Τζαουχάρ αρ-Ρουμί

(Ανακατεύθυνση από Γκοχάρ Αλ Ρούμι)

Ο Τζαουχάρ ιμπν Αμπντ Αλλάχ (αραβικά: جوهر بن عبد الله‎‎‎, αρχές 10ου αιώνα - 28 Ιανουαρίου 992),[1] γνωστός και με τα προσωνύμια (nisbah) αρ-Ρουμί (الرومي, "ο Ρωμιός"), ασ-Σικιλλί ( الصقلي, "ο Σικελιώτης"), ασ-Σακλαμπί (الصقلبي, ο Σλάβος[2]), αλ-Καΐντ (القائد, "ο στρατηλάτης"), και αλ-Κατίμπ (الكاتب, "ο αρχιγραμματέας/υπουργός"),[1] ήταν ο πλέον σημαντικός στρατιωτικός διοικητής στην ιστορία της δυναστείας των Φατιμιδών Αράβων,[3] οδηγώντας τους στην ολοκλήρωση της κατάκτησης της βόρειας Αφρικής[4] και κατόπιν ιδρύοντας στην Αίγυπτο την πόλη του Καΐρου[5] και ανεγείροντας εκεί το μεγάλο τέμενος του αλ-Αζχάρ.

Τζαουχάρ αλ-Ρουμί
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση911
Εμιράτο της Σικελίας
Θάνατος28  Απριλίου 992
Κάιρο
Αιτία θανάτουφυματίωση
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΧαλιφάτο των Φατιμιδών
ΘρησκείαΙσλάμ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
πολιτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΦατιμιδική κατάκτηση της Αιγύπτου και First Qarmatian invasion of Egypt
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΕμίρης της Σικελίας

Βιογραφία

Επεξεργασία
 
Το τέμενος αλ-Αζxάρ, ανεγέρθηκε από τον Τζαουχάρ το 970

Νεαρή ηλικία

Επεξεργασία

Γεννημένος μάλλον την πρώτη δεκαετία του 10ου αιώνα,[1] όπως προδίδουν τα προσωνύμιά του ο Τζαουχάρ ήταν Ευρωπαϊκής καταγωγής, με ορισμένους να τον θεωρούν σλαβικής[1] ή ελληνικής καταγωγής από τη Σικελία,[6][7][8] ενώ έχει προταθεί και καταγωγή από τη Δαλματία.[9][10]

Ο πατέρας του Τζαουχάρ ήταν σκλάβος, όπως πιθανώς και ο ίδιος αρχικά, αν και όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο τη δεκαετία του 950 ήταν ήδη απελεύθερος.[1] Ο Τζαουχάρ πρωτοεμφανίζεται ως υπηρέτης («γκουλάμ»), και πιθανώς ήδη γραμματέας (κατίμπ) του χαλίφη Ισμαήλ αλ-Μανσούρ Μπιλλάχ. Κράτησε το ίδιο αξίωμα και υπό τον γιο και διάδοχο του Μανσούρ, αλ-Μουίζ λι-Ντιν Αλλάχ.[1]

