Ο όρος Μακαριώτατος ή Μακαριότατος αποτελεί τιμητικό εκκλησιαστικό τίτλο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο όρος Μακαριώτατος προέρχεται από το απλό κοσμητικό επίθετο μακάριος, δηλαδή εκείνον που απολαμβάνει ευτυχία και γαλήνη. Αυτός ο τίτλος αποδιδόταν, επίσης, στους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες.

Τιμητικός εκκλησιαστικός τίτλος

Επεξεργασία

Ο όρος «μακάριος» χρησιμοποιείται ευρέως στην Αγία Γραφή για να περιγράψει τους ευσεβείς υπηρέτες του Θεού[1], ενώ στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται και για τον ίδιο τον Θεό, τον "μακάριο Θεό". (1 Τιμόθεο 1:11) Παρόμοια ευρύτητα χρήσης παρατηρείται και μεταξύ των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε από τον Αλέξανδρο Ιεροσολύμων (213-251) για τον Κλήμη Αλεξανδρείας αναφερόμενος σε αυτόν ως τον "μακάριο πρεσβύτερο"[2], ενώ ο Ευσέβιος αποκαλεί "μακάριο" και "τρισμακάριστο" τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο[3].

Ο όρος «μακαριώτατος» ως επίθετο χρησιμοποιείται ευρέως και από εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Μεταγενέστερο έργο που αποδίδεται στον Κλήμη Ρώμης[4]. Σε νόθες επιστολές του 4ου αιώνα που αποδίδονται ή απευθύνονται στον Ιγνάτιο Αντιοχείας[5], αποκαλείται «μακαριώτατος επίσκοπος»[6]. Τον ίδιο όρο βρίσκουμε να χρησιμοποιείται ως επίθετο για επίσκοπο, ίσως τον 4ο αιώνα, σε επιστολή που αποδίδεται στον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο[7]. Εκείνη τη χρονική περίοδο, το 343347), ο 5ος κανόνας της εν Σαρδική Συνόδου αναφέρεται στον επίσκοπο Ρώμης ως τον "μακαριώτατον της Ρωμαίων εκκλησίας"[8]. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνας αποκαλεί τον Ειρηναίο "μακαριώτατο και αγιώτατο"[9], τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο "μεγάλο και μακαριώτατο βασιλιά"[10], αλλά με τον ίδιο τρόπο απευθύνεται και προς τους Χριστιανούς γενικότερα[11]. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, στη διαθήκη του, αποκαλεί "μακαριώτατους" τους γονείς του[12]. Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας αποκαλεί με αυτό το επίθετο τον απόστολο Παύλο[13] αλλά και τους αποστόλους συλλογικά[14]. Το επίθετο μακαριώτατος χρησιμοποιεί και ο Μέγας Βασίλειος για τον αποβιώσαντα Μέγα Αθανάσιο[15]. Στις αρχές του 6ου αιώνα, ο Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λυδός αποκάλεσε τον Νώε "μακαριώτατο"[16].

