Το κριθάρι είναι δημητριακός καρπός του αγγειόσπερμου, μονοκοτυλήδονου φυτού του είδους Κριθή η κοινή (Hordeum vulgare) της οικογένειας των Ποοειδών (Poaceae) ή Αγρωστωδών (Gramineae). Καλλιεργείται και χρησιμοποιείται από τα πολύ παλιά χρόνια και σε μεγάλη ποικιλία κλιμάτων. Σήμερα χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για την παρασκευή ψωμιού, μπύρας αλλά και ζωοτροφών. Σύμφωνα με στοιχεία του 2006, στην Ελλάδα παράγονται 250.000 τόνοι σε 1.017 χιλ. στρέμματα.[1]

Κριθάρι

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida)
Τάξη: Κυπειρώδη (Cyperales)
Οικογένεια: Ποοειδή (Poaceae)
Γένος: Κριθή (Hordeum)
Είδος: Κριθή η κοινή (Hordeum vulgare)
Διώνυμο
Hordeum vulgare (Κριθή η κοινή)
L.
κριθάρι
 

Το κριθάρι ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά που καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο στην Εύφορη Ημισέληνο (αλλιώς ονομαζόμενη η Εγγύς Ανατολή − γη η οποία σήμερα εκτείνεται στο Ιράκ, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ και τον Λίβανο) και για χιλιάδες χρόνια αποτελούσε μια από τις κύριες τροφές του. Ο σπόρος εμφανίστηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα όπως το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum, Triticum boeoticum ή αλλιώς baeoticum και Triticum dicoccum, αντιστοίχως). Οι σημερινές ποικιλίες φαίνεται να προέρχονται από το άγριο κριθάρι (Hordeum vulgare, υποείδος Spontaneum), το οποίο φυτρώνει από την Κασπία Θάλασσα και τον Καύκασο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και από τη Βόρεια Αφρική και την Κρήτη στα δυτικά μέχρι το Θιβέτ στα ανατολικά. Τα αρχαιότερα ευρήματα σπόρων άγριου κριθαριού προέρχονται από το Ohalo ΙΙ, οικισμό στο νότιο άκρο της Θάλασσας της Γαλιλαίας, τα υπολείμματα χρονολογούνται από την επιπαλαιολιθική περίοδο, περίπου από το 8500 π.Χ. Το πρώτο εξημερωμένο κριθάρι εμφανίζεται σε στρώμα της Ακεραμικής Νεολιθικής στην Εγγύς Ανατολή, όπως τα στρώματα Προκεραμικής Νεολιθικής Β′ στο Τελ Αμπού Huraira (αραβ. تل أبو هريرة ) στη Συρία. Η μπύρα από κριθάρι ήταν πιθανώς το πρώτο ποτό που αναπτύχθηκε από νεολιθικό άνθρωπο. Κριθάρι έχει καλλιεργηθεί στην κορεατική χερσόνησο από την Πρώιμη Περίοδο Αγγειοπλαστικής Mumun (περ. 1500-850 π.Χ.) μαζί με κεχρί, σιτάρι, όσπρια κ.α.

Κριθάρι στα ιερογλυφικά
jt − σύμβολο / ιδεόγραμμα
M34
jt − (κοινή) ορθογραφία
itU9
M33
šma − σύμβολο / ιδεόγραμμα
U9

Το τετράστοιχο κριθάρι (Hordeum vulgare ή tetrastichon) είναι διαδεδομένο ως σήμερα στη Ρωσία, το Τουρκεστάν, τη Βόρειο Αφρική, αλλά και στη Βόρειο Αμερική. Σε αυτόν τον τύπο ανήκουν οι ποικιλίες που αντέχουν στο κρύο περισσότερο από κάθε άλλο κριθάρι, ενώ το εξάστοιχο κριθάρι (Hordeum hexastichon), μορφή που καλλιεργείται από πολύ παλιά εποχή έως σήμερα στη νότια Ευρώπη και την ανατολική Ασία, απεικονίζεται καθαρά σε μερικά από τα αρχαιότερα νομίσματα στην Ευρώπη. Παράλληλα με το δίκοκκο σιτάρι, το κριθάρι ήταν ένα από τα βασικά δημητριακά στην αρχαία Αίγυπτο για ψωμί και μπύρα. Το γενικό όνομα για το κριθάρι ήταν jt (σύμφωνα με υποθέσεις προφερόταν "ιτ", με μακρό ήχο "ι"), ενώ στην Άνω Αίγυπτο αναφέρεται šma και ήταν ένα σύμβολο της χώρας. Ο όρος των Σουμερίων ήταν akiti.