Στρατιωτικές επιτυχίες

Επεξεργασία

Το 958 ο χαλίφης Μουίζ αποφάσισε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής, και ονόμασε τον Τζαουχάρ επικεφαλής της εκστρατείας κατά των μουσουλμανικών κρατών του κεντρικού και ανατολικού Μαγκρέμπ.[1] Παρά τις μικρές δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του, κατάφερε να νικήσει μια μεγάλη δύναμη Βερβέρων Ζανάτι, οπαδών των Ομεϋαδών του Χαλιφάτου της Κόρδοβας, υπό τον κυβερνήτη της Ταχάρτ και της Ιφκάν, Γιαλά ιμπν Μουχάμαντ αλ-Γιαφράνι, ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης. Αντί να στραφεί κατευθείαν κατά της Φεζ, ο Τζαουχάρ προτίμησε να ενισχύσει τη θέση του καταλαμβάνοντας μικρότερα εμιράτα όπως αυτό των Μιντραριδών.[11] Στα τέλη Οκτωβρίου του 960, κατευθύνθηκε προς τη Φεζ, την οποία κατέλαβε εξ εφόδου στις 13 Νοεμβρίου. Στην πολιορκία της Φεζ διακρίθηκε και ο Ζιρί ιμπν Μανάντ, προπάτορας της δυναστείας των Ζιριδών. Η νίκη αυτή έφερε ολόκληρο σχεδόν το Μαγκρέμπ υπό την, πρόσκαιρη όπως αποδείχτηκε, κυριαρχία των Φατιμιδών. Οι Ομεϋάδες διατήρησαν μόνο τα οχυρά της Σάμπτα (Θέουτα) και της Ταγγέρης, και ακόμα και ο Ιντρισίδης εμίρης Χασάν ιμπν Τζαννούν αναγνώρισε την επικυριαρχία του Μουίζ. Λέγεται ότι ο Τζαουχάρ έστειλε στον χαλίφη ως σημάδι της νίκης του ψάρια από τον Ατλαντικό μέσα σε πιθάρια, προτού επιστρέψει ο ίδιος θριαμβευτής στην Ιφρικίγια το 961 με πλούσια λάφυρα και πολυάριθμους αιχμαλώτους.[12]

Ο Τζαουχάρ δεν αναφέρεται για τα επόμενα χρόνια. Με τα δυτικά του σύνορα εξασφαλισμένα ο Μουίζ στράφηκε πλέον προς την Αίγυπτο, και το 968 ονόμασε τον Τζαουχάρ επικεφαλής της εκστρατείας για την κατάληψή της από την τουρκική δυναστεία των Ιχσιδιδών. Ο χαλίφης φέρεται να είχε τόση εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Τζαουχάρ που δήλωσε δημόσια ότι ακόμα και μόνος του και άοπλος, θα μπορούσε να κατακτήσει την Αίγυπτο, ενώ κατά την αναχώρηση του στρατού τον Φεβρουάριο του 969 του δώρισε τα ρούχα που έφερε ο ίδιος. Ο Μουίζ διέταξε επίσης εξαιρετικές τιμές για τον στρατηγό του, απαιτώντας από τους επαρχιακούς κυβερνήτες καθοδόν να τον προϋπαντούν πεζή και να του φιλούν το χέρι, ενώ ακόμα και ο πανίσχυρος πρωθυπουργός Τζαουδάρ διατάχθηκε να τον προσφωνεί ως «αδελφό».[12] Τοώντι, μέσα σε τέσσερις μήνες, ο Τζαουχάρ έγινε κύριος της Αιγύπτου: μια μέρα μετά από μια νικηφόρα σύγκρουση στη Γκίζα στις 30 Ιουνίου, εξασφάλισε την παράδοση της πρωτεύουσας Φουστάτ μέσω συμφωνίας με τον βεζίρη των Ιχσιδιδών Τζαφάρ ιμπν αλ-Φουράτ, που εξασφάλιζε θρησκευτική ελευθερία στον ντόπιο πληθυσμό (Σουνίτες και Κόπτες) υπό τους Φατιμίδες (Σιίτες Ισμαηλίτες).[12]

Την επόμενη μέρα, στις 2 Ιουλίου, έθεσε τα θεμέλια μιας νέας πόλης βορείως του Φουστάτ, το Κάιρο, που έγινε η έδρα του ως αντιβασιλέα των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, θέση που κράτησε μέχρι την άφιξη του χαλίφη Μουίζ στις 7 Οκτωβρίου 974. Τον επόμενο χρόνο, στις 4 Απριλίου 974, ανέγειρε το τέμενος αλ-Αζχάρ στην πόλη.[12] Στα βορειοανατολικά της Αιγύπτου, η περιοχή της Παλαιστίνης και της Συρίας ήταν στην κατοχή των Καρματών Αράβων με έδρα τη Δαμασκό, οι οποίοι αντιστάθηκαν επιτυχώς στις πρώτες προσπάθειες των Φατιμιδών για επέκταση. Όταν οι Καρμάτες αποφάσισαν να εισβάλλουν στην Αίγυπτο, ο Τζαουχάρ τους απώθησε βορείως του Καΐρου στις 22 Δεκεμβρίου του 970, αν και ο συνολικός πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι την οριστική ήττα των Καρματών το 974. Παράλληλα, για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των νότιων περιοχών της Αιγύπτου, στάλθηκε διπλωματική αντιπροσωπεία στην περιοχή της Νουβίας (σημερινό Σουδάν) στην οποία το θρήσκευμα ήταν ο χριστιανισμός.

