Η Κατάληψη του Βερατίου (επίσης γνωστό και ως Μπεράτι), πραγματοποιήθηκε από δυνάμεις της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου στις 14 Σεπτεμβρίου 1914 στη διάρκεια του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα. Λόγω ελλιπών δυνάμεων και ιδιαίτερα επειδή αυτή η κίνηση δεν είχε τη συγκατάθεση της Προσωρινής Κυβέρνησης της Βορείου Ηπείρου,[1] η πόλη επέστρεψε σε αλβανικά χέρια λίγες ημέρες αργότερα.

Κατάληψη του Βερατίου
Βορειοηπειρωτικός Αγώνας
Χάρτης της προώθησης προς το Βεράτιο (ΓΕΣ/ΔΙΣ)
Χρονολογία14-17 Σεπτεμβρίου 1914
ΤόποςΒεράτιο, Αλβανία
ΈκβασηΕντολή υποχώρησης από κυβέρνηση Αυτονόμου Ηπείρου,
Αλβανική νίκη
Αντιμαχόμενοι
Αλβανία
Ηγετικά πρόσωπα
Λοχαγός Αντώνιος Λεοντακιανάκος
Μούζα Κασίμ

Πολιτική κατάσταση

Επεξεργασία

Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (5/17 Μαϊου 1914), αναγνωρίσθηκε και επισήμως το αυτόνομο καθεστώς που θα διέπει τη Βόρεια Ήπειρο, ως νότιο τμήμα της Αλβανίας. Το Πρωτόκολλο όμως δεν εφαρμόσθηκε καθώς ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ στην Αλβανία επικράτησε πλήρη πολιτική αστάθεια και εξεγέρσεις από τη φιλοοθωμανική μερίδα.

Προώθηση και κατάληψη

Επεξεργασία

Ως αποτέλεσμα της αναρχίας στην Αλβανία, η ειρήνη δεν αποκαταστάθηκε πλήρως στην περιοχή και οι δυνάμεις της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου συγκρούονταν με άτακτα τμήματα Αλβανών, κατά μήκος της μεθοριακής ζώνης. Στην περιοχή της Πρεμετής οι συγκρούσεις σημειώνονταν αμείωτες και οι βορειοηπειρωτικές δυνάμεις το καλοκαίρι κατέλαβαν το χωριό Οστρόβιτσα (25 Ιουνίου) και ύστερα προχώρησαν και έγιναν κύριοι του στενού της Κλεισούρας. Στις 14 Σεπτεμβρίου, αφού προηγήθηκαν σημαντικές συμπλοκές, κατελήφθη το Βεράτιο, υπό τον Λοχαγό Λεοντοκιανάκο, ο οποίος ως επικεφαλής σώματος 150 ανδρών προχώρησε στην ενέργεια αυτή, εν αγνοία των ανωτέρων του[2]. Οι βορειοηπειρωτικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη, ενώ οι Έλληνες Μπερατιανοί, και γενικότερα οι Χριστιανοί, τους υποδέχτηκαν θερμά, υψώνοντας ελληνικές σημαίες.[3] Την επόμενη ημέρα ο πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής Πρεμετής, Θ. Μαντούβαλος, ανέφερε την επιτυχία και ζήτησε ενισχύσεις.

Επανακατάληψη

Επεξεργασία

Οι επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης της Βορείου Ηπείρου, Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος και Δημήτριος Δούλης μόλις πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις, έδωσαν εντολή για την άμεση αποχώρηση των αυτονομιακών σωμάτων, καθώς θεωρήθηκε ανώφελη η κατάκτηση εδαφών όπου το ελληνικό στοιχείο, σύμφωνα με την επιστολή τους, δεν πλειοψηφούσε.

Ο λοχαγός Αντώνιος Λεοντακιανάκος και ο υπασπιστής και ξάδελφός του υπολοχαγός Γεώργιος Στεφανάκος, παράκουσαν την εντολή που τους δόθηκε και παρέμειναν μαζί με δύναμη 150 ανδρών. Στις 18 Σεπτεμβρίου δέχθηκαν ισχυρή επίθεση από αλβανικά σώματα με επικεφαλής τον Μούζα Κασίμ. Στον άνισο αγώνα σχεδόν όλη η δύναμη των αμυνόμενων εξουδετερώθηκε.[4] Από τους ελάχιστους επιζώντες υπήρξαν ο Λεοντακιανάκος και ο Στεφανάκος, που συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα.

Τέλος των συγκρούσεων

Επεξεργασία

Οι συμπλοκές στο Βεράτιο υπήρξαν από τις τελευταίες του βορειοηπειρωτικού αγώνα. Στις 14 Οκτωβρίου, παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός, εισέρχεται για δεύτερη φορά στην Βόρεια Ήπειρο, ύστερα από απουσία περίπου εννέα μηνών και μετά τη συγκατάθεση της Αντάντ, για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία.[5]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Βορειοηπειρωτικός Αγώνας, Γενικό Επιτελείο Στρατού σελ. 307.
  2. Αγγέλου Ν. Παπακώστα, Η αλύτρωτος Ήπειρος, Αθήναι 1951, σελ 29.
  3. Βορειοηπειρωτικός Αγώνας, Γενικό Επιτελείο Στρατού σελ. 305.
  4. Βορειοηπειρωτικός Αγώνας, Γενικό Επιτελείο Στρατού σελ. 308.
  5. Ιακωβίδης, 2011: 67