Το Βασίλειο της Βαλένθια (στα καταλανικά, Regne de València) ήταν μεσαιωνικό βασίλειο που υπήρξε αρχικά στα πλαίσια του Στέμματος της Αραγώνας και στη συνέχεια ενταγμένο στην Ισπανική Μοναρχία και περιλάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής Βαλενθιανικής Κοινότητας. Η εποχή ακμής του τοποθετείται μεταξύ του 15ου και 16ου αιώνα, όταν η πρωτεύουσά του, Βαλένθια, ήταν ένα από τα ισχυρότερα οικονομικά και πολιτισμικά αστικά κέντρα της Μεσογείου. Μέχρι το 1609 φιλοξενούσε μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων, που εκδιώθηκαν από τον Φίλιππο Γ΄. Σήμερα, ο βασιλιάς της Ισπανίας είναι κάτοχος του τίτλου του Βασιλιά της Βαλένθια.

Βασίλειο της Βαλένθια
Regne de València

1239 – 1707
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Το Βασιλειο της Βαλένθια στα πλαίσια του Στέμματος της Αραγώνας το 1441.
Πρωτεύουσα Βαλένθια
Γλώσσες Βαλενθιακή
Αραγωνική
Λατινική
Πολίτευμα Μοναρχία
Βασιλιάς
 -  πρώτος Ιάκωβος Α'
 -  τελευταίος Κάρολος ΣΤ'
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας / Πρώιμη νεότερη περίοδος
 -  Ίδρυση 1238
 -  Κατάλυση 1707
Σήμερα  Ισπανία

Τεχνικά, το Βασίλειο υπήρξε όσον ίσχυαν οι επίσημοι νόμοι, τα λεγόμενα «Προνόμια της Βαλένθια» (furs de València), από το 1261 μέχρι το 1707 όταν και καταργήθηκαν με την κατάργηση των νόμων των πρώην εδαφών του Στέμματος της Αραγώνας από τον Φίλιππο Ε΄. Ωστόσο, ο τίτλος αυτός συνέχισε να χαρακτηρίζει τα εδάφη του πρώην βασιλείου μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Διαμόρφωση

Επεξεργασία
 
Η χρονολογία ενσωμάτωσης των εδαφών που αποτελούν τη σημερινή Βαλενθιανική Κοινότητα.

Η κατάκτηση

Επεξεργασία

Μετά την κατάκτηση των Βαλεαρίδων Νήσων, ο Ιάκωβος Α΄ της Αραγώνας, ήδη από το 1225 και την συνέλευση στην Τορτόζα είχε συμφωνήσει με τους ευγενείς του Στέμματος την επέκταση προς το νότο, που τότε διοικούνταν από αδύναμους μουσουλμάνους ηγεμόνες. Χονδρικά η κατάκτηση χωρίζεται σε τρεις φάσεις:

  • Η πρώτη, μεταξύ 1225 και 1232, που ξεκίνησε με την αποτυχημένη, λόγω μη συμμετοχή της αραγονικής στρατιωτικής δύναμης, πολιορκία της Πενίσκολα. Κατακτήθηκε το βόρειο τμήμα της σημερινής Βαλενθιανικής Κοινότητας και αστικοί πυρήνες όπως η Πενίσκολα, η Μορέλια, ο Μποριάνα και το Άρες.
  • Η δεύτερη, μεταξύ 1225 και 1232, που κατευθύνθηκε στην περιοχή γύρω από την πόλη της Βαλένθια. Ανακηρύχθηκε «σταυροφορία» από τον πάπα Γρηγόριο Ι΄.
  • Η τρίτη, μεταξύ 1243 και 1245, οδήγησαν τα στρατεύματα του Στέμματος μέχρι το όριο που είχε συμφωνηθεί με το Στέμμα της Καστίλης στη συνθήκη της Αλμίθρα το 1244, από την ακτή λίγο πιο βόρεια από τη θέση του Αλικάντε μέχρι τα σημερινά σύνορα με την Καστίλη-Λα Μάντσα. Αυτά τα σύνορα θα επεκταθούν στη συνέχεια προς τα νότια και σε περιοχές της σημερινής Μούρθια.

