Ιντελιγκέντσια
Με τον όρο ιντελιγκέντσια (intelligentsia, πολων. inteligencja) είναι γνωστό το σύνολο των διανοουμένων μέσα σε μία κοινωνία, θεωρούμενο ως κοινωνικός παράγοντας. Διανοούμενοι εδώ είναι αυτοί που κατέχουν τη γνώση και διαθέτουν ανεπτυγμένη κρίση, η οποία βασίζεται στη σκέψη και στη γνώση, ενώ συνήθως εκτελούν σύνθετο διανοητικό έργο. Ως μέλη της ιντελιγκέντσιας, οι διανοούμενοι έχουν συνείδηση κοινωνικής ομάδας και καθοδηγούν, ασκούν κριτική ή διαδραματίζουν με κάποιον άλλο τρόπο ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της κουλτούρας και της πολιτικής ζωής. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Πολωνό φιλόσοφο και πολιτικοκοινωνικό συγγραφέα Κάρολ Λίμπελτ το 1844. Ο Λίμπελτ τον δανείσθηκε[1] από τον `Εγελο, για να περιγράψει το μορφωμένο και δραστήριο υποσύνολο των πατριωτών αστών, που θα ήταν σε θέση να καταστούν οι πνευματικοί ηγέτες μιας κατεχόμενης χώρας. Τα μέλη της ιντελιγκέντσιας περιλαμβάνουν συνήθως τους ακαδημαϊκούς, τους καλλιτέχνες, τους εκπαιδευτικούς, τους συγγραφείς, τους λεγόμενους «ανθρώπους των γραμμάτων» και αρκετά συχνά τους δημοσιογράφους.
Ιστορικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΗ εμφάνιση της ιντελιγκέντσιας στις ανθρώπινες κοινωνίες προηγείται βέβαια κατά πολύ του 19ου αιώνα. Στην αρχαιότητα η εμφάνιση αυτή έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη των πόλεων, ενώ στη νεότερη εποχή επιπλέον με την τυπογραφία κινητών στοιχείων και τη συνακόλουθη μαζική διάδοση των βιβλίων. Στην αρχαία Ελλάδα ο Πλάτων χαρακτήριζε ως ιδεώδη την πολιτεία όπου οι φιλόσοφοι θα ήταν βασιλείς και οι βασιλείς φιλόσοφοι. Πολλοί διανοούμενοι εξακολούθησαν να καλλιεργούν μια τέτοια άποψη. Στη νεότερη εποχή συνήθως τείνουν να συγκρουσθούν με το καθεστώς ή με την «άρχουσα τάξη» όταν και όσο αυτή εμποδίζει την ελευθερία της διανοητικής τους δραστηριότητας. Η θέση ότι οι διανοούμενοι γενικώς πρωταγωνίστησαν πάντα στις επαναστατικές προετοιμασίες πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη. Σε πολλά γεγονότα με ιστορική σημασία μόνο ένα τμήμα των διανοουμένων πήρε μέρος, όπως π.χ. μία ομάδα ηλικίας ή μία επαγγελματική ομάδα. Και αυτό στον δυτικό κόσμο, καθώς σε πολιτισμούς όπως στον κινεζικό οι «σοφοί» σχεδόν ποτέ δεν αμφισβητούσαν την πολιτική εξουσία[2]. Από την άλλη πλευρά, τα αιτήματα της ιντελιγκέντσιας για την ελευθερία της διδασκαλίας και των σπουδών, την αυτονομία των πανεπιστημίων και την ελευθερία των δραστηριοτήτων των φοιτητών βρήκαν μεγάλη απήχηση σε όλα τα προοδευτικά κινήματα.
Οι Γερμανοί διανοούμενοι κατά το α΄ μισό του 19ου αιώνα ήταν αντίθετοι με τους κυβερνητικούς θεσμούς και την τότε κρατική εξουσία, αλλά από την πλευρά του περισσότερο πατριώτη και εθνικιστή, και υπό την επήρεια των ιδανικών του ρομαντισμού. Στη Γαλλία οι πολιτικές και οι ιστορικές επιστήμες βοήθησαν την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1848. Στην Αγγλία του ύστερου 19ου αιώνα η συμμετοχή των αποφοίτων πανεπιστημίων (που ήταν μία σχετικώς ολιγάριθμη ελίτ εκείνη την εποχή) στο σοσιαλιστικό κίνημα δεν υπήρξε πλατιά, εκτός από τη Φαβιανή Εταιρεία και το χαρτιστικό κίνημα. Γενικά τον 19ο αιώνα η ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αφύπνιση των εθνικών συνειδήσεων και τη συνακόλουθη δημιουργία των εθνικών κρατών, με την τότε πεποίθησή τους ότι το έθνος έχει μία «αποστολή». Η αποστολή αυτή θα μπορούσε να εκπληρωθεί με τη βοήθεια ενός ικανού επιτελείου αρχαιολόγων, ποιητών, ιστορικών, κλπ. Παραμένει θέμα αντιδικιών το κατά πόσο οι θέσεις αυτές ανταποκρίνονταν στο προϋπάρχον λαϊκό αίσθημα, ή αντίθετα το δημιούργησαν ή το ενίσχυσαν, οι διανοούμενοι πάντως βοήθησαν στη δημιουργία «εθνικών συμβόλων»[3].
