Χημικό είδος είναι ένα σύνολο από χημικώς όμοιες μοριακές οντότητες, (άτομα, μόρια, ιόντα, μοριακά θραύσματα ή μοριακές διαμορφώσεις) οι οποίες όταν υποβάλλονται σε μία χημική διαδικασία (χημική ανάλυση ή χημική μέτρηση) τους αποδίδεται το ίδιο σύνολο από ενεργειακές στάθμες στη χρονική κλίμακα του πειράματος. Ο όρος εφαρμόζεται επίσης σε ένα σύνολο από χημικά όμοιες ατομικές ή μοριακές δομικές μονάδες σε μια στερεή διάταξη (ιοντικό ή μεταλλικό πλέγμα).[1]

Για παράδειγμα έστω δύο ισομερείς διαμορφώσεις (μορφομερή) του ίδιου μορίου που εναλλάσσονται γρήγορα από τη μια μορφή στην άλλη. Εάν η μετάβαση από τη μία στην άλλη μορφή είναι αρκετά αργή, στην χρονική κλίμακα που καθορίζεται από τη ραδιοσυχνότητα του NMR φασματομέτρου, τότε ταυτοποιούνται και οι δύο στο NMR φάσμα και θεωρούνται διαφορετικά χημικά είδη. Από την άλλη πλευρά σε μια αργή χημική αντίδραση το ίδιο μείγμα μορφομερών θα συμπεριφερθεί ως ένα χημικό είδος.

Ο όρος αναφέρεται σε μοριακές οντότητες που περιέχουν τα στοιχεία με την συνηθισμένη ισοτοπική αναλογία που εμφανίζεται στη φύση, εκτός αν τα περιφραζόμενα απαιτούν εξαίρεση.

Η διατύπωση του ορισμού έχει στόχο να συμπεριλάβει περιπτώσεις όπως ο γραφίτης, το χλωριούχο νάτριο ή ένα επιφανειακό οξείδιο όπου οι βασικές δομικές μονάδες δεν είναι δυνατόν να απομονωθούν, αλλά και περιπτώσεις όπου απομονώνονται.

Στην κοινή χημική χρήση τα γενικά και ειδικά ονόματα ή οι χημικοί τύποι αναφέρονται σε αμφότερα τα χημικά είδη ή στις μοριακές οντότητες.

Παραπομπές

Επεξεργασία