Κάτω Ταρσός Κορινθίας
Συντεταγμένες: 37°59′32″N 22°21′3″E / 37.99222°N 22.35083°E
Ο Κάτω Ταρσός είναι ορεινό χωριό τουνομού Κορινθίας. Ανήκει διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 13 μόνιμους κατοίκους[1].
Κάτω Ταρσός | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Πελοποννήσου |
Περιφερειακή Ενότητα | Κορινθίας |
Δήμος | Σικυωνίων |
Δημοτική Ενότητα | Φενεού |
Δημοτική Κοινότητα | Κάτω Ταρσούς |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Πελοποννήσου |
Υψόμετρο | 1.055 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 17 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 20014 |
Τηλ. κωδικός | 20014 |
Γενικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΕίναι κτισμένος περίπου 100 χιλιόμετρα δυτικά της Κορίνθου[2] σε υψόμετρο 1040 μέτρων πάνω στις πλαγιές της Κυλλήνης και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Ελλάδας. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν παραδοσιακά κυρίως με την κτηνοτροφία και σε μικρότερο βαθμό με τη γεωργία[3], ενώ τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζει άνοδο ο τομέας των τουριστικών υπηρεσιών. Σημαντικά αξιοθέατα της περιοχής είναι το μοναστήρι της Παναγίας του Βράχου[4] και ο βυζαντινός ναός των Αγίων Ταξιαρχών[5].
Ιστορικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΟ Κάτω Ταρσός - όπως και ο γειτονικός Άνω Ταρσός - ιδρύθηκε πιθανότατα τον 17ο αιώνα πάνω στα ερείπια της βυζαντινής πόλης της Ταρσού στα βόρεια της πεδιάδας της Φενεού. Αναφέρεται μάλιστα στη χωρογραφική καταγραφή του 1700 που πραγματοποιήθηκε από τον Βενετό απεσταλμένο Γκριμάνι ως Tarso Romeico[6]. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι του Ταρσού διακρίνονταν ως ικανοί κτίστες[7].
Διοικητικά αποτέλεσε το 1834 μαζί με τον Άνω Ταρσό τμήμα του ομώνυμου δήμου[8] όμως το 1845 προσαρτήθηκε στο δήμο Φενεού[9] όπου παρέμεινε μέχρι το έτος 1912. Στη συνέχεια υπαγόταν μέχρι το 1997 στην επαρχία Κορινθίας και υπήρξε έδρα κοινότητας στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Άνω Ταρσός[10], ενώ αργότερα προσαρτήθηκε στον καποδιστριακό δήμο Φενεού. Από το 2011 υπάγεται στο δήμο Σικυωνίων[11].
Απογραφές πληθυσμού
ΕπεξεργασίαΑπογραφή | 1879 | 1889 | 1896 | 1907 | 1928 | 1940 | 1951 | 1961 | 1971 | 1981 | 1991 | 2001 | 2011 |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πληθυσμός | 275 | 262[12] | 283 | 250[13] | 128[4] | 148[9] | 69[14] | 71[9] | 39[9] | 19[9] | 15[11] | 12[11] | 13[1] |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 «Κάτω Ταρσός (ο) Δήμου Σικυωνίων Τοπική Κοινότητα Κάτω Ταρσού. Κορινθία – Πελοπόννησος». Δήμοι, πόλεις και χωριά Ελλάδας. dhmos.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2016.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «Κάτω Ταρσός». feneos.info. Φενεός.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ Κωνσταντίνου Μιχ. Λύρα, Η ποιμενική ζωή της Γκούρας Φενεού, Αθήνα 1989, σ. 7.
- ↑ 4,0 4,1 «Ταρσός». kiato.gov.gr. Δήμος Σικυωνίων. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ Σύγχρονος Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκη, έκδοσις πέμπτη, εκσυγχρονισμένη δια συμπληρώματος κατά τόμον, Εγκυκλοπαιδικαί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε., Αθήναι, τόμος 23ος, σ. 47.
- ↑ Κωνσταντίνου Μ. Λύρα, Δήμος Φενεού Κορινθίας (Διοικητικά - Πληθυσμιακά - Ιστορικά και άλλα στοιχεία), Αθήνα 2003, σ. 13.
- ↑ Χρήστος Γ. Κωνσταντινόπουλος, Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου Αρχειοθετήθηκε 2017-03-20 στο Wayback Machine., ΙΑΕΝ - Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σελ. 18.
- ↑ Λύρα, 2003, σ. 16.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Σχοινοχωρίτης, Κωνσταντίνος (16 Φεβρουαρίου 2016). «Ταρσός Κορινθίας». zevgolatio.gr. Ζευγολατιό: Κίνηση Ενεργών Πολιτών ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2016.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Διοικητικές μεταβολές ΟΤΑ[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ 11,0 11,1 11,2 «Μόνιμος και Πραγματικός Πληθυσμός της Ελλάδος: Σύνολο Ελλάδος,νομοί,δήμοι/κοινότητες,δημοτικα/κοινοτικά διαμερίσμα και οικισμοί, Απογραφές πληθυσμού 2001 και 1991». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2006.
- ↑ Λύρα, 2003, σ. 30.
- ↑ Λύρα, 2003, σ. 35.
- ↑ Βασίλειον της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 7ης Απριλίου 1951, Εν Αθήναις, 1955, σ. 116.