Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία
Η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία είναι ελληνική επιστημονική εταιρεία που έχει σαν αντικείμενό της την καταγραφή και μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.
Ίδρυση
ΕπεξεργασίαΤο ιδεολογικό και ιστορικό πλαίσιο ίδρυσης
ΕπεξεργασίαΟι διεθνείς τάσεις της επιστήμης είχαν άμεση επίδραση στην πορεία των βυζαντινών σπουδών στην Ελλάδα. Το αίτημα για την προστασία των μεσαιωνικών μνημείων –άρα και των εκκλησιαστικών- είχε αρχίσει να διατυπώνεται σποραδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και συμβάδιζε με την ιδέα αποκατάστασης του Βυζαντίου, που είχε καταδικάσει ο Διαφωτισμός, και συνδεόταν ιδεολογικά με την ανάγκη ενίσχυσης την κοινής εθνικής συνείδησης ώστε να αντιμετωπιστεί το ακόμα ανοικτό εθνικό ζήτημα που ήταν η ενσωμάτωση στον κρατικό κορμό και των λοιπών αλύτρωτων περιοχών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα εκδηλώνεται ζωηρό ενδιαφέρον όχι μόνο για τις αρχαιότητες αλλά και για τα νεώτερα μνημεία, τόσο από το κράτος όσο και από ιδιώτες. Έτσι την ίδια περίοδο ιδρύεται ηΙστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (1882)η οποία ήθελε την ίδρυση μουσείου για να συγκεντρώσει κειμήλια της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και της νεώτερης. [1] [2]
Η ιστορία της ίδρυσης της Εταιρείας
ΕπεξεργασίαΣτη δημιουργία της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας καίριο ρόλο είχε ο Γεώργιος Λαμπάκης [3], με σπουδές θεολογίας στην Αθήνα και Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Γερμανία. Προηγούνται χρονικά της ίδρυσης της Εταιρείας οι αρχαιολογικές περιοδείες του σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας: καταγράφει, φωτογραφίζει, σχεδιάζει μνημεία, περισυλλέγει άμφια, χριστιανικές εικόνες και άλλα χριστιανικά σκεύη. [4] Στη συνέχεια δημοσιεύει άρθρο στην εφημερίδα ‘’Αιών’’ (30 Σεπτεμβρίου 1883), με τίτλο ‘’Η κατάστασις των παρ΄ ημίν χριστιανικών αρχαιοτήτων [5] ‘’ Στις 23 Δεκεμβρίου 1884 στην οικία του Τιμολέοντος Βισβίζη συγκεντρώθηκαν οι Α. Βαρούχας, Δημήτριος Καμπούρογλου, Γεώργιος Λαμπάκης, Γεώργιος Βρούτος, Τ. Βισβίζης, Γ. Ζέζος και Ιωάννης Δαμβέργης, Τίμος Μαράτος, Κ.Πρινόπουλος, Γ. Τσίμας, Π. Κονδύλης, Τ. Δαμβέργης, Κωνσταντίνος Σέκερης, Ευάγγελος Νάνος και Σ. Χατζηγιαννόπουλος και σύστησαν την Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία. Ουσιαστικά ήταν προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας. [6][7]Στις 6 Μαρτίου 1884 υπογράφηκε το Βασιλικό Διάταγμα περί την αναγνώριση της ιδρύσεως της Εταιρείας. [8]Σύμφωνα με το Καταστατικό της, αποστολή της Εταιρείας ήταν «[…]να περισυνάγη και διαφυλάξη τα εν Ελλάδι ή αλλαχού ευρισκόμενα έτι λείψανα της χριστιανικής αρχαιότητος, ων η διάσωσις και η μελέτη συμβάλλουσι προς διαφώτισιν της πατρώας ημών ιστορίας και τέχνης». [9] Μπορεί να μην στόχευε η ίδρυσή της στην αποκλειστική μελέτη του Βυζαντίου, όμως όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος επεσήμαινε, προετοίμαζε «νέον έδαφος εις τας βυζαντιακάς έρευνας». [10]Το 1886 εκλέγεται επίτιμο μέλος ο Χαρίλαος Τρικούπης.[11]Η Εταιρεία τίθεται υπό την ‘’προστασία’’ της Βασίλισσας Όλγας το 1890.[12] Από τους πρώτους στόχους της Εταιρείας ήταν η δημιουργία Μουσείου Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Η πλούσια συλλογή της Εταιρείας ενσωματώθηκε το 1923 στο Βυζαντινό Μουσείο, [13] όπου είναι και η έδρα της Εταιρείας.
Η ονομασία: Βυζαντινή, μεσαιωνική, χριστιανική
ΕπεξεργασίαΓια την εποχή του Γεώργιου Λαμπάκη, η Χριστιανική Αρχαιολογία ήταν η αρχαιολογία της περιόδου μέχρι και πριν από το 800 μ.Χ. Ο Λαμπάκης επιθυμούσε να επεκτείνει τα όρια της χριστιανικής αρχαιολογίας σε κάθε τεκμήριο της Εκκλησιαστικής ζωής, παλιότερης και σύγχρονης. Τους όρους ‘’Βυζάντιο’’ και ‘’βυζαντινός’’ τους απέρριπτε ως ξενόφερτους, ενώ στον όρο ‘’Μεσαιωνικός’’ έβλεπε χρονικούς περιορισμούς σε σχέση με τα δικά του ενδιαφέροντα που υπερέβαιναν εκείνα του ‘’μεσαίωνα’’. Μάλιστα ο Λαμπάκης θεωρούσε πως όποιος μιλούσε για ‘’μεσαιωνικά μνημεία’’ τα αποχριστιανοποιούσε. [14] Έτσι ο αρχικά έντονος θρησκευτικός χαρακτήρας των προσπαθειών του Λαμπάκη και της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας «δείχνει ακριβώς πόσο μεγάλη απήχηση είχε ακόμα η Εκκλησία» [15]
Απήχηση
ΕπεξεργασίαΠροκειμένου να καταρτίσει την πρώτη συλλογή της η Εταιρεία, προκάλεσε μια σειρά εγκυκλίους προς εκπαιδευτικούς, ιερείς και ηγούμενους μοναστηριών με τις οποίες ζητούσε την έμπρακτη συνδρομή τους μέσω της παραχώρησης κειμηλίων. [16] Το γεγονός ότι ένας εκ των ιδρυτών της ήταν ο γλύπτηςΓεώργιος Βρούτος αποδείκνυε πως και οι κοσμικοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούσαν την βυζαντινή τέχνη. Το ότι επίσης μια εφημερίδα της εποχής, η ‘’Παλιγγενεσία’’ με άρθρο της (8/1/1885) χαιρέτησε την ίδρυση της δείχνει τη θετική ανταπόκριση που συνάντησε σε σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης [17]
Έργο
ΕπεξεργασίαΕκδίδει από το 1892 την περιοδική έκδοση ‘’Δελτίον της Αρχαιολογικής Εταιρείας’’. Η έκδοσή του διακρίνεται σε τέσσερις περιόδους : στην α΄: 1892-1911-εδώ συντάχθηκαν οι τόμοι από τον Γεώργιο Λαμπάκη αλλά μετά το θάνατό του το 1914 η έκδοση σταμάτησε. Ακολούθησε η β΄ περίοδος: 1924-1927,στην γ΄:1932-1936/1938: μετά το1932 ονομάστηκε ‘’Πρακτικά της εν Αθήναις Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ‘’ και εκδιδόταν ως παράρτημα του περιοδικού ‘’Byzantinish-neugriechisch Jahrbucher’’ του Νικόλαου Βέη. Τέλος στην δ΄ : 1959 έως σήμερα. [18]Εκδίδεται ανά ένα ή δύο έτη και περιλαμβάνει εργασίες αναφερόμενες στη χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία. Ακόμα εκδίδει τη σειρά ‘’Τετράδια Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης’’, οργανώνει Συμπόσια Ελλήνων επιστημόνων αφιερωμένα στην Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή αρχαιολογία και τέχνη, με πρώτο εκείνο που έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1981.[19][20] Επίσης τα μέλη της παρουσιάζουν επιστημονικές ανακοινώσεις και διαλέξεις.
Πρόεδροι της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας
Επεξεργασία- Τίμος Μαράτος-1884
- Αλέξανδρος Βαρούχας-1884
- Αριστείδης Παππούδωφ 1889
- Σπύρος Παπαφράγκος 1925
- Γεώργιος Σωτηρίου
- Αναστάσιος Ορλάνδος 1966
- Μανόλης Χατζηδάκης 1979
- Γεώργιος Γαλάβαρης1998
- Ηλίας Κόλλιας 2000
- Σοφία Καλοπίση-Βέρτη 2007
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι Βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα. Από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», Σύμμεικτα, τομ.9β (1994), σελ.153κ.εξ. και τα αίτια παραγνώρισης της βυζαντινής τέχνης Ζωή Καλογνώμου-Σκαρλάτου, «Η Βυζαντινή τέχνη στην ελληνική σκέψη της Οθωνικής περιόδου (1833-1862)», στο: Λαμπηδών-Αφιέρωμα στη μνήμη της Ντούλας Μουρίκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αθήνα,2003, σελ.331-338
- ↑ Για τις άλλες επιστημονικές εταιρείες δες: Αγγελική Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία, Αθήνα, εκδ. ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, 2010,σελ.134
- ↑ Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαμπάκης Γεώργιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 8 (1966), στ. 100-102.
- ↑ Αγγελική Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία, Αθήνα, εκδ. ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, 2010,σελ.285
- ↑ Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαμπάκης Γεώργιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 8 (1966), στ. 101.
- ↑ Αγγελική Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία, Αθήνα, εκδ. ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, 2010, σελ. 283-285
- ↑ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ 1 (1892),σελ 3
- ↑ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ 1 (1892),σελ 5
- ↑ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ 1 (1892),σελ 6
- ↑ Τόνια Κιουσοπούλου, «Η πρώτη έδρα Βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών», Μνήμων, τομ.15 (1993), σελ.265
- ↑ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ 1 (1892),σελ 28
- ↑ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ 1 (1892),σελ 84
- ↑ Όλγα Γκράτσιου, «Από την ιστορία του Βυζαντινού Μουσείου», Μνήμων, τομ.11(1987), σελ .54
- ↑ Όλγα Γκράτζιου, «Βυζαντινή αρχαιολογία. Ανάμεσα στην αρχαιολογική προσέγγιση των καταλοίπων της μεσαιωνικής εποχής και την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης», Αρχαιολογία και τέχνες,τχ.88 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003),σελ.25
- ↑ Όλγα Γκράτσιου, «Από την ιστορία του Βυζαντινού Μουσείου», Μνήμων, τομ.11(1987), σελ .63-64
- ↑ Όλγα Γκράτσιου, «Από την ιστορία του Βυζαντινού Μουσείου», Μνήμων, τομ.11(1987), σελ .56
- ↑ Κώστας Μπαρούτας, «Ο διάλογος για τη Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και η αποκατάστασή της», Βυζαντινός Δόμος, τομ.5-6 (1991-1992), σελ.219
- ↑ Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης, «Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.4 (1964),στ.1004-1005
- ↑ Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογίας Εταιρείας,περίοδος Δ’ τόμ. 10 (1980-1981), σελ.380
- ↑ Συνολικά μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 34 συμπόσια δες: 34ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Περιλήψεις ανακοινώσεων, (Αθήνα, 9,10 και 11 Μαΐου 2014), Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 2014
Πηγές
Επεξεργασία- Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ. 1 (1892), σελ. 3-13.
- Όλγα Γκράτζιου, «Βυζαντινή αρχαιολογία. Ανάμεσα στην αρχαιολογική προσέγγιση των καταλοίπων της μεσαιωνικής εποχής και την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης», Αρχαιολογία και τέχνες, τχ. 88 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003), σελ. 22-28.
- Όλγα Γκράτσιου, «Από την ιστορία του Βυζαντινού Μουσείου», Μνήμων, τομ. 11 (1987), σελ. 54-73.
- Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαμπάκης Γεώργιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 8 (1966), στ. 100-102.
- Ζωή Καλογνώμου-Σκαρλάτου, «Η Βυζαντινή τέχνη στην ελληνική σκέψη της Οθωνικής περιόδου (1833-1862)», στο: Λαμπηδών-Αφιέρωμα στη μνήμη της Ντούλας Μουρίκη, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αθήνα, 2003, σελ. 331-338.
- Τόνια Κιουσοπούλου, «Η πρώτη έδρα Βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών», Μνήμων, τομ. 15 (1993), σελ. 257-276.
- Αγγελική Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία, Αθήνα, εκδ. ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, 2010.
- Κώστας Μπαρούτας, «Ο διάλογος για τη Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και η αποκατάστασή της», Βυζαντινός Δόμος, τομ. 5-6 (1991-1992), σελ. 209-233.
- Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι Βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα. Από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», Σύμμεικτα, τομ. 9β (1994), σελ. 153-176.
- Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης, «Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 4 (1964), στ. 1004-1005.
- Μανόλης Χατζηδάκης, «Η έκθεση των εκατό χρόνων της ΧΑΕ», Έκθεση για τα εκατό χρόνια της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884-1984). Κατάλογος Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα, 1984.