Το τέλος του Μεσαίωνα, η Αναγέννηση και η Μεταρρύθμιση χαρακτηρίζονται ως ένα βαθμό από τη στάση των διανοουμένων, καθώς η μεταβολή των οικονομικών σχέσεων δημιούργησε επαγγελματικές θέσεις για αυτούς και το οικονομικό συμφέρον τους τούς απεμάκρυνε από τον σχολαστικισμό και την παποσύνη. Η στάση τους ωστόσο δεν είχε μόνο οικονομική ή θρησκευτική βάση, αλλά και τη θέλησή τους να αποκτήσουν κύρος μέσα στην κοινωνία. Εξέχοντα ρόλο διεκδίκησε για τον εαυτό της η ιντελιγκέντσια και μέσα από τις πρώτες οικονομικές θεωρίες, π.χ. η θεωρία για την παραγωγή του Σαιν-Σιμόν προέβλεπε ένα ανώτατο συμβούλιο επιστημόνων που θα κατεύθυνε την οικονομική ζωή.
Κατά τον 20ό αιώνα η ιντελιγκέντσια εξασφάλισε τη θέση της στην κοινωνία, ενώ για πρώτη φορά οι φυσικές επιστήμες και η τεχνολογία ήρθαν στο προσκήνιο και βαθμιαία κατέλαβαν την κυρίαρχη θέση, ώστε να γίνεται πλέον λόγος για τεχνοκράτες. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αρκετοί διανοούμενοι άρχισαν μία έντονη αυτοκριτική, μία τάση που παρατηρείται ακόμα.
Ιντελιγκέντσια και κοινωνία
ΕπεξεργασίαΜερικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο «ιντελιγκέντσια» τόσο για τους καθαυτό διανοούμενους, όσο και για ορισμένους επαγγελματίες της ανώτερης μεσαίας τάξεως των οποίων η εργασία είναι η δημιουργία και η διάδοση γνώσεων[4]
Ο Μαξ Βέμπερ θεωρούσε την ιντελιγκέντσια μία μεγάλη κατηγορία ουσιωδώς διαφορετική από άλλες κοινωνικές κατηγορίες, τόσο με όρους συνεισφορών, όσο και με όρους ενδιαφερόντων. Στο μείζον έργο του Οικονομία και Κοινωνία εντάσσει τον όρο σε ποικιλία χρονικών και γεωγραφικών πλαισίων, γράφει π.χ. ότι «η χριστιανική εμμονή με τη διατύπωση των δογμάτων επηρεάσθηκε στην κλασική αρχαιότητα από τον διακριτό χαρακτήρα της ιντελιγκέντσια, που υπήρξε το προϊόν της αρχαιοελληνικής εκπαίδευσης»[5]. Κατά τον καθορισμό των κύριων κοινωνικών τάξεων της εποχής του, ο Βέμπερ συνδυάζει την ιντελιγκέντσια με άλλες κοινωνικές κατηγορίες, π.χ. από τη μία υπάρχουν οι άποροι διανοούμενοι και οι ειδικοί (τεχνικοί, κατώτεροι υπάλληλοι) και από την άλλη «τάξεις προνομιούχες από την περιουσία τους και την εκπαίδευσή τους».
Η «ιντελιγκέντσια των μαζών»
ΕπεξεργασίαΟ ορος «ιντελιγκέντσια των μαζών» (mass intelligentsia) περιγράφει την πρωτοφανή επέκταση κατά τον 20ό αιώνα της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, σε σημείο κορεσμού, που δεν έχει το προηγούμενό του στην ανθρώπινη ιστορία, και τη συνακόλουθη αύξηση των ενηλίκων με αυξημένο ενδιαφέρον για θέματα επιστημονικά, φιλοσοφικά και ανθρωπιστικά, πέρα από την ειδικότητά τους[6]. Ο όρος πλέον χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους κοινωνιολόγους[7] και απέκτησε δημοσιότητα μετά το 2010 από τον Βρετανό παρουσιαστή και συγγραφέα Μέλβυν Μπραγκ[8]. Κατά τον Μπραγκ ερμηνεύει την αύξηση π.χ. των παρουσιάσεων βιβλίων και των πολιτιστικών εκδηλώσεων, οι οποίες παλαιότερα θα προσέλκυαν το ενδιαφέρον ελάχιστων από τη μάζα της μεσαίας και της εργατικής τάξης. Από την άλλη, η εξέλιξη αυτή δημιούργησε, ιδίως σε λιγότερο παραγωγικές χώρες, το φαινόμενο του «επιστημονικού προλεταριάτου» με τους χιλιάδες άνεργους επιστήμονες.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Tomasz Kizwalter (100/2009): «The history of the Polish intelligentsia», Acta Poloniae Historica, σσ. 241-242. Jerzy Jedlicki (επιμ.): Dzieje inteligencji polskiej do roku 1918 (= Η ιστορία της πολωνικής ιντελιγκέντσιας μέχρι το 1918)]
- ↑ Eric Hobsbawm: Revolutionaries: Contemporary Essays, Weidenfeld & Nicolson 1973
- ↑ Anthony D. Smith: Ethno-symbolism and Nationalism: A Cultural Approach (2009), ISBN 978-0-415-49798-5
- ↑ Ehrenreich, B.: Fear of Falling: The Inner Life of the Middle Class, Harper Collins, Νέα Υόρκη 1989
- ↑ Max Weber: Economy and Society: An Outline of Interpretive Sociology, ISBN 0-520-03500-3 σελ. 462
- ↑ http://www.ft.com/cms/s/2/5ed048f6-c0fc-11e1-8179-00144feabdc0.html?ftcamp=published_links%2Frss%2Flife-arts%2Ffeed%2F%2Fproduct#axzz1zDg0o0fF
- ↑ Rockhill, Elena (2011). Lost To The State. Berghahn Books. σελ. 141. ISBN 9-781845-457389.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2014.
Πηγές
Επεξεργασία- Το λήμμα «ιντελλιγκέντσια» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Χάρη Πάτση), τόμος 14, σελ. 170
- Maciej Janowski: The Rise of the Intelligentsia, 1750-1831