Γουόλτερ Φιτς Άλαν
Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν, 1ος Υψηλός Στιούαρτ της Σκωτίας (περί το 1110 - 1177) Σκωτσέζος ευγενής του 12ου αιώνα και πρώτος Στιούαρτ της Σκωτίας ήταν ένας από τους μικρότερους γιους του Άλαν Φιτζ Φλαντ και της Αβελίνα ντε Εσντίν.[5] Ο Γουόλτερ μπήκε στις υπηρεσίες του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας, έγινε Στιούαρτ ή βασιλικός επιστάτης της Σκωτίας (1150) και υπηρέτησε τρεις διαδοχικούς βασιλείς : τον Δαυίδ Α΄, τον Μάλκολμ Δ΄ της Σκωτίας και τον Γουλιέλμο τον Λέοντα, ο τίτλος έγινε οικογενειακός και τον κληρονόμησαν οι απόγονοι του. Ο Γουόλτερ όταν έφτασε στην Σκωτία ξεκίνησε ως βαρόνος κατώτερης τάξης, πήρε τις ηγεμονίες του Μερνς, του Στράθγκριφ, του Ρένφριου και του βόρειου Κάιλ, η έδρα του ήταν το κάστρο του Ντάντοναλντ ή του κάστρο του Ρένφριου. Ο Γουόλτερ ήταν μεγάλος δωρητής σε θρησκευτικά ιδρύματα ανάμεσα στα οποία και το αβαείο του Πέισλι.
Γουόλτερ Φιτς Άλαν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1110 (περίπου)[1] |
Θάνατος | 1178 Αββαείο του Μέλροουζ |
Τόπος ταφής | Αββαείο του Πέισλι |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Αγγλίας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | d:Q61314247[2] |
Τέκνα | Άλαν Φιτς Βάλτερ unknown Stuart[3] Christine (?)[4] |
Γονείς | Άλαν Φιτζ Φλαντ και Avelina de Hesdin |
Αδέλφια | Γουίλιαμ Φιτς Άλαν, λόρδος του Όσβεστρι Σάιμον Φιτς Άλαν |
Οικογένεια | Οίκος των Στιούαρτ, FitzAlan και Clan Stewart |
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Γουόλτερ πήρε μέρος στην πολιορκία της Λισαβώνας εναντίον των Μουσουλμάνων (1147). Υποστήριξε τον Μάλκολμ Δ΄ σε μια σειρά επιθέσεων εναντίον του Γκαλλοουευ (1160) με αποτέλεσμα την πτώση του Φέργους, λόρδου του Γκαλλοουευ. Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν και πολλοί άλλοι λόρδοι εγκαταστάθηκαν στην δυτική Σκωτία για να προστατεύσουν περιοχές όπως το Γκαλλοουευ και τα Νησιά από τις εξωτερικές επιθέσεις. Ο Σομαίρ μακ Γκίλλα Μπρίγκτ, βασιλιάς των νησιών επιτέθηκε στην Σκωτία και ηττήθηκε κοντά στο Ρενφριού (1164), πολύ πιθανό αρχηγός των Σκωτσέζικων δυνάμεων να ήταν ο ίδιος ο Γουόλτερ. Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν παντρεύτηκε την Εσχίνα του Λονδίνου, μέλος του Οίκου του Λονδίνου που από την μητέρα της καταγόταν από ευγενή οικογένεια της νότιας Σκωτίας κάτι που εξηγεί γιατί παραχωρήθηκε σαν προίκα στον Γουόλτερ τα εδάφη του Μάου, μια εναλλακτική εξήγηση είναι ότι τα εδάφη του Μάου δόθηκαν δώρο στην ίδια την Εσχίνα. Ο Γουόλτερ και η Εσχίνα απέκτησαν τον Άλαν Φιτς Βάλτερ τον διάδοχο του Γουόλτερ Φιτς Άλαν, το ζεύγος είχε άλλη μια κόρη την Χριστίνα που παντρεύτηκε συζύγους από τις οικογένειες των Μπρους και του Ντανμπάρ. Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν ήταν ο γενάρχης του Οίκου των Στιούαρτ που κυβέρνησε την Σκωτία πολλούς αιώνες, πέθανε το 1177.
Άφιξη στην Σκωτία
ΕπεξεργασίαΟ Γουόλτερ Φιτς Άλαν ήταν μέλος του Οίκου του Φιτς Άλαν, οι γονείς του είχαν τρεις γιους : Τζόρνταν, Γουίλιαμ και Γουόλτερ.[6][7] Ο Γουόλτερ ήταν γιος Κέλτη ευγενούς στον οποίο ο Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας είχε παραχωρήσει εκτάσεις στο Σροπσάιρ ενω πριν ήταν επιστάτης της επισκοπής του Ντολ στην Βρετανία.[8] Κατείχε εκτάσεις στο βόρειο Στόουκ, βόρεια του Αρουντέλ λόγω παροχής στον αδελφό του Γουλιέλμο, νότια του Τσίτσεστερ και τον τίτλο του "Κέλον" που συσχετιζόταν με την κομητεία του Σροπσάιρ.[9][10][11] Ο Γουόλτερ έφτασε στην Σκωτία γύρω στο 1136, την εποχή του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας.[12] Μετά τον θάνατο του Ερρίκου Α΄ (1135) ο Οίκος του Φιτς Άλαν τάχθηκε με την νόμιμη διάδοχο και κόρη του Ερρίκου Αυτοκράτειρα Ματθίλδη μαζί με τον Δαυίδ Α΄.[13] Η άφιξη του Γουόλτερ Φιτς Άλαν στην Σκωτία εμφανίζεται σε ένα διάταγμα που εκδόθηκε στο αβαείο του Μέλροουζ, καταγράφεται ο ίδιος ως μάρτυρας.[14]
Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν τοποθετήθηκε "αρχιεπιστάτης" του Δαυίδ Α΄ ή ""Στιούαρτ" και παρέμεινε στην θέση με τρεις διαδοχικούς βασιλείς : Δαυίδ Α΄, Μάλκολμ Δ΄ και Γουλιέλμο τον Λέοντα.[15][16] Ο Γουόλτερ είχε συνεχή παρουσία στα βασιλικά διατάγματα μετά το 1150 ενώ ο Δαυίδ αποφάσισε να παραχωρήσει κληρονομικά τον τίτλο του Στιούαρτ στην οικογένεια του.[17][18] Ο Υψηλός Σιούαρτ του βασιλιά βρισκόταν συνεχώς στα ανάκτορα και ήταν υπεύθυνος για τις αίθουσες υποδοχής του βασιλιά ενώ ο Καγκελάριος ήταν υπεύθυνος για τα υπνοδωμάτια.[19][20] Ο Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Γαλατικό τίτλο του διανομέα φαγητού με αυτόν του επιστάτη.[21] Οι πρόγονοι του Γουόλτερ Φιτς Άλαν ήταν με τον ίδιο τρόπο επιστάτες των Βρετανών λόρδων της Ντολ.[22] Ο μεγαλύτερος αδελφός του Γουόλτερ ήταν επιστάτης της Ντόλ, κληρονόμησε τον τίτλο από τον πατέρα του και ήταν ακόμα επιστάτης όταν ο Γουόλτερ ήταν αρχιεπιστάτης του Δαυίδ Α΄ συνεπώς είχε μεγάλη εμπειρία στην θέση.[21][23]
Παραχώρηση εδαφών και τίτλων
ΕπεξεργασίαΟ Γουόλτερ Φιτς Άλαν ζούσε την εποχή που οι Σκωτσέζοι μονάρχες είχαν σκοπό να προσελκύσουν σπουδαίους άντρες στο βασίλειο τους με την παραχώρηση γης στις περιφέρειες.[24] Οι Σκωτσέζοι μονάρχες δεν δημιούργησαν τον 12ο αιώνα κομητείες για τους νέους Άγγλο - Νορμανδούς ευγενείς αλλά τους παραχωρούσαν ηγεμονίες περιφερειακά του βασιλείου. Οι σπουδαιότερες ήταν : Άναντεϊλ για τον Ρόμπερτ ντε Μπρους, Έσκνταλ και Έουεσνταλ για τον Ρομπέρ Αβενέλ, Λάουερνταλ και Κάνινγκχαμ για τον Ούγο ντε Μόρβιλ, Λίντεσνταλ για τον Ρανούλφ ντε Σουλ και Μερνς, Στράθγκριφ, Ρένφριου και βόρειο Κάιλ για τον ίδιο τον Γουόλτερ.[25] Οι περιφερειακοί λόρδοι απέκτησαν σταδιακά τόσο μεγάλες εξουσίες που δεν είχαν καμιά διαφορά με τους κόμητες.[26] Το 1161 - 1162 ο Μάλκολμ κατοχύρωσε την επιστασία του Γουόλτερ και τις παραχωρήσεις του παππού του Δαυίδ Α΄ στο Ρένφριου, Πέισλι, Πόλοκ, Κάθκαρτ, Ντρίπς, Μερνς, Ίγκλισαμ και Ίννεργουικ, του παραχώρησε επίσης το δυτικό Πάτρικ, Ίντσιναν, Στέντον, Λέγκεργουντ, Μπίρκενσαιντ και άλλες 12 περιοχές περιφερειακά του βασιλείου. Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν αναγκάστηκε για αυτές τις παραχωρήσεις να νοικιάσει πέντε ευγενείς στην υπηρεσία του.[27]