Η δημιουργία του βασιλείου

Επεξεργασία

Μετά το πέρας της κατάκτησης, ο Ιάκωβος Α΄ αντιστάθηκε στη θέληση των ευγενών της Αραγώνας να εντάξουν τα νέα εδάφη στις ήδη υπάρχουσες φεουδαρχικές τους κτήσεις. Αντίθετα, μετέτρεψε την περιοχή σε ένα αυτόνομο βασίλειο (1239), με δικούς του νόμους (τα «Προνόμια της Βαλένθια»), δικό της κοινοβούλιο (les Corts Valencianes) και νόμισμα, ενωμένο δυναστικά με το Στέμμα της Αραγώνας.

Ο εποικισμός και το μουσουλμανικό στοιχείο

Επεξεργασία

Το νέο βασίλειο εποικίστηκε με Καταλανούς και Αραγωνέζους, αν και μέχρι τον 16ο αιώνα ο μουσουλμανικός πληθυσμός συνέχισε να αποτελεί την πλειοψηφία. Η όχι απαραίτητα ειρηνική συμβίωση προκάλεσε τρεις μεγάλες εξεγέρσεις των μουσουλμάνων του βασιλείου. Ο διωγμός τους το 1609 από την Ισπανία[1] (περίπου 135.000 άτομα) μετά από διαταγή του Φίλιππου Γ΄, από τη μία επέφερε την ειρήνη στο βασίλειο (πολλοί από αυτούς συνεργάζονταν με τους πειρατές από τη Βόρεια Αφρική που λυμαίνονταν τα παράλια) αλλά από την άλλη επέφερε ένα μεγάλο πλήγμα στην τοπική οικονομία, λόγω του κυρίαρχου ρόλου των μουσουλμάνων στη γεωργική παραγωγή.

Όσον αφορά την κοινωνική οργάνωση, από τις απαρχές του, το βασίλειο χαρακτηρίστηκε από την ύπαρξη μιας ισχυρής φεουδαρχικής ελίτ στην επαρχία και την διαμόρφωση μιας έτερης ισχυρής αστικής-εμπορικής ελίτ στις πόλεις. Η εξάρτηση των ελίτ αυτών από τον κατά την περίσταση μονάρχη και η οικονομική εξάρτηση, κυρίως μετά το τέλος του Μεσαίωνα, από την Καστίλη, συνέβαλε αποφασιστικά στην απουσία ισχυρού πατριωτικού συναισθήματος.[2]

Η εποχή ακμής του Βασιλείου

Επεξεργασία

Περί τα μέσα του 14ου αιώνα το Βασίλειο βρέθηκε σε μια δύσκολη κατάσταση. Η επιδημία μαύρης πανώλης είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό ενώ οι διάφοροι πόλεμοι με ή εναντίον του Στέμματος (εναντίον της Καστίλης μεταξύ 1363 και 1364, εξέγερση της Ένωσης εναντίον των αυθαιρεσιών του βασιλιά) και η συμβίωση των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης.

Αντίθετα, ο 15ος αιώνας υπήρξε η εποχή άνθησης του Βασιλείου. Η πόλη της Βαλένθια άκμασε οικονομικά και πολιτισμικά, όντας το πιο σημαντικό αστικό κέντρο του Στέμματος της Αραγώνας και ένα από τα ισχυρότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Αυτό το γεγονός το αποδεικνύει η ίδρυση χρηματοοικονομικών θεσμών, όπως η Taula de canvis, μια δημοτική τράπεζα που υποστήριζε τις εμπορικές δραστηριότητες και το Ανταλλακτήριο Μεταξιού της Βαλένθια, ίσως το σημαντικότερο κέντρο οικονομικών ανταλλαγών της Μεσογείου της εποχής.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική, τότε οικοδομούνται, πέρα του Ανταλλακτηρίου, οι Πύργοι του Σεράνς και το «Μικαλέτ», το καμπαναριό του καθεδρικού της Βαλένθια. Το Κέντρο Γενικών Σπουδών της πρωτεύουσας γίνεται πανεπιστήμιο ενώ παράλληλα αναπτύσσεται ο Βαλενθιανικός Χρυσός Αιώνας των γραμμάτων, που παρήγαγε σπουδαία λογοτεχνικά έργα στα καταλανικά όπως τον Tirant lo Blanc του Ζοανότ Μαρτορέλ.

