Εργατοπατέρας
Ο εργατοπατέρας στην ελληνική πολιτική ορολογία είναι όρος που δηλώνει τον κατ’ επάγγελμα συνδικαλιστή , ο οποίος έχει ως κύριο στόχο τη διατήρηση της ηγετικής θέσεώς του στα συνδικαλιστικά όργανα.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932) είχε προσπαθήσει να αποκόψει το συνδικαλιστικό κίνημα από την άμεση επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος και να προσεταιριστεί τον «νομοταγή συνδικαλισμό». Έτσι, στην ηγεσία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος δόθηκαν τέσσερις μόνιμες θέσεις στη Γερουσία και διάφορα πόστα σε οργανισμούς και ιδρύματα.[1] Η ΓΣΕΕ άρχισε να χρηματοδοτείται από το Κράτος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το συνδικαλιστικό κίνημα απέκτησε δεσμούς εξάρτησης από το κράτος και από την Κυβέρνηση. Οι δεσμοί αυτοί δεν ωφέλησαν το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά δημιούργησαν διάφορα παθολογικά φαινόμενα, όπως η εμφάνιση «εργατοπατέρων», δηλαδή ανθρώπων οι οποίοι συντηρούνταν από το κράτος μέσω της συμμετοχής τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, εντός των οποίων επεδίωκαν να καταλάβουν και να διατηρήσουν ηγετικές θέσεις. Οι «εργατοπατέρες» επιδίωκαν να δημιουργήσουν πελατειακές θέσεις με εργαζομένους, προκειμένου να διατηρήσουν το πόστο τους που τους εξασφάλιζε μία ή περισσότερες υψηλές αποζημιώσεις.[2][3]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Κ. Θέος: Τα ελληνικά συνδικάτα (1978) σ.14-15 ,Β. Νεφελούδης: Σημαντικές στιγμές του ελληνικού εργατικού κινήματος (1981) σ. 69-73,Κ. Σεφέρης: Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα 1860-1975 (1978) σ.61.
- ↑ Α. Αυγουστίδης: Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής (1999) σ. 66
- ↑ Δημοσίευμα και βίντεο για τον όρο "εργατοπατέρας", Μηχανή του Χρόνου, ανακτήθηκε στις 12/11/2015.