Γλώσσες μοντελοποίησης λογισμικού

Στο γνωστικό πεδίο της μηχανικής λογισμικού γλώσσες μοντελοποίησης λογισμικού ονομάζονται τυποποιημένες γλώσσες συμβολικής αναπαράστασης με τις οποίες δημιουργούνται αφηρημένα πρότυπα της δομής και της λειτουργίας ενός συστήματος λογισμικού. Η ευρύτερα διαδεδομένη τέτοια γλώσσα είναι η Ενοποιημένη Γλώσσα Σχεδίασης Προτύπων (αγγλ. Unified Modeling Language (UML)).

Ιστορικό

Επεξεργασία

Μετά την ευρεία εξάπλωση του αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού τη δεκαετία του 1990, το αντικειμενοστρεφές μοντέλο σχεδίασης (με κλάσεις, κληρονομικότητα, αντικείμενα και τυποποιημένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους) επικράτησε ακόμη και για τη δημιουργία υποδειγμάτων που δεν σχετίζονταν με τον προγραμματισμό (π.χ. σχήματα βάσεων δεδομένων). Έτσι αναπτύχθηκαν διάφορες πρότυπες γλώσσες μοντελοποίησης λογισμικού οι οποίες τυποποιούσαν σύμβολα και συμπεριφορές με στόχο την αφηρημένη περιγραφή της λειτουργίας και της δομής ενός υπολογιστικού συστήματος. Οι γλώσσες αυτές είχαν εξαρχής έναν εμφανή αντικειμενοστρεφή προσανατολισμό. Τελικά οι πιο δημοφιλείς από αυτές ενσωματώθηκαν σε ένα κοινό πρότυπο, την Ενοποιημένη Γλώσσα Σχεδίασης Προτύπων (αγγλ. (UML)), η πρώτη του έκδοση της οποίας οριστικοποιήθηκε το 1997.