Τελευταία χρόνια

Επεξεργασία

Σταδιακά ο Τζαουχάρ έχασε την εύνοια του Αλ-Μουίζ. Ωστόσο όταν το 975 το αξίωμα ανέλαβε ο νεός χαλίφης, Αλ-Αζίζ Μπιλλάχ, κέρδισε την εύνοια του καθώς τον είχε βοηθήσει σημαντικά να αποκτήσει τον θρόνο. Ο Τζαουχάρ παρέμεινε αντιβασιλέας έως το 979, όταν του αφαιρέθηκαν πλήρως οι τίτλοι και δύναμη του από τον χαλίφη, μετά από μια ακόμα αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον της Δαμασκού.

Πέθανε στις 1 Φεβρουαρίου του 992.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Monés (1991), σ. 494
  2. Ṣaḳlabi/Ṣiḳlabi, πληθ. Ṣaḳaliba, αραβικό δάνειο από το Ελληνικό "Σκλαβηνός" (ετυμολογία από Σκλάβος), "προσδιορισμός στις μεσαιωνικές ισλαμικές πηγές για τους Σλάβους και άλλους ξανθούς και με ρόδινη επιδερμίδα λαούς της Βόρειας Ευρώπης". Golden, P.B., Bosworth, C.E., Guichard, P. and Meouak, Mohamed (1995). «al-Ṣaḳāliba». The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume VIII: Ned–Sam. Leiden and New York: BRILL, σσ. 872-881. ISBN 90-04-09834-8. http://dx.doi.org/10.1163/1573-3912_islam_COM_0978. 
  3. Saunders, John Joseph (1990). A History of Medieval Islam. Routledge. σελ. 133. ISBN 0415059143. 
  4. Stanley Chodorow· Knox MacGregor· Conrad Shirokauer· Joseph R. Strayer· Hans W. Gatzke (1994). The Mainstream of Civilization. Harcourt Press. σελ. 209. ISBN 0155011979. The architect of his military system was a general named Jawhar, an islamicized Greek slave who had led the conquest of North Africa and then of Egypt 
  5. Robert Fossier· Janet Sondheimer· Stuart Airlie· Robyn Marsack (1997). The Cambridge illustrated history of the Middle Ages. Cambridge University Press. σελ. 170. ISBN 0521266459. When the Sicilian Jawhar finally entered Fustat in 969 and the following year founded the new dynastic capital, Cairo, 'The Victorious', the Fatimids ... 
  6. Raymond, André (2000). Cairo. Harvard University Press. σελ. 35. ISBN 0674003160. After the accession of the fourth Fatimid caliph, al-Mu'izz (953- 975), a cultivated and energetic ruler who found an able second in Jawhar, an ethnic Greek, conditions for conquest of Egypt improved. 
  7. Mirza, Nasseh Ahmad (1997). Syrian Ismailism: The Ever Living Line of the Imamate, AD 1100-1260. Routledge. σελ. 110. ISBN 070070504X. Jawhar was a Greek slave, al-Khitat al-Maqriziya, Cairo, 1324/1906, Vol. II, pp. 205. 
  8. Watterson, Barbara (1998). The Egyptians. Wiley-Blackwell. σελ. 257. ISBN 0631211950. 
  9. Mikaberidze 2011, σελ. 448.
  10. J. D. Fage· Roland Oliver (1975). The Cambridge History of Africa. Cambridge University Press. σελίδες 10–. ISBN 978-0-521-20981-6. 
  11. Monés (1991), σ. 494-495
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Monés (1991), σ. 495

Σχετική βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • S. H. Prince Aly, S. Khan Colony, Religious Night School, The Great Ismaili Heroes: Contains the Life Sketches and the Works of Thirty Great Ismaili Figures, University of Michigan
  • Monés, H. (1991). «Djawhar al-Siqillī». The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume II: C–G. Leiden and New York: BRILL, σσ. 494–495. ISBN 90-04-07026-5.