Οικονομία

Επεξεργασία

Παρά την εμφανή καταλληλότητα του Βασιλείου για την ανάπτυξη της γεωργίας (ευγενικό κλίμα, πεδινό έδαφος), η αποσάθρωση του εδάφους και η απουσία άδρευσης σε μεγάλο μέρος του, δυσκόλεψε την εντατική καλλιέργεια και συνέβαλε στην αποδυνάμωση του αγροτικού πληθυσμού.[3] Κατά τον 17ο αιώνα, η τοπική γεωργική παραγωγή και η ελάχιστη κτηνοτροφία προοριζόταν μόνο για την επιβίωση του πληθυσμού, καθώς, ιδιαίτερα μετά τον διωγμό των μουσουλμάνων, είτε δεν περίσσευε σοδειά είτε ήταν πολύ δύσκολο να πωληθεί σε άλλο μέρος λόγω απουσίας ενεργών εμπορικών δρόμων.[4] Καλλιεργείτο κυρίως σιτάρι και αμπέλι[5], από τα οποία παρήγετο ένα αρκετά κακής ποιότητας κρασί, επίσης δύσκολο να αποφέρει κέρδη, μαζί με το μετάξι, το παραδοσιακά κύριο εξαγώγιμο εμπορικό προϊόν, που απορροφούσε κυρίως η γειτονική Καστίλη.[6]

Όσον αφορά το εμπόριο, κύρια λιμάνια του Βασιλείου πέραν αυτού της πρωτεύουσας που παραδοσιακά λειτούργησε μονάχα ως πύλη ανεφοδιασμού της[7], ανά περιόδους υπήρξαν το Βιναρός στο βορρά, από όπου εξάγονταν το σιτάρι της Αραγωνίας και του Αλικάντε στο νότο. Το τελευταίο, είδε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα στον 16ο και 17ο αιώνα, όταν λειτούργησε σαν κύριο λιμάνι εξαγωγών, εισαγωγών και ναυπηγίας.

Διοίκηση και η εξέγερση των Αδελφοτήτων

Επεξεργασία

Το Βασίλειο της Βαλένθια, από τα τέλη του 13ου αιώνα, διοικείτο βάσει δύο ξεχωριστών διοικήσεων, της Βαλένθια και της Οριόλα. Η πρώτη, που αντιστοιχούσε με τα όρια του Βασιλείου μέχρι το 1245, αποτελείτο με τη σειρά της από τρεις ξεχωριστές διοικήσεις, αυτή της Σάτιβα (στο νότο), της Βαλένθια (στο κέντρο) και της Καστελιό (στο βορρά). Η δεύτερη περιέκλυε τα εδάφη μέρους της σημερινής επαρχίας του Αλικάντε και της αυτόνομης κοινότητας της Μούρθια[8]· η πρωτεύουσά της, Οριόλα[9], ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του βασιλείου. Το 1520 εγκαθιδρύθηκε η Αντιβασιλεία της Βαλένθια, που ανατέθηκε στον Ντιέγο Ουρτάδο δε Μεντόθα, ένα γεγονός που υπήρξε και η αφορμή της Εξέγερσης των Αδελφοτήτων, μιας πολύπλευρης διαμάχης μεταξύ των τοπικών ελίτ και της Ισπανικής Μοναρχίας του Καρόλου Α΄ που είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των τοπικών εξουσιών.

