Το Δουκάτο της Ρώμης ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Διοικούνταν από έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, συνήθως στρατηγό, με τον τίτλο Δουξ, αρχικά υπό την εποπτεία του έπαρχου της Ιταλίας (554-584) και αργότερα του Εξάρχου της Ραβέννας (584 με 751). Συχνά ο βυζαντινός δούκας ήταν σε σύγκρουση με τον Πάπα, για την υπέρτατη εξουσία στη Ρώμη.

Η Ιταλία κατά την Βυζαντινή και Λομβαρδική κατάκτηση της

Μέσα στην Εξαρχία, οι δύο κύριες περιοχές ήταν η Ραβέννα που ήταν η έδρα του Εξάρχου και το Δουκάτο της Ρώμης, το οποίο αγκάλιαζε τα εδάφη του Λάτιου βόρεια του Τίβερη και της Καμπανίας και στα νότια ως το Γκαριλιάνο. Στο Δουκάτο ο Πάπας ήταν συνήθως η ψυχή της αντιπολίτευσης.

Λόγω των δραστηριοτήτων του, ο Ιουστινιανός μερικές φορές αποκαλείται «τελευταίος Ρωμαίος» στη σύγχρονη ιστοριογραφία[1]. Η φιλοδοξία αυτή εκφράστηκε από την μερική ανάκτηση των εδαφών της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο στρατηγός του, Βελισάριος, κατέκτησε γρήγορα το Βασίλειο των Βανδάλων στη βόρεια Αφρική, και επέκτεινε τον ρωμαϊκό έλεγχο στον Ατλαντικό Ωκεανό (533). Στη συνέχεια οι Βελισάριος και Ναρσής, και άλλοι στρατηγοί, κατέκτησαν το Βασίλειο των Οστρογότθων, αποκαθιστώντας τη Δαλματία, τη Σικελία, την Ιταλία, και τη Ρώμη στην αυτοκρατορία μετά από περισσότερο από μισό αιώνα της κυριαρχίας των Οστρογότθων.

Οι επιδρομές των Λομβαρδών

Επεξεργασία

Οι μέγιστες προσπάθειες κατάφεραν, όσο ήταν δυνατόν, να διατηρήσουν τον έλεγχο των παρεμβαινόντων περιοχών και με τους πέρα από τα Απέννινα όρη, εξ ου και η στρατηγική σημασία του Δουκάτου των Πενταπόλεως και του Δουκάτου της Περούτζια. Εάν η στρατηγική αυτή σύνδεση δεν υπήρχε ήταν προφανές ότι η Ρώμη και η Ραβένα δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα εδάφη τους μόνες τους για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Αυτό αναγνωρίστηκε και από τους Λομβαρδούς επίσης. Η ίδια στενή λωρίδα γης, που ανήκε στους Βυζαντινούς, στην πραγματικότητα διέκοπτε τη σύνδεση μεταξύ του Λομβαρδικού Δουκάτου του Σπολέτο και του Μπενεβέντο με το κύριο τμήμα των εδαφών του Λομβαρδού βασιλιά στον βορρά, γι΄αυτό και οι Λομβαρδοί και από τη δεύτερη δεκαετία του 8ου αιώνα έκαναν επιθέσεις κατά των βυζαντινών εδαφών με ολοένα αυξανόμενη ενεργητικότητα. Ο κορυφαίος Λομβαρδός βασιλιάς Λιουτπράνδος κατέλαβε το "κάστρο του Σουτρί" το οποίο κυριαρχούσε στα υψόμετρα του Νεπί, στον δρόμο για την Περούτζια (728). Ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ απείλησε τον ευσεβή Λιουτπράνδο ότι οι Άγιοι Απόστολοι θα τον τιμωρήσουν για την πράξη του αυτή, ο ίδιος το πίστεψε και το επέστρεψε στον Πάπα ως "δώρο από τους ευλογημένους Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο".[2] Η πράξη αυτή ερμηνεύτηκε εσφαλμένα από το Liber Pontificalis ως η δημιουργία των Παπικών Κρατών, δεν ισχύει ωστόσο επειδή ο Πάπας ήταν εξαρτημένος ακόμα πολλά χρόνια από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η δωρεά του Λιουτπράνδου αποτελεί ωστόσο τον πυρήνα στον οποίο θα στηριχτεί αργότερα η Αγία Έδρα για να δημιουργήσει τα Παπικά Κράτη. Ο Λιουτπράνδος φοβήθηκε πραγματικά την θεική οργή και επέστρεψε το Σουτρί, εκτιμούσε την εκκλησία της Ρώμης αλλά δεν εκτίμησε ποτέ την Ανατολική εκκλησία και τους Έλληνες.[3]

Η πεποίθηση ότι ο φύλακας του θεού στην Ρωμαϊκή επικράτεια ήταν ο πρίγκιπας του Αποστόλου Πέτρου παγιώθηκε σταθερά στον δυτικό κόσμο. Ο Λομβαρδός δούκας Θρασιμούνδος Β΄ του Σπολέτο κατέλαβε το "κάστρο του Γκαλέζε" που προστάτευσε τον δρόμο προς την Περούτζια, βόρεια του Νέπι (738). Ο διάδοχος του Γρηγορίου Β΄ Πάπας Γρηγόριος Γ΄ πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό τον Λομβαρδό δούκα να του επιστρέψει το κάστρο, στην συνέχεια συμμάχησε με τον Θρασιμούνδο εναντίον του ίδιου του βασιλιά Λιουτπράνδου. Ο Λιουτπράνδος αντέδρασε αστραπιαία, κατέλαβε το Σπολέτο, πολιόρκησε την Ρώμη, ερήμωσε το Δουκάτο και κατέλαβε τέσσερα συνοριακά φρούρια διακόπτοντας τον δρόμο ανάμεσα στην Περούτζια και την Ραβέννα.[4] Ο Γρηγόριος Γ΄ στράφηκε τότε στο πανίσχυρο βασίλειο των Φράγκων υπό την προστασία των οποίων ο Άγιος Βονιφάτιος ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο στην Γερμανία. Ο πανίσχυρος βασιλιάς Κάρολος Μαρτέλος, ο νικητής στην Μάχη του Πουατιέ (732) του απάντησε ευγενικά ότι δεν μπορούσε να κηρύξει τον πόλεμο στους Λομβαρδούς επειδή ήταν σύμμαχοι του εναντίον των Σαρακηνών.[5] Ο διάδοχος του Γρηγορίου Γ΄ Πάπας Ζαχαρίας άλλαξε πολιτική, συμμάχησε με τον Λιουτπράνδο εναντίον του Θρασυμούνδου με αποτέλεσμα σε μια συνάντηση στο Τέρνι ο Λιουτπράνδος παρέδωσε τα τέσσερα κάστρα που είχε κατακτήσει από τον προκάτοχο του. Ο Λιουτπράνδος παρέδωσε πολλές περιουσίες που είχαν κατασχεθεί από τους Λομβαρδούς και σύναψε ειρήνη είκοσι ετών με τον πάπα.[6] Οι Λομβαρδοί επιτέθηκαν κατόπιν στο Εξαρχάτο της Ραβέννας το οποίο είχαν κρατήσει την περίοδο 731-735. Ο Έξαρχος Ευτύχιος ζήτησε βοήθεια από τον Ζαχαρία, με την μεσολάβηση του Πάπα ο Λιουτπράνδος παραιτήθηκε από τις κατακτήσεις του. Ο Λιουτπράνδος πέθανε τα επόμενα χρόνια (744) και το Εξαρχάτο της Ραβέννας κατόρθωσε να διασωθεί προσωρινά χάρη στην επιδέξια πολιτική του Ζαχαρία.[7]

