Τζον Λιστ

Αμερικανός μαζικός δολοφόνος


Ο Τζον Έμιλ Λιστ (Στα Αγγλικά: John Emil List, 17 Σεπτεμβρίου του 1925 - 21 Μαρτίου του 2008) ήταν Αμερικανός μαζικός δολοφόνος[1] καθώς στις 9 Νοεμβρίου του 1971, σκότωσε τη σύζυγο, τη μητέρα και τα τρία του παιδιά στο σπίτι τους στο Ουέστφιλντ του Νιου Τζέρσεϊ, και μετά εξαφανίστηκε. Παρέμενε καταζητούμενος για τα εγκλήματα του από τις αρχές για σχεδόν 18 χρόνια.

Τζον Λιστ
Γέννηση17 Σεπτεμβρίου 1925 (1925-09-17)
Μπέι Σίτι Μίσιγκαν, ΗΠΑ
Θάνατος21 Μαρτίου 2008 (82 ετών)
Ιατρικό Κέντρο St. Francis, Τρέντον (Νιου Τζέρσεϊ)
Ψευδώνυμο(α)Ρόμπερτ Πίτερ "Μόμπ" Κλάρκ
ΙδιότηταΛογιστής
ΚαταδίκηΔολοφονία πρώτου βαθμού (5 κατηγορίες)
ΠοινήΙσόβια κάθειρξη
ΣύζυγοςΈλεν Μόρις Τέιλορ (Έτος γάμου 1951; Έτος θανάτου 1971)​

​​

Ντολόρες Μίλερ Κλάρκ (Έτος γάμου 1985; Έτος διαζυγίου 1989)
Παιδιά3
δεδομένα

Τελικά συνελήφθη στη Βιρτζίνια την 1η Ιουνίου του 1989, καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση με πέντε κατηγορίες δολοφονία πρώτου βαθμού[2] και πέθανε στη φυλακή το 2008 σε ηλικία 82 ετών.

Τα πρώτα χρόνια και η εκπαίδευση

Επεξεργασία

Ο Τζον Έμιλ Λιστ γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1925 στο Μπέι Σίτι του Μίσιγκαν και ήταν το μοναδικό παιδί ενός ζευγαριού με Γερμανοαμερικάνικη υπηκοότητα, συγκεκριμένα του Τζον Φρέντερικ Λιστ (1859 - 1944) και της Άλμα Μπάρμπαρα Φλόρενς Λιστ (1887 - 1971). Μεγάλωσε σε ένα σπιτικό με έντονο το θρησκευτικό στοιχείο. Επιπρόσθετα , οι γονείς του ήταν υπερβολικά προστατευτικοί και αυταρχικοί μαζί του με αποτέλεσμα ο Τζον να γίνει πολύ σοβαρός, απόμακρος και ελάχιστα κοινωνικός σαν άτομο. Όπως και ο πατέρας του, ο Λιστ ήταν αφοσιωμένος Λουθηρανός και δάσκαλος στο Κυριακάτικο Κατηχητικό. Ο Λιστ αποφοίτησε από το Κεντρικό Λύκειο του Μπέι Σίτι το 1943. Την ίδια χρονιά, κατατάχθει στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών και υπηρέτησε ως εργαστηριακός τεχνικός κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πατέρας του πέθανε το 1944. Το 1946, μετά την απόλυση του από τον στρατό, ο Λιστ μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Άν Αρμπορ, από το οποίο πήρε πτυχία διοίκησης επιχειρήσεων και λογιστή. Επίσης, την ίδια περίοδο διορίστηκε ως υπολοχαγός στο ROTC (Reserve Officers' Training Corps/Σώμα Εκπαίδευσης Εφέδρων Αξιωματικών).[3]

Τον Νοέμβριο του 1950, καθώς ο Πόλεμος της Κορέας κλιμακώθηκε, ο Λιστ κλήθηκε να υπηρετήσει ενεργά στον Αμερικάνικο στρατό. Λίγο αργότερα, στο Φόρτ Ούστις της Βιρτζίνια, γνώρισε την Έλεν Μόρις Τέιλορ, η οποία ήταν χήρα ενός αξιωματικού του πεζικού που σκοτώθηκε στην Κορέα και ζούσε με την κόρη της την Μπρέντα. Ο Τζον και η Έλεν παντρεύτηκαν την 1η Δεκεμβρίου του 1951 στη Βαλτιμόρη του Μερίλαντ και η οικογένεια μετακόμισε στη Βόρεια Καλιφόρνια. Ο στρατός, αναγνωρίζοντας τις λογιστικές δεξιότητες του Λιστ τον έστειλε στο Χρηματοπιστωτικό τμήμα του στρατού.[4]

Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης στρατιωτικής του περιοδείας το 1952, ο Λιστ εργάστηκε για μια λογιστική εταιρεία στο Ντιτρόιτ, και στη συνέχεια ως επιθεωρητής ελέγχου σε μια εταιρεία χαρτιού στο Καλαμαζού. Εκεί γεννήθηκαν και τα τρία του παιδιά.[5] Το 1959 ο Τζον είχε ανέβει σε γενικό επιθεωρητή του λογιστικού τμήματος της εταιρείας. Παρά την φαινομενική επιτυχία που είχε εκείνη την περίοδο στον επαγγελματικό τομέα, η έγγαμη ζωή του δεν ήταν τόσο ρόδινη και ήταν γεμάτη απογοητεύσεις που δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί και τελικά τις κατέπνιγε. Συγκεκριμένα η σύζυγος του η Έλεν, είχε εθιστεί στο αλκοόλ και είχε γίνει εντελώς ασταθής σαν χαρακτήρας.[6] Παρά όμως τα πολλά ενδοοικογενειακά τους προβλήματα, είχαν και κάποιες στιγμές χαράς όπως ήταν ο γάμος της κόρης της Έλεν, της Μπρέντα το 1960. Εκείνη την περίοδο ο Τζον Λιστ αποφάσισε να μετακομίσει με την υπόλοιπη οικογένεια στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, για να εργαστεί στην πολυεθνική εταιρεία Xerox, στην οποία στην πορεία έγινε διευθυντής λογιστικών υπηρεσιών. [7] Ωστόσο, το 1965, ο Τζον δέχτηκε μια θέση ως αντιπρόεδρος και επιθεωρητής σε μια τράπεζα στο Τζέρσεϊ Σίτι του Νιου Τζέρσεϊ, και μετακόμισε ξανά με τη σύζυγο, τα παιδιά και τη μητέρα του στην έπαυλη Μπριζ Νολ (Breeze Knoll), δηλαδή σε ένα Βικτωριανό αρχοντικό 19 δωματίων, το οποίο βρισκόταν στο νούμερο 431 της οδού Χιλσάιντ Άβενιου στο Ουέστφιλντ του Νιου Τζέρσεϊ. [8] Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να συντηρήσει οικονομικά την έπαυλη που αγόρασαν, κυρίως με χρήματα που είχε δανειστεί από την μητέρα του ο Τζον και την οποία απέκτησαν μετά από επιθυμία της Έλεν και των παιδιών τους. Αν και στην δουλειά του ήταν τίμιος και επιμελής, δυστυχώς πολλοί εργοδότες απέλυαν τον Τζον αφού δεν έβλεπαν σε αυτόν προσόντα ανέλιξης στην καριέρα του.

Οι δολοφονίες

Επεξεργασία
 
Η Πατρίτσια και ο Τζον Φρέντερικ Λιστ

Στις 9 Νοεμβρίου του 1971, ο Τζον Λιστ δολοφόνησε ολόκληρη την οικογένεια του χρησιμοποιώντας ένα ημιαυτόματο πιστόλι που του άνηκε, με μέγεθος κάλυκα 9mm και τύπου Steyr 1912[9] καθώς επίσης και το περίστροφο του πατέρα του, μάρκας Colt και μέγεθος κάλυκα 22.[10] Αρχικά, όταν τα παιδιά του έφυγαν για το σχολείο, πήγε στην κουζίνα και πυροβόλησε την σύζυγο του την Έλεν (46 ετών), στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Στην συνέχεια ανέβηκε στην σοφίτα όπου η μητέρα του η Άλμα (84 ετών), έπαιρνε το πρωινό της. Αφού την φίλησε την πυροβόλησε πάνω από το αριστερό της μάτι. Έπειτα, καθώς η κόρη του Πατρίσια (16 ετών), και ο μικρότερος γιος του ο Φρέντερικ (13 ετών), έφτασαν το μεσημέρι στο σπίτι, ο Τζον πυροβόλησε τον καθένα τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους. Στην συνέχεια τηλεφώνησε στους λιγοστούς συγγενείς και φίλους της οικογένειας για να τους ενημερώσει ότι θα έλειπαν όλοι οικογενειακώς για εβδομάδες από το σπίτι. Αφού ετοίμασε μεσημεριανό γεύμα για τον εαυτό του, κατευθύνθηκε με το αυτοκίνητο του μέχρι την τράπεζα για να κλείσει τους δικούς του λογαριασμούς και της μητέρας του. Λίγο αργότερα πήγε στο γυμνάσιο για να παρακολουθήσει τον μεγαλύτερο γιο του τον Τζον Φρέντερικ (15 ετών), να παίζει σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Έπειτα αφού γύρισαν μαζί στο σπίτι, ο Τζον τον πυροβόλησε επανειλημμένα, επειδή όπως έδειξαν τα ιατροδικαστικά στοιχεία, ο γιος του προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Ο Λιστ έβαλε τα πτώματα της γυναίκας και των παιδιών του σε υπνόσακους στην σάλα χορού της οικίας. Όμως άφησε την σορό της μητέρας του στο υπνοδωμάτιο της στην σοφίτα γιατί ήταν πολύ βαριά για εκείνον για να την κατεβάσει από τις σκάλες. Στη συνέχεια, καθάρισε τον τόπο του εγκλήματος και έκοψε με ψαλίδι το πρόσωπο του από τις οικογενειακές φωτογραφίες, ενώ μάζεψε και πήρε μαζί του όλες τις προσωπικές του φωτογραφίες. Επίσης άνοιξε το ραδιόφωνο σε ένα θρησκευτικό σταθμό και κατέβασε τον θερμοστάτη του κλιματιστικού για να κρυώσει η ατμόσφαιρα και να καθυστερήσει έτσι την αποσύνθεση των πτωμάτων. Τέλος, άφησε τα φώτα αναμμένα, ελπίζοντας να δώσει την εντύπωση ότι η οικογένεια ήταν ακόμα σπίτι και έφυγε με το αυτοκίνητο του από την έπαυλη.

