφό του Τομάζο, η Βεατρίκη καταστρώνει ένα αποτρόπαιο σχέδιο για να αλλάξει την τύχη της. Κολακεύει και πείθει τον Ντεφλόρες να δολοφονήσει τον Αλόνζο, σκοπεύοντας στη συνέχεια να τον πληρώσει και να κανονίσει να φύγει από το κάστρο. Ο Ντεφλόρες διαπράττει τη δολοφονία αλλά όταν η Βεατρίκη προσπαθεί να τον πληρώσει και να τον διώξει, αυτός απορρίπτει τα χρήματα: Η Βεατρίκη είναι η μόνη του επιθυμία, και απειλεί να αποκαλύψει το έγκλημά τους και να καταστρέψει τα σχέδια γάμου της αν δεν συμμορφωθεί. Η Βεατρίκη τρομοκρατείται αλλά, χωρίς άλλη επιλογή, δέχεται τη συναλλαγή και χάνει την παρθενία και την τιμή της.[6]

Εν τω μεταξύ, ο ζηλιάρης γέρος γιατρός Αλίμπιους κρύβει την όμορφη νεαρή σύζυγό του Ισαβέλλα μέσα στο φρενοκομείο του όπου δεν δέχεται επισκέπτες για να μη βάλει σε πειρασμό την Ισαβέλλα. Ωστόσο, δύο άνδρες από το κάστρο του Βερμαντέρο, ο Αντόνιο και ο Φραγκίσκος, μεταμφιεσμένοι σε ψυχοπαθείς, μπαίνουν κρυφά στο άσυλο για να προσελκύσουν την Ισαβέλλα. Σε διαφορετικά σημεία του έργου, οι άντρες αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους και δηλώνουν τον έρωτά τους στην Ισαβέλλα, η οποία τους απορρίπτει. Παράλληλα, στο φρενοκομείο γίνονται πρόβες για μια παράσταση για τον γάμο της Βεατρίκης, όπου οι ψυχοπαθείς θα χορέψουν και θα διασκεδάσουν με την τρέλα τους τους καλεσμένους του γάμου. Αυτές οι σκηνές επαναλαμβάνονται σε όλη τη διάρκεια του έργου και φέρνουν κωμική αποφόρτιση στις τεταμένες στιγμές της κύριας πλοκής.[7]

Πίσω στο κάστρο, το σχέδιο της Βεατρίκης λειτουργεί και παντρεύεται τον Αλσεμέρο με την ευλογία του πατέρα της. Η νύχτα του γάμου, όμως, παρουσιάζει ένα άλλο πρόβλημα. Η Βεατρίκη ανησυχεί ότι ο Αλσεμέρο θα ανακαλύψει ότι δεν είναι πλέον παρθένα. Έτσι, στέλνει στο κρεβάτι του Αλσεμέρο εκείνο το βράδυ την υπηρέτριά της Διαφάντα που στο απόλυτο σκοτάδι θα προσποιηθεί ότι είναι η Βεατρίκη.

Ενώ η Βεατρίκη προσπαθεί να κρατήσει τα μυστικά της για να μην καταστρέψει τον γάμο της, ο Τομάζο αναζητά εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφού του. Ο Βερμαντέρο αναζητά επίσης τον δολοφόνο του Αλόνζο για να αποκαταστήσει την τιμή του κάστρου του. Ο Βερμαντέρο ανακαλύπτει ότι ο Αντόνιο και ο Φραγκίσκος έφυγαν ύποπτα από το κάστρο την ώρα της δολοφονίας. Κηρύσσει τους δύο ύποπτους για τη δολοφονία και εκδίδει ένταλμα σύλληψής τους.

Το ίδιο βράδυ, η Διαφάντα κοιμάται με τον Αλσεμέρο. Ο Ντεφλόρες βάζει φωτιά στην κρεβατοκάμαρα για να εκδικηθεί τη Βεατρίκη και στη θέση της καίγεται η υπηρέτρια. Μέσα σ'αυτόν τον λαβύρινθο δολοφονιών και μυστικών, το αρχικό μίσος της Βεατρίκης για τον δολοφόνο Ντεφλόρες μετατρέπεται σε έρωτα και αυτό γίνεται το τελευταίο στάδιο της ηθικής της παρακμής.[8]

Όλα τα μυστικά της Βεατρίκης αποκαλύπτονται όταν ο Αλσεμέρο την κρυφακούει να συζητά στον κήπο με τον Ντεφλόρες. Η Βεατρίκη του υπενθυμίζει ότι ο φόνος έγινε για χάρη του, αλλά μάταια. Ο Αλσεμέρο τους κλειδώνει και μόλις φτάνουν οι υπόλοιποι τους αποκαλύπτει ότι αυτοί δολοφόνησαν τον Αλόνζο. Ο Ντεφλόρες μαχαιρώνει θανάσιμα τη Βεατρίκη και αυτοκτονεί. Πριν πεθάνουν, ομολογούν τα εγκλήματά τους. Ο Ντεφλόρες είναι ευγνώμων που κατέκτησε τη Βεατρίκη και δεν μετανιώνει για το έγκλημά του. Η Βεατρίκη ζητά συγχώρεση και υποδέχεται τον θάνατο σαν ένα τέλος στη ντροπή της.[5]

Διασκευές

Επεξεργασία

Το θεατρικό έργο διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο στη Μεγάλη Βρετανία το 1994, σε σκηνοθεσία Σάιμον Κέρτις [9] και το 1998 σε σκηνοθεσία Μάρκους Τόμσον.[10]

Μετάφραση στα ελληνικά

Επεξεργασία
  • Οι αλλοπαρμένοι, μετάφραση: Γιώργος Σεβαστίκογλου, εκδόσεις Δωδώνη, 1998 [11]

Παραπομπές

Επεξεργασία