Μετά τον Πόλεμο της Ισπανικης Διαδοχής

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής το Βασίλειο παρότι αρχικά είχε υποστηρίξει τον Φίλιππο των Βουρβόνων, στη συνέχεια ανακήρυξε βασιλιά τον αρχιδούκα Κάρολο στις 17 Αυγούστου του 1705 στη Ντενία. Μετά την ήττα των υποστηρικτών του Καρόλου, ο Φίλιππος Ε΄ απεμπόλησε τους βαλενθιανικούς νόμους και επέβαλε αυτούς της Καστίλης. Οι δύο διοικήσεις αντικαταστάθηκαν από έντεκα corregimientos, υποδιοικήσεις εξαρτώμενες από τον βασιλιά.[10] Ο τίτλος «Βασίλειο της Βαλένθια» συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και τον 19ο αιώνα (π.χ. Εθνοσυνέλευση του Κάδιθ) ώσπου το 1833, με την νέα διοικητική ανασυγκρότηση του ισπανικού κράτους μετονομάστηκε σε Región Valenciana ('Περιοχή της Βαλένθια'). Έκτοτε θα ξαναχρησιμοποιηθεί στον 20ό αιώνα από την αντικαταλανιστική μερίδα των βαλενθιανών εθνικιστών-τοπικιστών ως αντιπαραβολή στον όρο «Βαλενθιανική Χώρα».

Από τη σύστασή του Βασιλείο και μέχρι τον διωγμό των μουσουλμάνων, αποτελείτο από τρεις ισχυρές γλωσσικές κοινότητες, τα αραβικά, τα αραγονικά και τα καταλανικά. Ο παραγκωνισμός της αραβόφωνης κοινότητας έκανε να διατηρηθούν τα αραβικά μέχρι το 1609 ως γλώσσα αυστηρά της κοινότητας αυτής, όσο οι γλώσσες των επικοιστών (καταλανικά και αραγονικά) ισχυροποιούνταν στο βασίλειο. Εν τέλει ο επικοισμός των πλουσιότερων παραλίων του βασιλείου με καταλανούς μετέτρεψε τα καταλανικά στην κυρίαρχη και πλειοψηφική γλώσσα του.

Ωστόσο, από τα μέσα του 17ου αιώνα τα καστιλιανικά, που μέχρι το τέλος του μεσαίωνα δεν μιλιούνταν παρά μόνο σε απομονωμένα χωριά στα σύνορα με την Καστίλη, άρχισαν να χρησιμοποιούνται παράλληλα με τα καταλανικά στο δημόσιο λόγο.[11] Η διοικητική και οικονομική εξάρτηση του Βασιλείου από την Καστίλη από τον 16ο αιώνα κι έπειτα ήταν η κύρια αιτία της εξέλιξης αυτής. Με την εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας της Βαλένθιας, οι αριστοκράτες της πρωτεύουσας που συγκεντρώθηκαν γύρω από την αυλή των νέων Αντιβασιλέων, υιοθέτησαν τα καστιλιανικά και παραμέρισαν τα καταλανικά.[12] Η νέα κωμωδία του Λόπε δε Βέγα, φορέας του ισπανικού αυτοκρατορικού εθνικισμού του 17ου αιώνα, βρήκε στο αριστοκρατικό περιβάλλον της Βαλένθια ευήκοα ώτα.[12] Πέραν της αριστοκρατίας, τα καστιλιανικά υιοθετήθηκαν σχεδόν απόλυτα και από την εκκλησιαστική ιεραρχία[13] παρότι συνέχισαν να αποτελούν την πλειοψηφική προφορική γλώσσα εν χρήσει.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Casey (2008): 5.
  2. Casey (2008): 248.
  3. Casey (2008): 58.
  4. Casey (2008): 57.
  5. Casey (2008): 55.
  6. Casey (2008): 61.
  7. Casey (2008): 82.
  8. Λήμμα «governació»: Αρχειακό υλικό του Αρχείου του Βασιλείου της Βαλένθια [8/2/1015]
  9. Pitarch (2001): 28.
  10. Vicent Giménez Chornet, Compte i raó: la hisenda municipal de la ciutat de València en el segle XVIII, Βαλένθια, Universitat de València, 2002, σελ.79
  11. Pitarch (2001): 27.
  12. 12,0 12,1 Pitarch (2001): 29.
  13. Pitarch (2001): 40.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Vicent Pitarch (2001), Llengua i esglèsia durant el barroc valencià, Institut Interuniversitary de Filologia Valenciana, Edicions de l'Abadia de Montserrat, Βαρκελώνη
  • James Casey (2008), The Kingdom of Valencia in the seventeenth century. Α΄ έκδοση 1979. Cambridge University Press, Cambridge.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία