Το Μειόκαινο (σύμβολο: MI[1]) είναι η πρώτη γεωλογική εποχή της Νεογενούς Περιόδου και εκτείνεται από 23 εκατομμύρια μέχρι 5,332 εκατομμύρια χρόνια πριν. Βρίσκεται ανάμεσα στο Ολιγόκαινο και στο Πλειόκαινο. Το όνομά του προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «μείων» (λιγότερο) και «καινός» (νέος), που σημαίνει λιγότερο πρόσφατος.[2] Το κλίμα της γης άρχισε σταδιακά να ψυχραίνει από το Ολιγόκαινο προς το Πλειόκαινο, οδηγώντας σταδιακά στις εποχές των παγετώνων.Η αρχή του χαρακτηρίστηκε από την επίκληση της θάλασσας, η οποία παρουσίασε το μέγιστο σημείο της κατά τα μέσα της εν λόγω περιόδου. Παράλληλα, η αλπική ορεογένεση συνεχίστηκε με εντονότερο ρυθμό, με αποτέλεσμα τον οριστικό σχηματισμό των βορειοαμερικανικών οροσειρών και των αλπικών οροσειρών. Εξίσου έντονη υπήρξε και η ηφαιστειακή δραστηριότητα. Οι κλιματικές συνθήκες διέφεραν πολύ από τις συνθήκες της προηγούμενης περιόδου: η ζώνη της κεντρικής Ευρώπης και της Μεσογείου, που κατά τις προηγούμενες περιόδους χαρακτηριζόταν από ισημερινό κλίμα, παρουσίασε βαθμιαία μετάβαση από τροπικό σε υποτροπικό και τελικά σε εύκρατο, πιο ζεστό από το σημερινό και συνοδευόμενο από την έναρξη του κύκλου των εποχών.

Οι πίθηκοι διαφοροποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μειόκαινου και επεκτάθηκαν στον παλιό κόσμο. Μέχρι το τέλος της εποχής, οι πρόγονοι των ανθρώπων είχαν διαχωριστεί από τους προγόνους του χιμπατζή για να ακολουθήσουν το δικό τους εξελικτικό μονοπάτι. Όπως και στο Ολιγόκαινο πριν αυτό, τα λιβάδια συνέχισαν να επεκτείνονται και τα δάση μειώνονται. Στις θάλασσες του μειόκαινου εμφανίστηκαν τα δάση από φύκια (κελπ) και σύντομα έγιναν από τα πιο παραγωγικά οικοσυστήματα του πλανήτη.[3] Τα φυτά και τα ζώα ήταν αρκετά σύγχρονα. Οι φάλαινες και οι φώκιες διαδόθηκαν. Το Μειόκαινο ήταν κύρια περίοδος της ορογέννεσης των Ιμαλαΐων, επηρεάζοντας τους μουσώνες, οι οποίοι συνδέονταν με παγετώνες στο βόρειο ημισφαίριο.[4] Την ίδια εποχή δημιουργήθηκαν και οι Άνδεις, αν και η Βόρεια και η Νότια Αμερική δεν είχαν ακόμη ενωθεί.

Στην Ελλάδα, η πικερμική πανίδα συναντάται στις όχθες του χειμάρρου Μεγάλο Ρέμα κοντά στο Πικέρμι, περιλαμβάνοντας ζώα που φανερώνουν ότι η περιοχή αυτή υπήρξε θαμνώδης στέπα, όμοια με του Μασάι της Αφρικής, με την διαφορά ότι η χλωρίδα απαρτιζόταν από μεσογειακά φυτά. Στην στέπα αυτή ζούσαν μεγάλα προβοσκιδωτά( μαστόδοντα, δεινοθήρια), ρινόκεροι , αντιλόπες , πίθηκοι κτλ. Παρόμοια πανίδα βρέθηκε και στην ευβοϊκή περιοχή απέναντι από την Ραφήνα, υποδεικνύοντας ότι η περιοχή θα πρέπει να ήταν ενωμένη με την Στερεά Ελλάδα κατά την εποχή εκείνη. [5]

Υποδιαιρέσεις

Επεξεργασία

Το Μειόκαινο διαιρείται σε έξι βαθμίδες:[6]

Μεσσίνιο (7,246–5,332 Ma)
Τορτόνιο (11,608–7,246 Ma)
Σεραβάλλιο (13,65–11,608 Ma)
Λάγγιο (15,97–13,65 Ma)
Βουρδιγάλιο (20,43–15,97 Ma)
Ακουιτάνιο (23,03–20,43 Ma)

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Geologic Age Symbol Font (StratagemAge)» (PDF). USGS. 99-430. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2011. 
  2. «Miocene». Online Etymology Dictionary. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2013. 
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2016. 
  4. An Zhisheng, John E. Kutzbach, Warren L. Prell & Stephen C. Porter (2001). «Evolution of Asian monsoons and phased uplift of the Himalaya Tibetan plateau since Late Miocene times». Nature 411 (6833): 62–66. doi:10.1038/35075035. 
  5. Πανταζόπουλος, Παναγιώτης (2002–2005). Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ. Αθήνα. σελ. 355. ISBN 960-8177-68-5. 
  6. Robert A. Rohde (2005). «GeoWhen Database». Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2011.