Η παραχώρηση κατοικιών σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές συνδέθηκε με άντρες που ήταν κοντά στον βασιλιά ή ήταν πρόθυμοι να ταξιδεύσουν μαζί του.[28] Ο εντυπωσιακός κατάλογος των 29 ευγενών δείχνει ότι η ανάδειξη τους έγινε σε δημόσια συνεδρίαση του βασιλικού συμβουλίου.[29] Το 1161 - 1162 ο βασιλιάς παραχώρησε στον Γουόλτερ τα εδάφη του Μόου στην υπηρεσία ενός ευγενούς.[30] Οι παραχωρήσεις του Δαυίδ Α΄ στον Γουόλτερ έγιναν πιθανότατα το 1136 ενώ την περίοδο 1139 - 1146 βρίσκεται το όνομα του σε ένα διάταγμα του Δαυίδ στον καθεδρικό ναό της Γλασκώβης στο οποίο ο βασιλιάς επένδυσε τον καθεδρικό ναό με στοιχεία από το Κάιλ, το Κάνινγκχαμ, το Στράθγκριφ και το Κάρικ.[31] Υπάρχει αναφορά ότι το 1165 ο Γουόλτερ είχε εδάφη με αξία όση οι αμοιβές δυο ιπποτών στο Σροπσάιρ.[32] Η συντριπτική πλειοψηφία των εδαφών βρισκόταν στα σύνορα της Αγγλίας με την Σκωτία.[33]
Εκκλησιαστική πολιτική
ΕπεξεργασίαΟ Γουόλτερ ίδρυσε το αβαείο του Πέισλι (1163), ο θρησκευτικός οίκος ιδρύθηκε αρχικά στο Ρένφριου και σε λίγα χρόνια μετακινήθηκε στο Πέισλι.[34][35] Η πρόταση ότι ο Γουόλτερ έκανε μοναστήρι στο νησί σχετίζεται με την αφοσίωση του στο μοναστήρι των Κλυνύ του Γουένλοκ στο Σροπσάιρ, ακούγεται ότι η ίδρυση της μονής έγινε λόγω της αφοσίωσης του στον προστάτη του Γουένλοκ Άγιο Μιλμπούργκα.[21][36] Η μονή του Πέισλι αφιερώθηκε στον Απόστολο Ιάκωβο.[37] Το γεγονός επιβεβαιώνεται από την απουσία του Γουόλτερ σε όλα τα διατάγματα του Δαυίδ Α΄ την περίοδο 1143 - 1145 που βρισκόταν σε προσκύνημα στο ιερό του Αποστόλου Ιακώβου στην Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.[18] Την άνοιξη του 1147 οι Σκωτσέζοι ενώθηκαν με τον Άγγλο - Φλαμανδικό στόλο στο Ντάρτμουθ, από εκεί απέπλευσαν για την Β΄ Σταυροφορία.[38] Τον Ιούνιο ο στόλος των Άγγλων, των Φλαμανδών και των Σκωτσέζων έφτασε στην Λισαβόνα και συμμετείχε στην πολιορκία της πόλης από τον βασιλιά της Πορτογαλίας.[39] Μερικοί από αυτούς που συμμετείχαν στην πολιορκία πήγαν για προσκύνημα στην Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, οι Σκωτσέζοι πολύ πιθανό συμμετείχαν και αυτοί στην εκστρατεία.[40]
Το Ρένφριου αποτελούσε την έδρα του Στράθγκριφ που ανήκε στην ομάδα του Γουόλτερ αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όλοι προέρχονταν από αυτό.[41][42] Η τελική του επιλογή για το Πέισλι δείχνει ότι το Ρένφριου δεν ήταν αναμφισβήτητα η έδρα του. Διατυπώθηκε η άποψη ότι το βόρειο Κάιλ ήταν το κέντρο της δύναμης του αλλά υπό αμφισβητήθηκε επειδή ο θρησκευτικός οίκος που ιδρύθηκε δεν ανήκε σε όλους τους κατοίκους της περιοχής.[43] Οι αρχαιολογικές έρευνες του 12ου αιώνα επιβεβαίωσαν ότι το κέντρο της δύναμης του ήταν το Ντάντοναλντ, εκεί ίδρυσε ένα ισχυρό κάστρο που το έκανε έδρα.[44] Οι μεγάλες άνισες επιχορηγήσεις του Γουόλτερ στην μονή του Πέισλι προήλθαν από την υποθήκευση μεγάλου τμήματος του Πέισλι όταν εγκαταστάθηκε.[45] Οι επεκταμένες περιοχές του Γουόλτερ κατοικήθηκαν από γηγενείς που μιλούσαν Αγγλικά, Γαλατικά και την γλώσσα της Κάμπρια.[46] Την περίοδο 1160 - 1241 υπήρχαν περίπου εκατό υποτελείς σε άμεση εξάρτηση από τον Γουόλτερ, τον γιο του και τον εγγονό του.[47] Ένας σημαντικός αριθμός από τους υποτελείς προήλθαν από τις γειτονικές περιοχές του Φίτς Άλαν στο Σροπσάιρ.[48] Οι κάτοικοι του Φιτς Άλαν μιλούσαν τότε σε μεγάλο βαθμό Ουαλικά συνεπώς η γλώσσα τους ήταν εύκολα κατανοητή στην Κάμπρια και οι νέοι κάτοικοι είχαν μεγάλο βαθμό νομιμότητας από τους παλιότερους.[49]
Γάμος
ΕπεξεργασίαΟ Γουόλτερ παντρεύτηκε την Εσχίνα του Λονδίνου με πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά, του Δαυίδ ή του Μάλκολμ.[50][51] Η Εσχίνα αναφέρεται με πολλά τοπικά ονόματα όπως Εσχίνα του Λονδίνου ή του Μολ.[52] Τα ονόματα της δείχνουν ότι ο πατέρας της ήταν μέλος του Οίκου του Λονδίνου με μεγάλη πιθανότητα να ονομαζόταν Ριχάρδος του Λονδίνου.[53][54] Οι πολλές μορφές των επωνύμων της Εσχίνα όπως ντε Μολ δείχνουν ότι ήταν από μητέρα εγγονή και διάδοχος του προηγούμενου λόρδου του Μόου του Ούτρεντ γιου του Λιούλφ.[55] Ο Ούτρεντ όπως είναι γνωστό είχε παραχωρήσει την εκκλησία του Μόου στο αβαείο του Κέλσο την εποχή του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας.[56]
Άν η Εσχίνα είχε πραγματικά κληρονομικά δικαιώματα στο Μόου είναι φανερό ότι δόθηκαν στην περιοχή δωρεές στον Γουόλτερ από τον βασιλιά σαν αντάλλαγμα για τον γάμο τους.[57] Ο Ούτρεντ είχε όπως φαίνεται γιο και εγγονό αλλά ο βασιλιάς παρέκαμψε τα κληρονομικά δικαιώματα της οικογένειας του για χάρη του Γουόλτερ.[58] Μια άλλη εξήγηση είναι ότι η Εσχίνα απέκτησε κληρονομικά δικαιώματα στο Μόου χάρη στον γάμο της με τον Γουόλτερ, ο Γουόλτερ ήταν ο πρώτος σύζυγος της.[54] Μετά τον θάνατο του παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ερρίκο ντε Κορμανόκ με τον οποίο απέκτησε δυο κόρες : την Σεσίλλη και την Μαώ.[59][60] Οι δωρεές της Εσχίνας στην μονή του Πέισλι δείχνουν ότι η κόρη της Μαργαρίτα είχε ταφεί εκεί.[61] Άλλη μια κόρη του Γουόλτερ ίσως να ήταν η Χριστίνα, χήρα του Γουίλιαμ ντε Μπρους, 3ου λόρδου του Άναντεϊλ και δεύτερη σύζυγος του Πάτρικ Α΄, κόμη του Ντάνμπαρ (πέθανε το 1232).[62] Η συγγένεια της Χριστίνας με την οικογένεια του Γουόλτερ φαίνεται από τις αργότερα κατοχές του Ντάνμπαρ στο Μπίρκενσαιντ.[63]
Γκάλλοουευ
ΕπεξεργασίαΟ Γουόλτερ ήταν μάρτυρας σε διάταγμα που εκδόθηκε στο Λες Άντελις στην Νορμανδία, στο διάταγμα αποκαλύπτεται ότι ο Γουόλτερ ήταν ένας από τους Σκωτσέζους βαρόνους που συνόδευσαν τον Άγγλο βασιλιά στην εκστρατεία εναντίον των Γάλλων στην Τουλούζη.[64] Ο Μάλκολμ επέστρεψε στην Σκωτία (1160) ύστερα από πολλούς μήνες στην υπηρεσία των Άγγλων, μετά την επιστροφή του αντιμετώπισε ένα πραξικόπημα στο Περθ.[65] Τα Χρονικά του Χόλυρουντ και τα Χρονικά του Μέλροζ τον 12ο αιώνα αποκαλύπτουν ότι ο Μάλκολμ ύστερα από συνομιλίες με δυσαρεστημένους ευγενείς αποφάσισε να πραγματοποιήσει τρεις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Γκάλλοουευ.[66] Τα ονόματα των ευγενών που συνόδευσαν τον βασιλιά δεν έχουν καταγραφεί αλλά είναι πολύ πιθανό να βρισκόταν ο Γουόλτερ μεταξύ τους.[67]
Οι συνθήκες που έγινε η εκστρατεία είναι ασαφείς αλλά είναι βέβαιο ότι ο Φέργους, λόρδος του Γκάλλοουευ (πέθανε το 1161) υποτάχθηκε στους Σκωτσέζους πριν το τέλος της χρονιάς.[68] Τα Χρονικά του 13ου αιώνα Γκέστα Αννάλια Ι τονίζουν ότι οι Σκωτσέζοι υπέταξαν το Γκάλλοουευ, ανάγκασαν τον Φέργους να αποσυρθεί μοναχός στο αβαείο του Χόλυρουντ και κράτησαν τον γιο του Ούλτερντ βασιλικό όμηρο.[69][70] Σύμφωνα με αντίθετη άποψη πολλοί αναφέρουν ότι ο Φέργους συμμετείχε και ο ίδιος προσωπικά στην εκστρατεία του Μάλκολμ με επιδρομές στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Ουρ και Νάιθ.[71] Τα Χρονικά του Χόλυρουντ περιγράφουν τους αντίπαλους του Μάλκολμ στο Γκάλλοουευ σαν "ομόκεντρους εχθρούς" αλλά δεν κάνουν καμιά αναφορά στους γιους του κάτι που δείχνει ότι ο Φέργους είχε άλλους οπαδούς.[72] Το γεγονός είναι ότι στην εκστρατεία του ο Μάλκολμ είχε να αντιμετωπίσει μια συμμαχία ανάμεσα στον Φέργους και τον Σομαίρλ μακ Γκίλλα Μπρίγκτ, βασιλιά των Νησιών (πέθανε το 1164).[73]
Νησιά
ΕπεξεργασίαΤο 1164 ο Σομαίρλ ξεκίνησε μεγάλη εκστρατεία μέσω θαλάσσης στην Σκωτία.[74] Η εκστρατεία περιγράφεται από διάφορες πηγές όπως τα Χρονικά του Τίγκερναχ τον 14ο αιώνα, τα Χρονικά του Ούλστερ, τα Χρονικά του Ρογήρου του Οβέντεν τον 13ο αιώνα, τα Χρονικά του Μαν τον 14ο αιώνα, τα Χρονικά του Μελρόουζ και τα Γκέστα Ανάλια Ι [75] [76][77][78][79][80] Οι πηγές περιγράφουν την συμμετοχή των δυνάμεων του Σομαίρλ από πολλές περιοχές όπως το Άρτζιλ, το Δουβλίνο και τα Νησιά κάτι που δείχνει ότι βρέθηκε στο αποκορύφωμα της δύναμης του.[81]
Ο Σομαίρλ σύμφωνα με τα Χρονικά του Μελρόουζ στρατοπέδευσε στο Ρένφριου αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε από τους κατοίκους της περιοχής.[82] Η παρουσία του Σομαίρλ στο Ρένφριου υποδηλώνει ότι ήταν ο ίδιος ο Γουόλτερ ένας από τους στόχους του αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε τι βαθμό έφτασαν οι φιλοδοξίες του.[83][84] Στην ηγεσία των Σκωτσέζικων δυνάμεων που συνέτριψαν τον Σομαίρλ βρέθηκαν ο Ερμπέρ, επίσκοπος της Γλασκώβης, ο Βαλδουίνος του Μπιγκαρ και ο ίδιος ο Γουόλτερ.[85][86] Η πιο αποδεκτή άποψη είναι ότι στόχος του Σομαίρλ ήταν τα εδάφη του Γουόλτερ στο Ρένφριου, άλλες πηγές λένε αντίθετα ότι στόχος του ήταν ο Ερμπέρ και τα εδάφη του Βαλδουίνου στο Ίνβερκλαϊντ και στο Χιούστον υποδηλώνοντας ότι ο Βαλδουίνος και οι άντρες του συνέτριψαν τους εισβολείς.[87][88]
Ο λόγος που ο Σομαίρλ επιτέθηκε στους Σκωτσέζους είναι άγνωστος, σύμφωνα με μια πιθανότητα θεωρούσε τον Γουόλτερ επικίνδυνο για την κυριαρχία του.[89] Η αφορμή ίσως να ήταν η δολοφονία του πεθερού του Σομαίρλ Όλαφρ, βασιλιά των Νησιών (1153). Η πτώση του έφερε μεγάλη περίοδο ταραχών στα νησιά και εμφανίστηκαν πολλές υποψίες ότι τα νησιά του Κλάιντ δημιούργησαν νέα εσωτερική συμμαχία. Η πολιτική αβεβαιότητα μετά τον θάνατο του Όλαφρ έφερε μεγάλες αβεβαιότητες αλλά η συγκέντρωση πολλών Σκωτσέζων στις δυτικές ακτές θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ισχυρή δύναμη στην περιοχή.[90] Υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι την περίοδο του Μάλκολμ οι εξουσίες του Γουόλτερ άρχισαν να επεκτείνονται σημαντικά στην ευρύτερη περιοχή του Αργκύλ και Μπουτ.[91] Η κατανομή των Σκωτσέζικων εδαφών στην δυτική ακτή έγινε με στόχο την υποστήριξη των εδαφών από εξωτερικούς εχθρούς που υπήρχαν ιδιαίτερα στο Γκαλλοουευ και τα Νησιά.[92] Οι δυτικές ηγεμονίες παραδόθηκαν σε εκλεκτούς ευγενείς όπως ο Ούγος του Μορβίλ, ο Ροβέρτος Μπρους και ο Γουόλτερ.[93] Το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα παγιώθηκε η εξουσία των Σκωτσέζων στις δυτικές ακτές, οι περιοχές ήταν στην σφαίρα της επιρροής του Σομαίρλ.[94]
Το τέλος
ΕπεξεργασίαΗ πολύ άσχημη υγεία του Μάλκολμ που τον οδήγησε στον θάνατο πριν την ηλικία των 25 ετών σε συνδυασμό με την μεγάλη αύξηση της εξουσίας του Σομαίρλ στις δυτικές ακτές οδήγησε τον Μάλκολμ στην ανάγκη να κατοχυρώσει την περίοδο 1161 - 1162 τα εδάφη και την επιστασία στον Γουόλτερ. Ο Γουόλτερ ζήτησε γραπτή επιβεβαίωση για τις εξουσίες του από φόβο λόγω των απειλών που δεχόταν το στέμμα της Σκωτίας.[95] Η σοβαρή αρρώστια του Μάλκολμ και η αδυναμία των Σκωτσέζων λόγω της ανυπαρξίας ενός ισχυρού βασιλιά διευκόλυναν τον Σομαίρλ στο έργο του να επεκτείνει την εξουσία του στις δυτικές ακτές.[84]
Ο Γουόλτερ κράτησε τον τίτλο του Στιούαρτ μέχρι τον θάνατο του (1177), λίγο πριν τον θάνατο του αποσύρθηκε στο αβαείο του Μελρόουζ που πέθανε σαν μοναχός, τάφηκε στο αβαείο του Πέισλι.[96][97][98] Ο γιος και διάδοχος του Γουόλτερ Άλαν Φιτς Βάλτερ δεν φαίνεται να είχε έντονη συμμετοχή στην βασιλική αυλή.[99] Την περίοδο του δισέγγονου του Αλεξάντερ Στιούαρτ, 4ου Υψηλού Στιούαρτ της Αγγλίας ο τίτλος του Στιούαρτ αντικατέστησε τον τίτλο του επιτρόπου και έγινε κληρονομικό επώνυμο για τους απογόνους του.[100] Ο Γουόλτερ Φιτς Άλαν ήταν ο γενάρχης του Οίκου των Στιούαρτ και της δυναστείας των Στιούαρτ.[101]
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΑπό τη σύζυγό του απέκτησε τέκνα:
- Άλαν Φιτς Βάλτερ 1140-1204, 2ος κληρονομικός Υψηλός Στιούαρτ της Σκωτίας, συμμετείχε στην Γ΄ Σταυροφορία.
- Χριστίνα.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 www
.oxforddnb .com /view /10 .1093 /ref:odnb /9780198614128 .001 .0001 /odnb-9780198614128-e-49411. - ↑ p405.htm#i4047. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
- ↑ Fox (2009) pp. 63 fig. 2, 73; Barrow (1980) p. 13.
- ↑ Young; Stead (2010) pp. 23, 26–27.
- ↑ Young; Stead (2010) p. 26; Fox (2009) pp. 63 fig. 2, 73.
- ↑ Boardman (2007) p. 85.
- ↑ Barrow (1980) p. 19; Barrow (1973) p. 338; Eyton (1856) p. 347.
- ↑ Barrow (1980) pp. 19, 67; Barrow (1973) p. 338; Registrum Monasterii de Passelet (1832) pp. 2–3; Valor Ecclesiasticus (1817) p. 216; PoMS, H2/86/1 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 26213 (n.d.).
- ↑ Barrow (1980) p. 19; Barrow (1973) p. 338; Eyton (1858a) p. 70; Eyton (1856) p. 347; Dugdale (1846) p. 822 § 24.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 5; Barrow (2004); Barrow (2001) n. 89; Alexander (2000) p. 157; Barrow (1999) pp. 34–35; Duncan (1996) p. 136; McWilliams (1995) p. 43; Barrow (1980) pp. 13, 64; Barrow (1973) pp. 337–338.
- ↑ Barrow (2001) p. 249.
- ↑ Alexander (2000) p. 157; Barrow (1999) p. 111 § 120; Barrow (1973) p. 338; Lawrie (1905) pp. 108 § 141, 375–376 § 141; PoMS, H1/4/56 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 2357 (n.d.).
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) pp. 11–12; Barrow (1999) pp. 34–35; Duncan (1996) p. 136; McGrail (1995) p. 41; McWilliams (1995) p. 43; Barrow (1980) pp. 13–14, 64; Barrow; Scott (1971) p. 34.
- ↑ Taylor (2008) p. 107; McWilliams (1995) p. 43; Barrow (1980) p. 64; Barrow; Scott (1971) p. 34.
- ↑ Barrow (1999) p. 35.
- ↑ 18,0 18,1 Hammond, M (2010) p. 5; Barrow (1999) p. 35.
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Barrow (1981) p. 40.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 5; Barrow (1999) p. 34.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 Hammond, M (2010) p. 5.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 2; Roberts (1999) p. 35; Barrow (1973) p. 338.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 3.
- ↑ Taylor (2016b) p. 182.
- ↑ Grant (2008); Stringer (1985) p. 31; Duncan (1996) pp. 135–136.
- ↑ Stringer (1985) p. 31.
- ↑ Taylor (2016c) p. 160; Hammond, MH (2011) pp. 139–140; Oram (2011) pp. 12, 309; Hammond, M (2010) p. 6; Grant (2008); Taylor (2008) p. 107; Boardman (2007) p. 85; Hammond, MH (2005) p. 40 n. 33; Barrow; Royan (2004) p. 167; Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) pp. 11–12; Webb, N (2004) pp. 156, 173; Hamilton (2003) p. 199 n. 932; McDonald (2000) pp. 182, 184; Duncan (1996) p. 136; McWilliams (1995) p. 43; Barrow (1992) p. 214; Stevenson, JB (1986) p. 30; Barrow (1980) pp. 13–14; Barrow (1975) p. 131; Anderson; Anderson (1938) pp. 162–164 n. 2; Brown (1927) pp. 273–274; Neilson (1923) pp. 138–142; Eyton (1856) p. 347; Registrum Monasterii de Passelet (1832) appx. pp. 1–2; PoMS, H1/5/60 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 918 (n.d.).
- ↑ Taylor (2008) p. 107.
- ↑ Hammond, MH (2011) pp. 139–140.
- ↑ Oram (2011) p. 309; Hammond, M (2010) p. 6; Hammond, MH (2005) p. 40 n. 33; Barrow; Royan (2004) p. 167; Webb, N (2004) pp. 36–37, 51, 208; Barrow (1980) p. 65, 65 n. 18; Barrow (1975) p. 131; Barrow (1973) pp. 294, 353; Barrow; Scott (1971) p. 283 § 245; Anderson; Anderson (1938) pp. 162–164 n. 2; Neilson (1923) pp. 126–128; PoMS, H1/5/59 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 928 (n.d.).
- ↑ Scott, JG (1997) p. 35; Lawrie (1905) pp. 95–96 § 105; PoMS, H1/4/30 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 2054 (n.d.).
- ↑ Eyton (1856) p. 347; Hearnii (1774) p. 144.
- ↑ Stringer (1985) p. 179.
- ↑ Ditchburn (2010) p. 183 n. 34; Young; Stead (2010) p. 26; Hammond, MH (2010) p. 79; Hammond, M (2010) p. 4; Barrow; Royan (2004) p. 167; Lewis (2003) p. 28; Barrow (1999) p. 35; McDonald (1997) p. 222; Duncan (1996) p. 180; McDonald (1995) pp. 211–212; McWilliams (1995) p. 43; Stringer (1985) p. 298 n. 53; Barrow (1980) p. 67; Anderson; Anderson (1938) pp. 162–164 n. 2; Eyton (1856) p. 348; Registrum Monasterii de Passelet (1832) pp. 1–2; PoMS, H3/547/11 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 64314 (n.d.).
- ↑ Hammond, MH (2011) p. 135; Hammond, MH (2010) p. 79; Young; Stead (2010) p. 26; Barrow; Royan (2004) p. 167; McDonald (1997) p. 223; McDonald (1995) p. 212; McWilliams (1995) pp. 46–47; Stevenson, JB (1986) p. 27; Barrow (1980) p. 67; Barrow (1973) p. 340; Brown (1927) p. 274.
- ↑ Barrow (1981) p. 80.
- ↑ Hammond, MH (2010) pp. 78–79, 79–80 tab. 2; Hammond, M (2010) p. 5; Barrow (1999) p. 35; McWilliams (1995) p. 44; Barrow (1980) p. 67.
- ↑ Macquarrie (1982) pp. 21, 71–72.
- ↑ Macquarrie (1982) pp. 72–73.
- ↑ Edgington (2015) p. 267.
- ↑ McDonald (2000) p. 183; Barrow (1973) p. 339; Barrow (1960) p. 20.
- ↑ Young; Stead (2010) p. 26; McDonald (1997) p. 66; Barrow (1973) p. 339.
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 13; Lees (1878) pp. 32–34; Registrum Monasterii de Passelet (1832) pp. 5–6; PoMS, H3/547/13 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 64435 (n.d.).
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) pp. 127, 130.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 11; Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 13.
- ↑ Barrow (1980) p. 65.
- ↑ Barrow (1980) pp. 65–66.
- ↑ Young; Stead (2010) p. 27; Barrow (1980) pp. 65–66.
- ↑ Hicks (2003) p. 47, 47 n. 121.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 7; Taylor (2008) pp. 104–105 n. 38; Barrow (2004); Barrow; Royan (2004) p. 167; Webb, N (2004) pp. 55 n. 51, 58; Barrow (1995) p. 8; McWilliams (1995) p. 43; Barrow (1980) pp. 14, 65; Brown (1927) p. 275; Origines Parochiales Scotiae (1851) p. 417.
- ↑ Webb, N (2004) p. 58; Barrow (1980) pp. 14, 65, 65 n. 18.
- ↑ Barrow (1980) pp. 65, 193; Liber S. Marie de Calchou (1846) pp. 113 § 146, 114 § 147, 115 § 148; Liber Sancte Marie de Melrose (1837a) p. 259 § 294.
- ↑ Barrow (1980) pp. 65, 184; Barrow (1973) p. 354.
- ↑ 54,0 54,1 Barrow (1980) p. 184.
- ↑ Barrow (1980) p. 65; Barrow (1973) p. 354; Barrow; Scott (1971) p. 283 § 245.
- ↑ Barrow; Scott (1971) p. 283 § 245; Lawrie (1905) p. 160 § 196, 412 § 196; Origines Parochiales Scotiae (1851) pp. 413, 417; Liber S. Marie de Calchou (1846) pp. 144–145 § 176; PoMS, H1/5/24 (n.d.); PoMS, H3/421/1 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 1145 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 49451 (n.d.).
- ↑ Hammond, M (2010) p. 7; Barrow; Royan (2004) p. 167; Barrow (1980) p. 65 n. 18; Barrow; Scott (1971) p. 283 § 245.
- ↑ Barrow (1980) p. 65 n. 18.
- ↑ Webb, N (2004) pp. 54–55; Webb, NM (2003) pp. 230 n. 20, 232; Barrow (1980) p. 65 n. 18; Origines Parochiales Scotiae (1851) p. 417.
- ↑ Webb, N (2004) pp. 53–54; Barrow (1980) p. 65 n. 18.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 11; Neville (2005) pp. 32–33; McWilliams (1995) p. 48; Lees (1878) pp. 45–46; Origines Parochiales Scotiae (1851) p. 417; Registrum Monasterii de Passelet (1832) pp. 74–75; PoMS, H3/358/7 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 59113 (n.d.).
- ↑ Hamilton (2003) p. 199.
- ↑ Hamilton (2003) p. 199; Liber S. Marie de Dryburgh (1847) pp. 85 § 120, 250 § 311; H3/15/74 (n.d.); PoMS, H3/15/121 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 29359 (n.d.); PoMS Transaction Factoid, No. 69042 (n.d.).
- ↑ Webb, N (2004) p. 149; Barrow (1973) pp. 285–286, 286 n. 26.
- ↑ Scott, WW (2008); Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Oram (1988) p. 90; Neville (1983) pp. 50–53.
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Carpenter (2003) ch. 7 ¶ 48; Oram (2000) p. 80; Brooke (1991) pp. 52–54; Anderson; Anderson (1938) pp. 136–137, 136–137 n. 1, 189; Anderson (1922) pp. 244–245; Stevenson, J (1856) pp. 128–129; Stevenson, J (1835) p. 77.
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12.
- ↑ Oram (2000) p. 80.
- ↑ Scott, WW (2008); Oram (2000) p. 80.
- ↑ Oram (1988) p. 93; Skene (1872) p. 251 ch. 3; Skene (1871) p. 256 ch. 3.
- ↑ McDonald (2002) p. 116 n. 55; Brooke (1991) pp. 54–56.
- ↑ Oram (2000) p. 80; Anderson; Anderson (1938) pp. 136–137, 136 n. 1, 189; Anderson (1922) p. 245.
- ↑ Woolf (2013) pp. 4–5; Oram (2011) p. 122; Oram (2000) pp. 80–81.
- ↑ Jennings (2017) p. 121; Strickland (2012) p. 107; Oram (2011) p. 128; Scott, WW (2008); McDonald (2007a) p. 57; McDonald (2007b) pp. 54, 67–68, 76, 85, 111–113; Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 245; Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Carpenter (2003) ch. 7 ¶ 49; Woolf (2004) pp. 104–105; McDonald (2000) p. 183; Sellar (2000) p. 189; Duffy (1999) p. 356; Roberts (1999) p. 96; McDonald (1997) pp. 61–67, 72; Williams (1997) p. 150; Duffy (1993) pp. 31, 45; Martin (1992) p. 19; Barrow (1981) pp. 48, 108; Duncan; Brown (1956–1957) p. 197; Brown (1927) p. 274.
- ↑ The Annals of Tigernach (2016) § 1164.6; Strickland (2012) p. 107; McDonald (2007b) p. 76; Annals of Tigernach (2005) § 1164.6; Sellar (2000) p. 189; McDonald (1997) p. 62; Duffy (1999) p. 356; Duffy (1993) pp. 31, 45; Anderson (1922) p. 254.
- ↑ Jennings (2017) p. 121; The Annals of Ulster (2017) § 1164.4; Strickland (2012) p. 107; The Annals of Ulster (2008) § 1164.4; Oram (2011) p. 128; Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 245; Duffy (1993) p. 45; Anderson (1922) p. 254.
- ↑ Duffy (1999) p. 356; Duffy (1993) p. 31; Anderson (1922) p. 255 n. 1; Anderson (1908) p. 243; Stubbs (1868) p. 224; Riley (1853) p. 262.
- ↑ McDonald (2007a) p. 57; McDonald (2007b) p. 54; Williams (1997) p. 150; Duffy (1993) p. 45; Barrow (1960) p. 20; Anderson (1922) p. 255 n. 1; Munch; Goss (1874a) pp. 74–75.
- ↑ Strickland (2012) p. 107; Oram (2011) p. 128; Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 245; Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Sellar (2000) p. 189; Duffy (1999) p. 356; Duffy (1993) pp. 31, 45; Barrow (1960) p. 20; Brown (1927) p. 275; Anderson (1922) pp. 254–255; Anderson (1908) p. 243 n. 2; Stevenson, J (1856) p. 130; Stevenson, J (1835) p. 79.
- ↑ Sellar (2000) p. 195 n. 32; Skene (1872) p. 252 ch. 4; Skene (1871) p. 257 ch. 4; Stevenson, J (1835) p. 79 n. d.
- ↑ Oram (2011) p. 128; Oram (2000) p. 76.
- ↑ Oram (2011) p. 128; Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 245; Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Barrow (1960) p. 20; Brown (1927) p. 275; Anderson (1922) pp. 254–255; Stevenson, J (1856) p. 130; Stevenson, J (1835) p. 79.
- ↑ Oram (2011) p. 128; Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 245.
- ↑ 84,0 84,1 Oram (2011) p. 128.
- ↑ Oram (2011) p. 128; Woolf (2004) p. 105; Barrow (1960) p. 20.
- ↑ Ewart; Pringle; Caldwell et al. (2004) p. 12; Woolf (2004) p. 105; McDonald (2000) p. 184; Roberts (1999) p. 96; Martin (1992) p. 19; Barrow (1981) p. 48.
- ↑ Oram (2011) p. 128; Hammond, M (2010) p. 13; Scott, WW (2008); Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 245; McDonald (2000) pp. 183–184; Roberts (1999) p. 96; Barrow (1960) p. 20.
- ↑ Woolf (2013) pp. 9–10; Barrow (1960) p. 20; Anderson (1922) pp. 256–258; Arnold (1885) pp. 386–388; Skene (1871) pp. 449–451.
- ↑ Clanchy (2014) p. 169; Forte; Oram; Pedersen (2005) pp. 243, 245; Woolf (2004) p. 105.
- ↑ Forte; Oram; Pedersen (2005) pp. 241–243.
- ↑ Forte; Oram; Pedersen (2005) pp. 243, 245.
- ↑ McDonald (1997) p. 65; Barrow (1973) p. 339.
- ↑ Carpenter (2003) ch. 6 ¶ 44; McDonald (1997) p. 65.
- ↑ Oram (2011) p. 127; McDonald (1997) pp. 65–66.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 7.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 11; McAndrew (2006) p. 62; Forte; Oram; Pedersen (2005) p. 243; Barrow (2004); Webb, N (2004) p. 156; Duncan (1996) p. 139; Stevenson, JB (1986) p. 30; Barrow; Scott (1971) p. 34; Anderson; Anderson (1938) pp. 162–164 n. 2; Brown (1927) p. 275.
- ↑ McWilliams (1995) p. 51; Anderson; Anderson (1938) pp. 162, 162–164 n. 2; Anderson (1922) p. 297, 297 nn. 4–5; Ferguson (1899) p. 10; Lees (1878) pp. 52–53; Eyton (1858b) p. 225; Stevenson, J (1856) p. 136; Stevenson, J (1835) p. 88.
- ↑ McAndrew (2006) p. 62; McWilliams (1995) p. 51.
- ↑ Webb, N (2004) pp. 156–157; Barrow; Scott (1971) p. 34.
- ↑ Hammond, M (2010) p. 13; Barrow (2004).
- ↑ Roberts (1999) p. 35; McWilliams (1995) p. 382 n. 9.
Πηγές
Επεξεργασία- Anderson, AO, ed. (1908). Scottish Annals From English Chroniclers, A.D. 500 to 1286. London: David Nutt.
- Anderson, AO, ed. (1922). Early Sources of Scottish History, A.D. 500 to 1286. Vol. 2. London: Oliver and Boyd – via Internet Archive.
- Anderson, MO; Anderson, AO, eds. (1938). A Scottish Chronicle Known as the Chronicle of Holyrood. Publications of the Scottish History Society, Third Series (series vol. 30). Edinburgh: T. and A. Constable – via National Library of Scotland.
- "Annals of Tigernach". Corpus of Electronic Texts (13 April 2005 ed.). University College Cork. 2005. Retrieved 20 September 2017.
- Arnold, T, ed. (1885). Symeonis Monachi Opera Omnia. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 2. London: Longmans & Co – via Google Books.
- Barrow, GWS; Scott, WW, eds. (1971). The Acts of William I, King of Scots, 1165–1214. Regesta Regum Scottorum, 1153–1424 (series vol. 2). Edinburgh: Edinburgh University Press.
- Barrow, GWS, ed. (1999). The Charters of David I: The Written Acts of David I King of Scots, 1124–53, and of his Son Henry, Earl of Northumberland, 1139–52. Woodbridge: The Boydell Press.
- Batho, EC; Husbands, HW; Chambers, RW; Seton, W, eds. (1941). The Chronicles of Scotland. Publications of the Scottish History Society, Third Series (series vol. 7). Vol. 2. Edinburgh: William Blackwood & Sons – via National Library of Scotland.
- Birch, WDG (1895). Catalogue of Seals in the Department of Manuscripts in the British Museum. Vol. 4. London: Longmans and Co. – via Internet Archive.
- Lees, JC (1878). The Abbey of Paisley. Paisley: Alex. Gardner. OL 7039429M – via Internet Archive.
- "Charter: NRS GD45/13/231". Models of Authority: Scottish Charters and the Emergence of Government, 1100–1250. n.d. Retrieved 29 September 2017.
- Cronne, HA; Davis, RHC; Davis, HWC, eds. (1968). Regesta Regum Anglo-Normannorum, 1066–1154. Vol. 3, Regesta Regis Stephani ac Mathildis Imperatricis ac Gaufridi et Henrici Ducum Normannorum, 1135–1154. Oxford: Clarendon Press – via Internet Archive.
- David, CW, ed. (1936). De Expugnatione Lyxbonensi: The Conquest of Lisbon. New York: Columbia University Press.
- Dugdale, W, ed. (1846). Monasticon Anglicanum. Vol. 6, pt. 2. London: James Bohn – via Google Books.
- Groome, FH, ed. (1885). Ordnance Gazetteer of Scotland: A Survey of Scottish Topography, Statistical, Biographical, and Historical. Vol. 6. Edinbugh: Thomas C. Jack – via Internet Archive.
- Hearnii, T, ed. (1774). Liber Niger Scaccarii. London: Benj. White – via Google Books.
- Hewison, JK (1895). The Isle of Bute in the Olden Time. Vol. 2, The Royal Stewards and the Brandanes. Edinburgh: William Blackwood and Sons – via Internet Archive.
- Laing, H (1850). Descriptive Catalogue of Impressions From Ancient Scottish Seals, Royal, Baronial, Ecclesiastical, and Municipal, Embracing a Period From A.D. 1094 to the Commonwealth. Edinburgh: Bannatyne Club.
- Lawrie, AC, ed. (1905). Early Scottish Charters, prior to A.D. 1153. Glasgow: James MacLehose and Sons. OL 7024304M – via Internet Archive.
- Liber Sancte Marie de Melrose: Munimenta Vetustiora Monasterii Cisterciensis de Melros. Vol. 1. Edinburgh: Bannatyne Club. 1837a – via Internet Archive.
- Liber Sancte Marie de Melrose: Munimenta Vetustiora Monasterii Cisterciensis de Melros. Vol. 2. Edinburgh: Bannatyne Club. 1837b – via Internet Archive.
- Liber S. Marie de Calchou: Registrum Cartarum Abbacie Tironensis de Kelso, 1113–1567. Vol. 1. Edinburgh: Bannatyne Club. 1846 – via Internet Archive.
- Liber S. Marie de Dryburgh: Registrum Cartarum Abbacie Premonstratensis de Dryburgh. Edinburgh: Bannatyne Club. 1847. OL 24829716M – via Internet Archive.
- "Mac Carthaigh's Book". Corpus of Electronic Texts (21 June 2016 ed.). University College Cork. 2016a. Retrieved 30 October 2017.
- "Mac Carthaigh's Book". Corpus of Electronic Texts (21 June 2016 ed.). University College Cork. 2016b. Retrieved 30 October 2017.
- Macdonald, WR (1904). Scottish Armorial Seals. Edinburgh: William Green and Sons.
- Munch, PA; Goss, A, eds. (1874). Chronica Regvm Manniæ et Insvlarvm: The Chronicle of Man and the Sudreys. Vol. 1. Douglas, IM: Manx Society – via Internet Archive.
- Neilson, G (1923). "Birkenside and the Stewardship of Scotland". History of the Berwickshire Naturalist's Club. Vol. 24. Neill and Co: Edinburgh. pp. 126–147.
- Origines Parochiales Scotiae: The Antiquities, Ecclesiastical and Territorial, of the Parishes of Scotland. Vol. 1. Edinburgh: W.H. Lizars. 1851.
- Pennant, T (1776). A Tour in Scotland and Voyage to the Hebrides, MDCCLXXII. Vol. 1 (2nd ed.). London: Benj. White – via Internet Archive.
- "PoMS, H1/4/56". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 17 September 2017.
- "PoMS, H1/5/24". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 September 2017.
- "PoMS, H1/4/30". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 6 October 2017.
- "PoMS, H1/5/95". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 30 September 2017.
- "PoMS, H1/5/59". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 September 2017.
- "PoMS, H1/5/60". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 18 September 2017.
- "PoMS, H1/5/115". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 20 September 2017.
- "PoMS, H2/86/1". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 17 September 2017.
- "PoMS, H3/15/74". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 6 October 2017.
- "PoMS, H3/15/121". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 6 October 2017.
- "PoMS, H3/30/3". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 4 October 2017.
- "PoMS, H3/547/4". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 October 2017.
- "PoMS, H3/358/7". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 26 September 2017.
- "PoMS, H3/358/8". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 October 2017.
- "PoMS, H3/421/1". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 September 2017.
- "PoMS, H3/547/11". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 29 September 2017.
- "PoMS, H3/547/13". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 20 September 2017.
- "PoMS, H3/547/38". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS, H3/547/39". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS, H3/547/40". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS, H3/547/41". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS, H3/547/46". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 731". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 20 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 918". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 18 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 928". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 1145". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 2054". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 6 October 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 2357". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 17 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 26213". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 17 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 29359". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 6 October 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 31458". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 4 October 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 31472". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 4 October 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 49451". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 56960". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 56969". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 57069". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 59113". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 26 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 59156". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 October 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 60698". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 60710". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 64314". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 29 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 64435". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 20 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 64489". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 29 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 65068". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 65609". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 10 October 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 66153". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 28 September 2017.
- "PoMS Transaction Factoid, No. 69042". People of Medieval Scotland, 1093–1314. n.d. Retrieved 6 October 2017.
- Registrum de Dunfermelyn. Edinburgh: Bannatyne Club. 1842.
- Registrum Episcopatus Glasguensis. Vol. 1. Edinburgh. 1843.
- Registrum Monasterii de Passelet, Cartas Privilegia Conventiones Aliaque Munimenta Complectens, A Domo Fundata A.D. MCLXIII Usque Ad A.D. MDXXIX. Edinburgh. 1832.
- Riley, HT, ed. (1853). The Annals of Roger de Hoveden: Comprising the History of England and of Other Countries of Europe, From A.D. 732 to A.D. 1201. Vol. 1, A.D. 732 to A.D. 1180. London: H. G. Bohn.
- Skene, WF, ed. (1871). Johannis de Fordun Chronica Gentis Scotorum. Edinburgh: Edmonston and Douglas. OL 24871486M – via Internet Archive.
- Skene, WF, ed. (1872). John of Fordun's Chronicle of the Scottish Nation. Edinburgh: Edmonston and Douglas. OL 24871442M – via Internet Archive.
- Stevenson, J, ed. (1835). Chronica de Mailros. Edinburgh: The Bannatyne Club. OL 13999983M – via Internet Archive.
- Stevenson, J, ed. (1856). The Church Historians of England. Vol. 4, pt. 1. London: Seeleys – via Internet Archive.
- Stevenson, JH (1914). Heraldry in Scotland. Glasgow: James Maclehose and Sons.
- Stubbs, W, ed. (1868). Chronica Magistri Rogeri de Houedene. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 1. Longmans, Green, and Co.
- "The Annals of Tigernach". Corpus of Electronic Texts (8 February 2016 ed.). University College Cork. 2016. Retrieved 20 September 2017.
- "The Annals of Ulster". Corpus of Electronic Texts (29 August 2008 ed.). University College Cork. 2008. Retrieved 20 September 2017.
- "The Annals of Ulster". Corpus of Electronic Texts (6 January 2017 ed.). University College Cork. 2017. Retrieved 20 September 2017.
- Valor Ecclesiasticus. Vol. 3. His Majesty King George III. 1817 – via Google Books.
- Waitz, G, ed. (1912). Ottonis et Rahewini Gesta Friderici I Imperatoris. Scriptores Rerum Germanicarum In Usum Scholarum Ex Monumentis Germaniae Historicis Recusi. Hanover: Hahn.
- Alexander, D (2000). "Excavation of a Medieval Moated Site in Elderslie, Renfrewshire". Scottish Archaeological Journal. 22 (2): 155–177.
