Στη χημεία, τα αλκαλοειδή αποτελούν κατηγορία οργανικών ενώσεων που απαντώνται στη φύση και περιέχουν είτε ένα άτομο ή λίγα άτομα αζώτου. Πρόκειται για αλκαλικές στην πλειονότητα ουσίες, αν και υπάρχουν και αλκαλοειδή τα οποία είναι ουδέτερα ή ελαφρώς όξινα.[1] Τα κύρια δομικά στοιχεία τους είναι άτομα άνθρακα, οξυγόνου και αζώτου, ενώ σπανιότερα περιέχουν θείο, χλώριο, βρώμιο και φωσφόρο.

Τα αλκαλοειδή εντοπίζονται σε φυτά (π.χ. στα μηκωνοειδή), βακτήρια, μύκητες και ζώα και μπορούν να εκπλυθούν με όξινη εκχύλιση. Παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως λόγω του πλήθους των φαρμακολογικών τους δράσεων όπως η ανθελονοσιακή (κινίνη), αντιασθματική (εφεδρίνη), αγγειοδιασταλτική (βινκαμίνη), αναλγητική (μορφίνη) αντιυπεργυκαιμική (πιπερίνη), αντιβακτηριακή (χελερυθρίνη). Ορισμένα αλκαλοειδή έχουν ψυχοτρόπες (ψιλοκυβίνη) ή διεγερτικές ιδιότητες (κοκαΐνη, καφεΐνη, νικοτίνη, θειοβρωμίνη) και έχουν χρησιμοποιηθεί ως ναρκωτικά ή παραισθησιογόνα. Αρκετά από τα αλκαλοειδή είναι τοξικά (στρυχνίνη, ατροπίνη).[2]

Τα αλκαλοειδή ταξινομούνται επιμέρους, ανάλογα του συντακτικού τύπου τους και με βάση τη φύση και τον αριθμό των πυρήνων τους, (δακτύλιοι ατόμων), καθώς και με τους υποκαταστάτες που συνδέουν αυτούς σε: πυριδίνες, πυρρολιδίνες, τροπάνια, πυρρολιζιδίνες, πουρίνες*, κινολίνες, ισοκινολίνες, ινδόλια, τερπενοειδή και στεροειδή.

Η ταξινόμηση των πουρινών στα αλκαλοειδή αμφισβητείται λόγω των ιδιαίτερων βιοχημικών τους ρόλων.

Στην Ιατρική, τα αλκαλοειδή ταξινομούνται ανάλογα με τη φυσιολογική τους δράση σε: δηλητήρια αλκαλοειδή, ναρκωτικά, αναλγητικά, καρδιοτονωτικά, διεγερτικά αναπνευστικού, αγγειοσυσταλτικά, τοπικά αναισθητικά, μυοχαλαρωτικά και ψυχεδελικά.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «IUPAC Gold Book». goldbook.iupac.org. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2016. 
  2. «The Alkaloids: Chemistry and Pharmacology - ScienceDirect.com». www.sciencedirect.com. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2016.