Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|15|11|2024}} |
Ως Μελόδραμα χαρακτηρίζεται ένα θεατρικό έργο (δράμα) που έχει μελοποιηθεί, δηλαδή η απόδοση μιας δράσης ή ενός γεγονότος που γίνεται με ενορχήστρωση της μουσικής φωνής (τραγουδιού) και ηθοποιΐας. Πρόκειται δηλαδή για το μουσικό θεατρικό είδος εκείνο που στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα αποδίδεται με τον όρο Όπερα. Κατ΄ επέκταση, με τον αυτό όρο χαρακτηρίζεται επίσης ο θίασος και όλη η οργάνωση της απόδοσής του, καθώς και το θέατρο που προορίζεται γι' αυτήν. Συνεπώς το μελόδραμα είναι η ελληνική απόδοση του διεθνούς όρου Όπερα.
Το είδος αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1900, με το έργο «Μποέμ» του Πουτσίνι, από τον Δ. Λαυράγκα, έπειτα από προετοιμασίες 2 ετών. Σε αυτό το έργο, καθώς δεν υπήρχαν τότε Ελληνίδες υψίφωνοι, τις θέσεις κάλυψαν (επ' αμοιβή, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου εργάσθηκαν αφιλοκερδώς) δυο Ιταλίδες καλλιτέχνιδες. Ακολούθως ο Λαυράγκας παρουσίασε μια δική του δημιουργία («Οι Αδελφοί»). Άλλοι βασικοί συντελεστές του ελληνικού μελοδράματος ήταν ο Λ. Σπινέλης (διευθυντής ορχήστρας) και ο Κ. Γεράκης, ο οποίος μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα τους «Μποέμ».
- 'Χρονικό του 20ου Αιώνα', εκδόσεις 'Δομική', Αθήνα 1990 (σελ. 15).