Αργότερα, αποδόθηκε ως τίτλος σε εκκλησιαστικούς επισκόπους και στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Στην Ανατολή, ο τίτλος μακαριώτατος επικράτησε επί Ιουστινιανού (527-565) και αποδόθηκε αρχικά στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο τίτλος αυτός εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα για ορισμένους Ορθόδοξους Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες[17], όπως οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας και Ρουμανίας αλλά και οι Αρχιεπίσκοποι, Κύπρου, Ελλάδας και Αλβανίας. Ο Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας αποκαλείται Μακαριώτατος από κάποιες Εκκλησίες και Αγιώτατος από κάποιες άλλες και την ίδια την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Από τους προκαθημένους, μόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσφωνείται με τον τίτλο Παναγιώτατος. Με τον ίδιο τίτλο προσφωνείται και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μόνο εντός των ορίων της επαρχίας του, κατά ιστορικό προνόμιο.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Για παράδειγμα, βλέπε Ψαλμός 1:1· 2:12, 13· 31:1, 2· 32:12· 39:5.
  2. «Ταύτα δε υμίν, κύριοί μοι αδελφοί, τα γράμματα απέστειλα δια Κλήμεντος του μακαρίου πρεσβυτέρου». Παράβαλε Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, VI, 11.6. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 08, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 498, λήμμα «Μακαριώτατος».
  3. «Θεὸς δ΄ αὐτὸν ἐγγύθεν ἀμειβόμενος κύριον καθίστη καὶ δεσπότην νικητήν τε μόνον τῶν ἐξ αἰῶνος αὐτοκρατόρων ἄμαχον καὶ ἀήττητον, εἰσαεὶ νικῶντα τροπαίοις τε τοῖς κατ΄ ἐχθρῶν διὰ παντὸς φαιδρυνόμενον, βασιλέα τοσοῦτον, ὅσον οὐδεὶς ἀκοῇ τῶν πάλαι πρότερον μνημονεύει γενέσθαι͵ οὕτω μὲν θεοφιλῆ καὶ τρισμακάριον [...] θεὸς μὲν οὖν αὐτός, καὶ σὺν ἡμῖν ἔτι ὄντα τὸν μακάριον θεοπρεπέσιν ὑψώσας τιμαῖς καὶ τελευτῶντα κοσμήσας ἐξαιρέτοις τοῖς παρ΄ αὐτοῦ πλεονεκτήμασι [...] ταὐτὸν δὲ πράττειν καὶ πάντας ἐνῆγεν ἀνθρώπους ὁ μακάριος [...] ἀλλ΄ οὐδένα ταῦτα λέγων τε καὶ πράττων ἔπαυεν ὁ μακάριος, τὰ πράγματα δ΄ ἐναργῶς αὐτοὺς θεοπροπίοις ἔπεισεν [...] οἱ πάντες τὸν μακάριον ἀνευφήμουν, τὸν θεοφιλῆ». (Ευσέβιος ο Καισαρείας, Εις τον Βιον του Μακαρίου Κωνσταντίνου Βασιλέως, 1.6· 1.9· 4.18· 4.30· 4.69)
  4. «Χάριν περιῆν τῷ μακαριωτάτῳ Κλήμεντι τῷ τοῦ θρόνου Ρωμαίων ἐπισκόπῳ Σισίννιον τὸν φίλον τοῦ βασιλέως Νέρουα [...] ἐκέλευσεν πρὸς ἑαυτὸν ἀχθῆναι τὸν μακαριώτατον Κλήμεντα». (Κλήμεντος των Πέτρου Επιδημιών Κηρυγμάτων Επιτομή (Clementinorum epitomae duae) 164.5-7· 177.2)
  5. Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα «St. Ignatius of Antioch»
  6. «Ἰγνατίῳ Θεοφόρῳ μακαριωτάτῳ ἐπισκόπῳ ἐκκλησίας ἀποστολικῆς τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν». (Ιγνατίω Μαρία εκ Κασσοβόλων 13.1)
  7. «Εύχομαι παραμείναι αυτόν άμωμον εις τιμήν της εκκλησίας και του επισκόπου υμών του μακαριωτάτου». (Προς Εφεσίους, 2.2. Η επιστολή με την μορφή αυτή αποδίδεται στον Ιγνάτιο).
  8. «Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἤρεσεν, ἵν᾽ εἴ τις ἐπίσκοπος καταγγελθείη, καὶ συναθροισθέντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἐνορίας τῆς αὐτῆς, τοῦ βαθμοῦ αὐτὸν ἀποκινήσωσι, καὶ ὅς περ ἐκκαλεσάμενος καταφύγῃ ἐπὶ τὸν μακαριώτατον τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας ἐπίσκοπον, καὶ βουληθείη αὐτοῦ διακοῦσαι». (Κανόνες της εν Σαρδική Συνόδου, Κανών Ε')
  9. «Τοῦ μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Εἰρηναίου». (Επιφάνειος Σαλαμίνας, Πανάριον 2.6)
  10. «Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μακαριωτάτου βασιλέως». (Επιφάνειος Σαλαμίνας, Πανάριον 3.309)
  11. «Υμῶν δὲ καὶ τῶν ὑμῶν τέκνων, μακαριώτατοι, οὕτω πιστευόντων καὶ τὰς ἐκ ταύτης τῆς πίστεως ἐντολὰς ἐπιτελούντων ἐλπίζομεν ὑπερεύχεσθαι ἡμῶν πάντοτε ἔχειν μερίδα καὶ κλῆρον ἐν τῇ αὐτῇ πίστει». (Επιφάνειος Σαλαμίνας, Αγκυρωτός 119.13, 14)
  12. «Εξ ἐντολῶν τῶν μακαριωτάτων γονέων μου». (Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Διαθήκη 156.7, 8) Επίσης, αναφέρεται ως "μακάριους" ή μακαριώτατους" και σε άλλα μέλη της οικογένειάς του. Για παράδειγμα, αναφέρει: «Μᾶλλον δὲ τοῖς μακαριωτάτοις γονεῦσιν ὑποσχομένοις ἀκολουθήσας͵ ὧν ἀθετῆσαι τὴν γνώμην͵ οὔθ΄ ὅσιον͵ οὔτ΄ ἀσφαλὲς ἡγοῦμαι. ῞οσα μέντοι ἐκ τῶν τοῦ μακαρίου μου ἀδελφοῦ Καισαρίου πραγμάτων». (Διαθήκη 157.13-15)
  13. «Μακαριώτατον Παῦλον». (Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Εις το Άσμα των Ασμάτων 27.1353)
  14. «Οἱ δὲ πιστοὶ ἀκουέτωσαν καὶ μανθανέτωσαν, ὅτιπερ τού του χάριν οἱ μακαριώτατοι ἀπόστολοι κατὰ ἀνατολὰς τὰς τῶν Χριστιανῶν ἐκκλησίας προσέχειν ἐποίησαν, ἵνα πρὸς τὸν παράδεισον ἀφορῶμεν». (Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Προς Αντίοχον Άρχοντα περί Πλείστων και Αναγκαίων Ζητημάτων των εν ταις Θείαις Γραφαίς Απορούμενων και παρά Πάσι Χριστιανοίς Γινώσκεσθαι Οφειλομένων 28.620)
  15. PG 32, 785C και 952A
  16. «Εκ τοῦ γένους τοῦ μακαριωτάτου Νῶε». (Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λυδός, Περί των μηνών 4.47)
  17. «Τίτλος πατριαρχών και αρχιεπισκόπων». (Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Φυτράκης, Αθήνα 2002)