Ερυθρά Ρουθηνία
Συντεταγμένες: 49°47′10″N 22°46′26″E / 49.78611°N 22.77389°E
Η Ερυθρά Ρουθηνία ή Ερυθρά Ρως (λατινικά: Ruthenia Rubra, Russia Rubra, ουκρανικά: Червона Русь, πολωνικά: Ruś Czerwona, Ruś Halicka, ρώσικα: Червонная Русь, ρουμανικά: Rutenia Roșie) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τον Μεσαίωνα για τα νοτιοδυτικά πριγκιπάτα του Ρως του Κιέβου, δηλαδή το Πριγκιπάτο του Περέμισλ και το Πριγκιπάτο του Μπελς. Σήμερα η περιοχή περιλαμβάνει τμήματα της δυτικής Ουκρανίας και γειτονικά τμήματα της νοτιοανατολικής Πολωνίας. Ενίοτε έχει συμπεριλάβει και τμήματα της Ελάσσονος Πολωνίας, της Ποδολίας, της Δεξιάς Όχθης της Ουκρανίας και της Βολυνίας. Με επίκεντρο το Πσέμισλ (Περέμισλ) και το Μπελς, έχει συμπεριλάβει μεγάλες πόλεις όπως οι: Χέουμ, Ζάμοστς, Ζέσουφ, Κρόσνο και Σάνοκ (τώρα όλες στην Πολωνία), καθώς και τις Λβιβ και το Τερνόπιλ (στην Ουκρανία).
Ερυθρά Ρουθηνία | |
---|---|
Χώρα | Πολωνία, Ουκρανία και Λευκορωσία |
Πρωτεύουσα | Πσέμισλ |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 49°47′10″N 22°46′26″E |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Ερυθρά Ρουθηνία αναφέρθηκε για πρώτη φορά με αυτό το όνομα σε ένα πολωνικό χρονικό του 1321 και ήταν το τμήμα της Ρουθηνίας που ενσωματώθηκε στην Πολωνία από τον Καζίμιρ Γ΄ το Μέγα κατά τον 14ο αιώνα. Με τη διάσπαση της Ρως, η Ερυθρά Ρουθηνία διεκδικήθηκε από το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, το Βασίλειο της Πολωνίας (Πιαστ), το Βασίλειο της Ουγγαρίας και το Βασίλειο της Γαλικίας-Βολυνίας. Μετά τους Πολέμους Γαλικίας -Βολυνίας, για περίπου 400 χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της Ερυθράς Ρουθηνίας έγινε μέρος της Πολωνίας ως Βοεβοδάτο Ρουθηνίας.
Μια μειονότητα εθνοτικών Πολωνών ζει από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας στα βόρεια μέρη της Ερυθράς Ρουθηνίας. Το εξώνυμο «Ρουθήνιοι» αναφέρεται συνήθως σε μέλη της ρωσικής και/ή ουκρανικής εθνότητας.[1]
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΕθνογραφία
ΕπεξεργασίαΟι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι της βόρειας Ερυθράς Ρουθηνίας ήταν οι Λένδιοι[2] και οι Λευκοί Κροάτες,[3] ενώ υποομάδες όπως οι Ρουθήνιοι, οι Μποΐκοι και οι Λέμκοι, ζούσαν στα νότια.
Αργότερα, οι Walddeutsche («Γερμανοί του Δάσους»), Εβραίοι, Αρμένιοι και Πολωνοί αποτελούσαν επίσης μέρος του πληθυσμού.[4] Σύμφωνα με τον Μάρτσιν Μπιέλσκι, αν και ο Μπολέσλαφ Α΄ ο Γενναίος εγκατέστησε Γερμανούς στην περιοχή για να υπερασπιστούν τα σύνορα απέναντι στην Ουγγαρία και το Ρως του Κιέβου, οι άποικοι έγιναν αγρότες. Ο Μάτσεϊ Στριικόφσκι περιέγραψε τους Γερμανούς χωρικούς κοντά στο Ζέσουφ, στο Πσέμισλ, στο Σάνοκ και στο Γιαρόσουαφ ως καλούς αγρότες. Ο Καζίμιρ ο Μέγας εγκατέστησε Γερμανούς πολίτες στα σύνορα της Ελάσσονος Πολωνίας και της Ερυθράς Ρουθηνίας για να ενταχθούν στο αποκτημένο έδαφος με το υπόλοιπο βασίλειό του. Για τον προσδιορισμό του πληθυσμού της ύστερης μεσαιωνικής Πολωνίας, ο εποικισμός και η πολωνική μετανάστευση στην Ερυθρά Ρουθηνία, το Σπις και την Ποντλάχια[5] (τους οποίους οι Ουκρανοί ονόμαζαν Μαζούριους - φτωχούς μετανάστες χωρικούς, κυρίως από τη Μασοβία[6]) θα πρέπει να εξετάζεται.
Κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, οι Βλάχοι έφτασαν από τα νοτιοανατολικά Καρπάθια και εγκαταστάθηκαν γρήγορα στη νότια Ερυθρά Ρουθηνία. Παρόλο που κατά τον 15ο αιώνα οι Ρουθήνιοι κέρδισαν τη θέση τους, ήταν μόλις τον 16ο αιώνα που ο βλαχικός πληθυσμός στα Όρη Μπιεστσάντι και στα Κάτω Μπεσκίντι ρουθηνοποιήθηκε.[7] Από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα, η Ερυθρά Ρουθηνία υπέστη ταχεία αστικοποίηση, με αποτέλεσμα πάνω από 200 νέες πόλεις να χτίστηκαν με το γερμανικό μοντέλο (ουσιαστικά άγνωστες πριν από το 1340, όταν η Ερυθρά Ρουθηνία ήταν το ανεξάρτητο Βασίλειο του Χάλιχ).[8]
Πολιτική ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠηγές
Επεξεργασία- "Monumenta Poloniae Historica"
- Akta grodzkie και ziemskie z archiwum ziemskiego. Lauda sejmikowe. Tom XXIII, XXIV, XXV.
- Słownik geograficzny Królestwa Polskiego (ψηφιακή έκδοση)
- Lustracja województwa ruskiego, podolskiego i bełskiego, 1564-1565 Warszawa, (I) έκδοση 2001, σελίδες 289.(ISBN 83-7181-193-4)
- Lustracje dóbr królewskich XVI-XVIII wieku. Lustracja województwa ruskiego 1661—1665. Część III ziemie halicka i chełmska. Polska Akademia Nauk - Instytut Historii. 1976
- Lustracje województw ruskiego, podolskiego i bełskiego 1564 - 1565, wyd. K. Chłapowski, H. Żytkowicz, cz. 1, Βαρσοβία-Λοτζ 1992
- Lustracja województwa ruskiego 1661-1665, cz. 1: Ziemia przemyska i sanocka, wyd. K. Arłamowski i W. Kaput, Βρότσουαφ-Βαρσοβία-Κρακοβία. 1970
- Αλέξανδρος Γιαμπιονόφσκι. Polska wieku XVI, t. VII, Ruś Czerwona, Βαρσοβία 1901 και 1903.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Ο κυρίαρχος πληθυσμός της Γαλικίας, ή της Ερυθράς Ρουθηνίας, αυτοαποκαλούνταν «Ρούσιν»... και θεωρούνταν από τους Ρωσόφιλους συγγραφείς ότι ήταν Ρώσοι ή, πιο συγκεκριμένα, Μικροί Ρώσοι. Αυτή η άποψη άρχισε να κερδίζει έδαφος μετά τη δημοσίευση στη Ρωσική Αυτοκρατορία μιας ρωσικής μετάφρασης του {'αβολ Σαφάρικ, Slovanský národopis, το 1843.» (Serhii Plokhy, Lost Kingdom: The Quest for Empire and the Making of the Russian Nation, Νέα Υόρκη, Hachette, σελ. 168.
- ↑ Rozwałka, Andrzej (2008). «Pobuże region as an object of research and protection of the archaeological heritage from the period of Early Middle Ages». Στο: Ζιέμπα, Μάτσεϊ. Our Bug. Creating conditions for development of the border areas of Poland, Ukraine and Belarus through enhancement and preservation of natural and cultural heritage (PDF). Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λούμπλιν «Ιωάννης Παύλος Β΄». σελ. 109. ISBN 978-83-7363-508-1. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2021.
- ↑ Μαγκόστσι, Πολ Ρόμπερτ (1983), Galicia: A Historical Survey and Bibliographic Guide, University of Toronto Press, σελ. 56–58, ISBN 9780802024824, https://books.google.com/books?id=qgTrJm85sDQC
- ↑ "were mainly Germans, Poles, Armenians and Jews, but also Karaims, Crimean Tatars, Greeks or Wallachians [in:] "Kwartalnik historii kultury materialnej: t. 47, PAN. 1999. p. 146
- ↑ Vierteljahrschrift für Sozial- und Wirtschaftsgeschichte, 1992
- ↑ M. H. Marunchak. The Ukrainian Canadians, 1982
- ↑ Czajkowski, 1992; Parczewski, 1992; Reinfuss, 1948, 1987, 1990
- ↑ Kwartalnik historii kultury materialnej: t. 47, PAN. 1999. p. 146