- Bannerman, J (1989). "The King's Poet and the Inauguration of Alexander III". Scottish Historical Review. 68 (2): 120–149.
- Barrow, GWS, ed. (1960). The Acts of Malcolm IV, King of Scots, 1153–1165. Regesta Regum Scottorum, 1153–1424 (series vol. 1). Edinburgh: Edinburgh University Press – via Google Books. (Subscription required (help)).
- Barrow, GWS (1973). The Kingdom of the Scots: Government, Church and Society From the Eleventh to the Fourteenth Century. New York: St. Martin's Press.
- Barrow, GWS (1975). "The Pattern of Lordship and Feudal Settlement in Cumbria". Journal of Medieval History. 1 (2): 117–138.
- Barrow, GWS (1980). The Anglo-Norman Era in Scottish History. Oxford: Clarendon Press.
- Barrow, GWS (1981). Kingship and Unity: Scotland 1000–1306. Toronto: University of Toronto Press.
- Barrow, GWS (1992). Scotland and its Neighbours in the Middle Ages. London: The Hambledon Press.
- Barrow, GWS (1995). "Witnesses and the Attestation of Formal Documents in Scotland, Twelfth–Thirteenth Centuries". The Journal of Legal History. 16 (1): 1–20.
- Barrow, GWS (2001) [1994]. "The Scots and the North of England". In King, E. The Anarchy of King Stephen's Reign. Oxford: Oxford University Press.
- Barrow, GWS (2004). "Stewart family (per. c.1110–c.1350)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
- Barrow, GWS; Royan, A (2004) [1985]. "James Fifth Stewart of Scotland, 1260(?)–1309". In Stringer, KJ. Essays on the Nobility of Medieval Scotland. Edinburgh: John Donald. pp. 166–194.
- Beam, A (2011). "The Paradox of Medieval Scotland, 1093–1286 (PoMS) and Local History". Local Population Studies. 86 (1): 84–96 – via Ingenta Connect.
- Boardman, S (2002). "Late Medieval Scotland and the Matter of Britain". In Cowan, EJ; Finlay, RJ. Scottish History: The Power of the Past. Edinburgh: Edinburgh University Press. pp. 47–72.
- Boardman, S (2007). "The Gaelic World and the Early Stewart Court" (PDF). In Broun, D; MacGregor, M. Mìorun Mòr nan Gall, 'The Great Ill-Will of the Lowlander'? Lowland Perceptions of the Highlands, Medieval and Modern. Centre for Scottish and Celtic Studies, University of Glasgow. pp. 83–109.
- Brooke, D (1991). "Fergus of Galloway: Miscellaneous Notes for a Revised Portrait" (PDF). Transactions of the Dumfriesshire and Galloway Natural History and Antiquarian Society. 66: 47–58.
- Broun, D (2011). "The Presence of Witnesses and the Writing of Charters" (PDF). In Broun, D. The Reality Behind Charter Diplomatic in Anglo-Norman Britain. Glasgow: Centre for Scottish and Celtic Studies, University of Glasgow. pp. 235–290.
- Brown, JTT (1927). "The Origin of the House of Stewart". Scottish Historical Review. 24 (3): 265–279.
- Butter, R (2007). Cill- Names and Saints in Argyll: A Way Towards Understanding the Early Church in Dál Riata? (PhD thesis). Vol. 1. University of Glasgow – via Glasgow Theses Service.
- Caldwell, DH; Hall, MA; Wilkinson, CM (2009). "The Lewis Hoard of Gaming Pieces: A Re-examination of Their Context, Meanings, Discovery and Manufacture". Medieval Archaeology. 53 (1): 155–203.
- Carpenter, D (2003). The Struggle For Mastery: Britain 1066–1284 (EPUB). The Penguin History of Britain (series vol. 3). London: Allen Lane.
- Carroll, WC (2003). "Theories of Kingship in Shakespeare's England". In Dutton, R; Howard, JE. A Companion to Shakespeare's Works. Blackwell Companions to Literature and Culture (series vol. 18). Vol. 2, The Histories. Malden, MA: Blackwell Publishing. pp. 125–145.
- Clanchy, MT (2014) [1983]. England and its Rulers, 1066–1307. Wiley Blackwell Classic Histories of England (4th ed.). Chichester: John Wiley & Sons.
- Dalton, P (2005). "The Topical Concerns of Geoffrey of Monmouth's Historia Regum Britannie: History, Prophecy, Peacemaking, and English Identity in the Twelfth Century". Journal of British Studies. 44 (4): 688–712.
- Ditchburn, D (2010). "The 'McRoberts Thesis' and Patterns of Sanctity in Late Medieval Scotland". In Boardman, S; Williamson, E. The Cult of Saints and the Virgin Mary in Medieval Scotland. Studies in Celtic History (series vol. 28). Woodbridge: The Boydell Press. pp. 177–194.
- Duffy, S (1993). Ireland and the Irish Sea Region, 1014–1318 (PhD thesis). Trinity College, Dublin.
- Duffy, S (1999). "Ireland and Scotland, 1014–1169: Contacts and Caveats". In Smyth, AP. Seanchas: Studies in Early and Medieval Irish Archaeology, History and Literature in Honour of Francis J. Byrne. Dublin: Four Courts Press. pp. 348–356.
- Duncan, AAM (1996) [1975]. Scotland: The Making of the Kingdom. The Edinburgh History of Scotland (series vol. 1). Edinburgh: Mercat Press.
- Duncan, AAM (2005). The Foundation of St Andrews Cathedral Priory, 1140. Scottish Historical Review. 84. pp. 1–37.
- Duncan, AAM; Brown, AL (1956–1957). "Argyll and the Isles in the Earlier Middle Ages" (PDF). Proceedings of the Society of Antiquaries of Scotland. 90: 192–220.
- SB, Edgington (2015). "The Capture of Lisbon: Premeditated or Opportunistic?". In Roche, JT; Jensen, JM. The Second Crusade: Holy War on the Periphery of Latin *Christendom. Outremer: Studies in the Crusades and the Latin East (series vol. 2). Turnhout: Brepols Publishers. pp. 257–272.
- Ewart, G; Pringle, D; Caldwell, D; Campbell, E; Driscoll, S; Forsyth, K; Gallagher, D; Holden, T; Hunter, F; Sanderson, D; Thoms, J (2004). "Dundonald Castle Excavations, 1986–93". Scottish Archaeological Journal. 26 (1–2): i–x, 1–166.
- Eyton, RW (1856). "The Houses of Fitz-Alan and Stuart: Their Origin and Early History" (PDF). The Archaeological Journal. 13: 333–354.
- Eyton, RW (1858a). Antiquities of Shropshire. Vol. 6. London: John Russell Smith – via Google Books.
- Eyton, RW (1858b). Antiquities of Shropshire. Vol. 7. London: John Russell Smith – via Internet Archive.
- Ferguson, J (1899). "Address Delivered to the Berwickshire Naturalists' Club at Berwick, 14th October 1896". History of the Berwickshire Naturalists' Club. Vol. 16. Alnwick: Henry Hunter Blair. pp. 1–16.
- Forte, A; Oram, RD; Pedersen, F (2005). Viking Empires. Cambridge: Cambridge University Press.
- Fox, PA (2009). "The Archbishops of Dol and the Origin of the Stewarts". Foundations. 3 (1): 61–76.
- Goldstein, RJ (2002) [1999]. "Writing in Scotland, 1058–1560". In Wallace, D. The Cambridge History of Medieval English Literature. pp. 229–254.
- Grant, A (2008). "Franchises North of the Border: Baronies and Regalities in Medieval Scotland". In Prestwich, M. Liberties and Identities in the Medieval British Isles. Regions and Regionalism in History (series vol. 10). Woodbridge: Boydell Press. pp. 155–199.
- Hamilton, EC (2003). The Acts of the Earls of Dunbar Relating to Scotland c.1124–c.1289: A Study of Lordship in Scotland in the Twelfth and Thirteenth Centuries (PhD thesis). University of Glasgow – via Enlighten: Theses.
- Hammond, M (2010). The First Hundred Years of Paisley Abbey's Patrons: The Stewart Family and Their Tenants to 1241. Scotland's Cluniac Heritage: The Abbeys of Paisley and Crossraguel – via Academia.edu.
- Hammond, MH (2005). A Prosopographical Analysis of Society in East Central Scotland, Circa 1100 to 1260, With Special Reference to Ethnicity (PhD thesis). University of Glasgow – via Enlighten: Theses.
- Hammond, MH (2010). "Royal and Aristocratic Attitudes to Saints and the Virgin Mary in Twelfth- and Thirteenth-Century Scotland". In Boardman, S; Williamson, E. The Cult of Saints and the Virgin Mary in Medieval Scotland. Studies in Celtic History (series vol. 28). Woodbridge: The Boydell Press. pp. 61–87.
