Η μουσική βιομηχανία (αγγλικά: music industry ή music business) απαρτίζεται από τις επιχειρήσεις και τα πρόσωπα που κερδίζουν χρήματα δημιουργώντας και πουλώντας μουσική. Ανάμεσα στις πολυάριθμες ειδικότητες που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια της βιομηχανίας αυτής συναντούμε: τους μουσικούς που συνθέτουν και εκτελούν τα μουσικά κομμάτια, τις εταιρίες και τους επαγγελματίες που δημιουργούν και πωλούν την ηχογραφημένη μουσική (π.χ. εκδότες, παραγωγοί, μηχανικοί, δισκογραφικές εταιρίες, φυσικά και διαδικτυακά καταστήματα, εταιρίες πνευματικών δικαιωμάτων), τα πρόσωπα που διοργανώνουν ζωντανές μουσικές παραστάσεις (αντζέντες, διαφημιστές, ιδιοκτήτες και υπάλληλοι αιθουσών και χώρων μουσικής, προσωπικό που απασχολείται στις περιοδείες), τους επαγγελματίες που βοηθούν τους μουσικούς να διαχειριστούν την καριέρα τους (κυνηγοί ταλέντων, διευθυντές επιχειρήσεων, ειδικευμένοι δικηγόροι), τους επαγγελματίες που αναμεταδίδουν τη μουσική (μέσω δορυφόρου, Διαδικτύου και ραδιοφώνου), τους δημοσιογράφους, τους καθηγητές μουσικής, τα πρόσωπα που απασχολούνται στον τομέα παραγωγής μουσικών οργάνων, καθώς και πολλούς άλλους.

Σύγχρονο στούντιο ηχογράφησης μουσικής.

Η μουσική βιομηχανία με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα διαμορφώθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι ηχογραφήσεις αντικατέστησαν τις παρτιτούρες ως το σημαντικότερο παράγοντα του χώρου: στον εμπορικό κόσμο, οι άνθρωποι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τον όρο «βιομηχανία ηχογραφήσεων» ως συνώνυμο της «μουσικής βιομηχανίας». Από κοινού με τις πολυάριθμες θυγατρικές τους, το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς αυτής ελέγχεται από τρεις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις: το γαλλικής ιδιοκτησίας Universal Music Group, την ιαπωνικής ιδιοκτησίας Sony Music Entertainment [1] και το αμερικανικό Warner Music Group. Την πρωτοκαθεδρία στις ζωντανές εμφανίσεις καλλιτεχνών κατέχει η Live Nation, ο μεγαλύτερος προωθητής και ιδιοκτήτης μουσικών χώρων. Η Live Nation είναι πρώην θυγατρική της Clear Channel Communications, του μεγαλύτερου ιδιοκτήτη ραδιοφωνικών σταθμών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Creative Artists Agency είναι μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις μάνατζμεντ.

Η μουσική βιομηχανία βρίσκεται εν μέσω ραγδαίων αλλαγών εξαιτίας της μαζικοποίησης της ψηφιακής διανομής της μουσικής. Αυτό φαίνεται ευκρινώς στις συνολικές πωλήσεις μουσικής παγκοσμίως: από το 2000, οι πωλήσεις ηχογραφημένης μουσικής έχουν πέσει αξιοσημείωτα,[2][3] ενώ οι ζωντανές παραστάσεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία.[4] Ο μεγαλύτερος λιανέμπορος μουσικής σήμερα είναι ψηφιακός: το iTunes Store της Apple Inc.[5] Οι δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις της μουσικής βιομηχανίας είναι η Universal Music Group (ηχογράφηση) και η Sony/ATV Music Publishing (διανομέας). Οι Universal Music Group, Sony BMG, EMI Group και Warner Music Group είναι γνωστές ως οι «τέσσερις μεγάλοι» της βιομηχανίας. Οι υπόλοιπες εταιρίες χαρακτηρίζονται ως «ανεξάρτητες εταιρίες».

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Sony Corporation of America (2008-10-01). Sony's acquisition of Bertelsmann's 50% Stake in Sony BMG complete. Δελτίο τύπου. Ανακτήθηκε στις 2013-10-.
  2. «The Music Industry». The Economist. 2008-10-15. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-06-29. https://web.archive.org/web/20110629203652/http://www.economist.com/background/displayBackground.cfm?story_id=10498664. Ανακτήθηκε στις 2013-10-08. 
  3. Goldman, David (3 Φεβρουαρίου 2010). «Music's lost decade: Sales cut in half». 
  4. Seabrook, John (2009-08-10). «The Price of the Ticket». The New Yorker. Annals of Entertainment: 34. http://www.newyorker.com/reporting/2009/08/10/090810fa_fact_seabrook. 
  5. «Mobile World Congress 2011». dailywireless.org. 2011-02-14. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-10-21. https://web.archive.org/web/20131021070502/http://www.dailywireless.org/2011/02/14/mobile-world-congress-2011/. Ανακτήθηκε στις 2013-10-08. «"Amazon is now the world’s biggest book retailer. Apple, the world’s largest music retailer."»