Το κριθάρι παραγόταν ευκολότερα από άλλα δημητριακά, αλλά γινόταν πιο δύσκολα ψωμί. Παρείχε ένα θρεπτικό, αλλά πολύ βαρύ ψωμί, ώστε έπρεπε συχνά να ψήνεται πριν το άλεσμα, παράγοντας ένα χοντρό αλεύρι (ἄλφιτα) που χρησιμοποιούνται για να κάνουν τη μάζα. Είναι γνωστές πολλές συνταγές για τη μάζα, ονομασία αρχαίων ελληνικών πιάτων τα οποία σερβίρονταν ωμά ή μαγειρεμένα, σαν ζωμός, με ζυμαρικά ή πίτες. Όπως και τα ψωμιά από σιτάρι, θα μπορούσε να γίνεται πιο πολυτελής με τυρί ή μέλι.

Σύμφωνα με το Δευτερονόμιο 8:08, το κριθάρι είναι ένα από τα «επτά είδη» καλλιεργειών που χαρακτηρίζουν τη γονιμότητα της Χαναάν, το κριθάρι έχει εξέχοντα ρόλο στις θυσίες που περιγράφονται στην Πεντάτευχο (π.χ. βιβλίο των Αριθμών 5:15). Η θρησκευτική σημασία επεκτάθηκε κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη με το κριθάρι να χρησιμοποιείται και στον τομέα της δικαιοσύνης.

Ιστορική υπεροχή

Επεξεργασία

Στο βιβλίο Όπλα, μικρόβια και ατσάλι, το οποίο κέρδισε Βραβείο Πούλιτζερ, ο Τζάρεντ Ντάιμοντ (Jared Diamond) υποστηρίζει ότι η διαθεσιμότητα του κριθαριού μαζί με άλλα εξημερωμένα είδη φυτών και ζώων στη νοτιοδυτική Ευρασία συνέβαλε σημαντικά σε γενικά μοτίβα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τα οποία έχει ακολουθήσει τα τελευταία περίπου 13.000 χρόνια, συγκεκριμένα, ότι πρόκειται έναν από τους λόγους που οι πολιτισμοί της Ευρασίας, ως σύνολο, έχουν επιβιώσει και κατακτήσει άλλους. Τον 16ο αιώνα η επέκταση της καλλιέργειας του σιταριού στην ηπειρωτική Ευρώπη και η εισαγωγή της πατάτας οδήγησαν σε ανάπτυξη ποικίλων τύπων ζυμαρικών από σιμιγδάλι και ελάττωση της χρήσης κριθαριού στη μαγειρική.

Παραγωγή

Επεξεργασία
Κορυφαίοι παραγωγοί παγκοσμίως
(εκατομμύρια μετρικοί τόνοι)
Θέση Χώρα 2009 2010 2011
01   Ρωσία 17,8 8,3 16,9
02   Ουκρανία 11,8 8,4 9,1
03   Γαλλία 12,8 10,1 8,8
04   Γερμανία 12,2 10,4 8,7
05   Αυστραλία 7,9 7,2 7,9
06   Καναδάς 9,5 7,6 7,7
07   Τουρκία 7,3 7,2 7,6
08   Ηνωμένο Βασίλειο 6,6 5,2 5,4
09   Αργεντινή 1,3 2,9 4,0
10   ΗΠΑ 4,9 3,9 3,3
Σύνολα παγκοσμίως 151,8 123,7 134,3
Source:
Food and Agriculture Organization of the United Nations (FAO)
[2]

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Χάρτης Καλλιέργειας Κριθαριού στην Ελλάδα Αρχειοθετήθηκε 2009-04-25 στο Wayback Machine. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, πηγή: ΕΣΥΕ (2006), ανακτήθηκε 1/5/2009
  2. «FAOSTAT». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2014. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία