Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ντελή ή δελή (τουρκ. deli) και αργότερα ντελίλ (τουρκ. delil, δηλ. «οδηγοί») ονομαζόταν στρατιωτικό σώμα ιππέων που οργανώθηκε αρχικά στο χώρο των Βαλκανίων, περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Η ονομασία του προερχόταν από την τουρκική λέξη deli που υποδηλώνει τον παράφρονα ή τον παράτολμο, εκείνον που προβαίνει σε ανήκουστη ανδρεία αψηφώντας το θάνατο σε μάχες ή συμπλοκές. Οι δελήδες ήταν αρχικά ακόλουθοι του Μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Έφεραν πανοπλία, λόγχη, ρόπαλο και στολή φτιαγμένη από δέρματα άγριων ζώων.

Δελής αρματωμένος
(χαλκογραφία του Μέλχιορ Λόριχ, 16ος αι.)

Η λέξη αυτή υφίσταται σε ελληνικά επίθετα είτε ως αυτούσια (Δελής, Δελλής, Ντελής) και ως πρώτο συνθετικό σε σύνθετα επώνυμα, όπως π.χ. Δεληαργύρης, Δεληβοριάς, Δεληγεώργης, Δεληγιάννης κ.λπ. Επίσης υφίσταται και ως προσδιορισμός του παράφρονα π.χ. "μας κάνει τον ντελή" (= τον άγριο). Επί τουρκοκρατίας ως τοπωνύμιο δήλωνε περισσότερο ασφαλές πέρασμα για ιππικό. Πολλά χωριά έφεραν αυτό ως πρώτο συνθετικό της ονομασίας τους.

  • "Deli". The Encyclopedia of Islam, Vol. II, E.J. Brill, Leiden: 1997