Η πτώση του Δουκάτου και η δημιουργία των Παπικών κρατών

Επεξεργασία

Ο βασιλιάς των Λομβαρδών Αϊστούλφος κατέκτησε τελικά το Εξαρχάτο της Ραβέννας (751). Ο Πάπας Στέφανος Β΄ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Αϊστούλφο και μετά την αποτυχία τους στράφηκε σε βοήθεια στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, γιο του Καρόλου Μαρτέλου και πατέρα του Καρλομάγνου.[8] Ο Πιπίνος ο Βραχύς ανταποκρίθηκε θετικά, νίκησε τους Λομβαρδούς (756) και έδωσε δώρο στον πάπα εκτός από τα εδάφη του πρώην Δουκάτου της Ρώμης πολλές άλλες Λομβαρδικές κτήσεις που σχετίζονταν με το πρώην Εξαρχάτο της Ραβέννας. Οι δωρεές αυτές έμειναν ιστορικά γνωστές ως "Δωρεά του Πεπίνου" και αποτελούσαν την δημιουργία των Παπικών Κρατών που διαδέχθηκαν το Δουκάτο της Ρώμης.[9]

Οι δούκες αρχικά διορίζονταν από τον έξαρχο, αλλά από τα μέσα του αιώνα από τον Πάπα.

Το αξίωμα του Δούκα της Ρώμης εξαφανίστηκε περίπου το 778 - 781, αλλά υπάρχουν σκόρπιες αναφορές για δούκες μεταξύ των παπικών αξιωματούχων, οι οποίοι μπορεί να ήταν τιμητικοί διάδοχοι των δουκών της Ρώμης:

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. For instance by G.P. Baker (Justinian, New York 1938), or in the Outline of Great Books series (Justinian the Great)
  2. https://www.newadvent.org/cathen/14257a.htm
  3. https://www.newadvent.org/cathen/14257a.htm
  4. Hodgkin, Thomas. Italy and her Invaders. Clarendon Press, 1895. σσ. 475–478
  5. Mann, Horace K., The Lives of the Popes in the Early Middle Ages. Vol. I: The Popes Under the Lombard Rule]], Part 2, 657–795. (1914) σσ. 219–220
  6. Butler, Alban (1866). "Zachary, Pope and Confessor". The Lives of the Fathers, Martyrs, and Other Principal Saints. Τομ. 3, Dublin: James Duffy
  7. Richards, Jeffrey. The Popes and the Papacy in the Early Middle Ages, 476–752. (1979) London. Routledge, σ. 229
  8. https://ccel.org/ccel/gibbon/decline/decline.vii.iii.html
  9. https://www.britannica.com/topic/Frank-people
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 10,7 e duché byzantin de Rome. Origine, durée et extension géographique, Bernard Bavant, Mélanges de l'école française de Rome, Année 1979, 91-1, pp. 41-88
  11. Thomas F. X. Noble, The Republic of St. Peter: The Birth of the Papal State, 680–825 (Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 1984), 22
  12. Noble, Republic of St. Peter, 29
  13. Noble, Republic of St. Peter, 53
  14. Noble, Republic of St. Peter, 112–18, 128, 195–201, 236, 248–49
  15. Veronica West-Harling, Rome, Ravenna, and Venice, 750-1000: Byzantine Heritage, 2020
  16. Noble, Republic of St. Peter, 116–17, 234
  17. Noble, Republic of St. Peter, 234–35.
  18. Noble, Republic of St. Peter, 130, 234.
  19. Noble, Republic of St. Peter, 234–35
  20. Noble, Republic of St. Peter, 247
  21. Noble, Republic of St. Peter, 210n
  •   Gustav Schnürer (1913). «States of the Church». Catholic Encyclopedia. New York: Robert Appleton Company. 
  • AA.VV., Atlante storico-politico del Lazio, Regione Lazio, Editori Laterza, Bari 1996.
  • Galasso G., Storia d'Italia, Vol I, Utet, Torino 1995.
  • Bavant B., Le Duché byzantin de Rome, Mélanges de l’École Française de Rome 1979.
  • Liber pontificalis.