- Hammond, MH (2011). "Assemblies and the Writing of Administrative Documents in the Central Medieval Kingdom of the Scots". In Mostert, M; Barnwell, P. Medieval Legal Process: Physical, Spoken and Written Performance in the Middle Ages. Medieval Legal Process: Utrecht Studies in Medieval Literacy (series vol. 22). Turnhout: Brepols Publishers. pp. 123–146.
- Hanks, P; Coates, R; McClure, P, eds. (2016). The Oxford Dictionary of Family Names in Britain and Ireland. Vol. 4. Oxford: Oxford University Press.
- Hicks, DA (2003). Language, History and Onomastics in Medieval Cumbria: An Analysis of the Generative Usage of the Cumbric Habitative Generics Cair and Tref (PhD thesis). University of Edinburgh. hdl:1842/7401 Freely accessible – via Edinburgh Research Archive.
- Jennings, A (2017). "Three Scottish Coastal Names of Note: Earra-Ghàidheal, Satíriseið, and Skotlandsfirðir". In Worthington, D. The New Coastal History: Cultural and Environmental Perspectives From Scotland and Beyond. Cham: Palgrave Macmillan. pp. 119–129.
- Lewis, J (2003). "Excavations and Crookston Castle, Glasgow, 1973–75". Scottish Archaeological Journal. 25 (1): 27–56.
- Macquarrie, AD (1982). The Impact of the Crusading Movement in Scotland, 1095–c.1560 (PhD thesis). Vol. 1. University of Edinburgh. hdl:1842/6849 Freely accessible – via Edinburgh Research Archive.
- Martin, FX (1992). "Ireland in the Time of St. Bernard, St. Malachy, St. Laurence O'Toole". Seanchas Ardmhacha: Journal of the Armagh Diocesan Historical Society. 15 (1): 1–35.
- McAndrew, BA (2006). Scotland's Historic Heraldry. Woodbridge: Boydell Press.
- McDonald, A (1995). "Scoto-Norse Kings and the Reformed Religious Orders: Patterns of Monastic Patronage in Twelfth-Century Galloway and Argyll". Albion: A Quarterly Journal Concerned With British Studies. 27 (2): 187–219.
- McDonald, RA (1997). The Kingdom of the Isles: Scotland's Western Seaboard, c. 1100–c. 1336. Scottish Historical Monographs (series vol. 4). East Linton: Tuckwell Press.
- McDonald, RA (2000). "Rebels Without a Cause? The Relations of Fergus of Galloway and Somerled of Argyll With the Scottish Kings, 1153–1164". In Cowan, E; McDonald, R. Alba: Celtic Scotland in the Middle Ages. East Linton: Tuckwell Press. pp. 166–186.
- McDonald, RA (2002). "Soldiers Most Unfortunate". In McDonald, R. History, Literature, and Music in Scotland, 700–1560. Toronto: University of Toronto Press. pp. 93–119.
- McDonald, RA (2007a). "Dealing Death From Man: Manx Sea Power in and around the Irish Sea, 1079–1265". In Duffy, S. The World of the Galloglass: Kings, Warlords and Warriors in Ireland and Scotland, 1200–1600. Dublin: Four Courts Press. pp. 45–76.
- McDonald, RA (2007b). Manx Kingship in its Irish Sea Setting, 1187–1229: King Rǫgnvaldr and the Crovan Dynasty. Dublin: Four Courts Press.
- McGrail, MJ (1995). The Language of Authority: The Expression of Status in the Scottish Medieval Castle (MA thesis). McGill University – via eScholarship@McGill.
- McWilliams, PE (1995). Paisley Abbey and its Remains (PhD thesis). Vol. 1. University of Glasgow – via Enlighten: Theses.
- Murray, N (2005). "Swerving From the Path of Justice". In Oram, RD. The Reign of Alexander II, 1214–49. The Northern World: North Europe and the Baltic c. 400–1700 AD. Peoples, Economics and Cultures (series vol. 16). Leiden: Brill. pp. 285–305.
- Neville, CJ (1983). The Earls of Strathearn From the Twelfth to the Mid-Fourteenth Century, With an Edition of Their Written Acts (PhD thesis). Vol. 1. University of Aberdeen.
- Neville, CJ (2005). "Women, Charters and Land Ownership in Scotland, 1150–1350". The Journal of Legal History. 26 (1): 25–54.
- Oram, RD (1988). The Lordship of Galloway, c. 1000 to c. 1250 (PhD thesis). University of St Andrews.
- Oram, RD (2000). The Lordship of Galloway. Edinburgh: John Donald.
- Oram, RD (2011). Domination and Lordship: Scotland 1070–1230. The New Edinburgh History of Scotland (series vol. 3). Edinburgh: Edinburgh University Press.
- Powicke, FM (1925). "The Dispensator of King David I". Scottish Historical Review. 23: 34–40.
- Roberts, JL (1999). Lost Kingdoms: Celtic Scotland and the Middle Ages. Edinburgh: Edinburgh University Press.
- Round, JH (1901). Studies in Peerage and Family History. New York: Longmans Green & Co.
- Round, JH (1902). "The Origin of the Stewarts and their Chesney Connexion". The Genealogist. 18: 1–16 – via Foundations For Medieval Genealogy.
- Scott, JG (1997). "The Partition of a Kingdom: Strathclyde 1092–1153" (PDF). Transactions of the Dumfriesshire and Galloway Natural History and Antiquarian Society. 72: 11–40.
- Scott, WW (2008). "Malcolm IV (1141–1165)". Oxford Dictionary of National Biography (January 2008 ed.). Oxford University Press.
- Sellar, WDH (2000). "Hebridean Sea Kings: The Successors of Somerled, 1164–1316". In Cowan, EJ; McDonald, RA. Alba: Celtic Scotland in the Middle Ages. East Linton: Tuckwell Press. pp. 187–218.
- Simpson, G; Webster, B (2004) [1985]. "Charter Evidence and Distribution of Mottes in Scotland". In Stringer, KJ. Essays on the Nobility of Medieval Scotland. Edinburgh: John Donald. pp. 1–24.
- Stevenson, JB (1986). "Proceedings of the Summer Meeting of the Royal Archaeological Institute in Glasgow in 1986". The Archaeological Journal. 143 (1): 1–52.
- Stevenson, K (2013). "Chivalry, British Sovereignty and Dynastic Politics: Undercurrents of Antagonism in Tudor-Stewart Relations, c.1490–c.1513". Historical Research. 86 (234): 601–618.
- Strickland, MJ (2012). "The King of Scots at War, 1093–1286". In Spiers, EM; Crang, JA; Strickland, MJ. A Military History of Scotland. Edinburgh University Press. pp. 94–132 – via Questia. (Subscription required (help)).
- Stringer, KJ (1985). Earl David of Huntingdon, 1152–1219: A Study in Anglo-Scottish History. Edinburgh: Edinburgh University Press.
- Taylor, A (2008). "Robert de Londres, Illegitimate son of William, King of Scots, c.1170–1225". In Morillo, S; North, W. The Haskins Society Journal: Studies in Medieval History. Vol. 19. Woodbridge: The Boydell Press. pp. 99–119.
- Taylor, A (2016a). "Common Burdens in the Regnum Scottorum". The Shape of the State in Medieval Scotland, 1124–1290. Oxford: Oxford University Press.
- Taylor, A (2016b). "Conclusion: The Anglo-Norman Era Revisited". The Shape of the State in Medieval Scotland, 1124–1290. Oxford: Oxford University Press.
- Taylor, A (2016c). "Written Law and the Maintenance of Order, 1124–1230". The Shape of the State in Medieval Scotland, 1124–1290. Oxford: Oxford University Press.
- Webb, NM (2003). "Settlement and Integration: The Establishment of an Aristocracy in Scotland (1124–1214)". In Gillingham, J. Anglo-Norman Studies. Vol. 25, Proceedings of the Battle Conference 2002. Woodbridge: The Boydell Press. pp. 227–238.
- Webb, N (2004). Settlement and Integration in Scotland 1124–1214: Local Society and the Development of Aristocratic Communities: With Special Reference to the Anglo-French Settlement of the South East (PhD thesis). University of Glasgow – via Enlighten: Theses.
- Williams, DGE (1997). Land Assessment and Military Organisation in the Norse Settlements in Scotland, c.900–1266 AD (PhD thesis). University of St Andrews.
- Woolf, A (2004). "The Age of Sea-Kings, 900–1300". In Omand, D. The Argyll Book. Edinburgh: Birlinn. pp. 94–109.
- Woolf, A (2013). "The Song of the Death of Somerled and the Destruction of Glasgow in 1153". Journal of the Sydney Society for Scottish History. 14: 1–11.
- Young, A; Stead, MJ (2010) [2002]. In the Footsteps of William Wallace, In Scotland and Northern England. Brimscombe Port: The History Press.