Οι δολοφονίες ήταν πολύ καλά μελετημένες με αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν στις 7 Δεκεμβρίου του 1971, σχεδόν ένα μήνα αργότερα. Σε αυτό συνέβαλαν επίσης οι απόμακρες σχέσεις της οικογένειας με τους γείτονες, αλλά και οι επιστολές που έστειλε ο Τζον στα σχολεία και στις εργασίες μερικής απασχόλησης των παιδιών του, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι όλη η οικογένεια θα επισκέπτονταν την άρρωστη γιαγιά των παιδιών στη Βόρεια Καρολίνα για κάποιες εβδομάδες. Πράγματι, η μητέρα της Έλεν ήταν άρρωστη και είχε ακυρώσει μια επίσκεψη της στο Ουέστφιλντ λόγω αυτού του γεγονότος. Όπως είπε χρόνια αργότερα ο Λιστ, αν εκείνος και η οικογένεια του είχαν κάνει τελικά αυτό το ταξίδι, η πεθερά του θα ήταν το έκτο του θύμα. Ο Τζον φρόντισε επίσης να διακοπεί η παράδοση γάλατος, του ταχυδρομείου και της εφημερίδας στο σπίτι του. Μετά από πολλές ημέρες, οι γείτονες πρόσεξαν ότι όλα τα δωμάτια του αρχοντικού ήταν φωτισμένα μέρα και νύχτα, χωρίς να υπάρχει εμφανής δραστηριότητα μέσα στο σπίτι. Αφού οι λάμπες άρχισαν να καίγονται μία - μία, εκείνοι κάλεσαν τις αρχές. Οι αστυνομικοί μπήκαν μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο που οδηγούσε στο υπόγειο και πολύ γρήγορα ανακάλυψαν όλα τα πτώματα της οικογένειας. Η ατμόσφαιρα μέσα ήταν ανατριχιαστική και πολύ ψυχρή και σε κάθε δωμάτιο ακουγόταν κλασική μουσική από το σύστημα ενδοσυνεννόησης. Η αστυνομία άρχισε να επιθεωρεί προσεκτικά το υπόλοιπο σπίτι, φοβούμενοι μήπως ο δράστης ήταν ακόμη στον χώρο. Σε μια επιστολή πέντε σελίδων που απευθυνόταν στον πάστορα του, και βρέθηκε στο γραφείο του, ο Τζον ισχυρίστηκε ότι είδε πάρα πολύ κακό στον κόσμο και ότι είχε σκοτώσει την οικογένεια του για να σώσει τις ψυχές τους. Πίστευε ότι οι πιέσεις της ζωής, σε συνδυασμό με την αποχώρηση της συζύγου του από την κοινή τους πίστη, θα παρέσυραν τα παιδιά τους στην ακολασία. Μάλιστα ήταν βέβαιος ότι οι προσπάθειες της κόρης του να γίνει δημοφιλής ηθοποιός θα την οδηγήσουσε στην αμαρτία. Το σκεπτικό του Λιστ ήταν τόσο μπερδεμένο όσο και αποκαρδιωτικό, καθώς έβλεπε τις πράξεις του ως το μόνο μέσο σωτηρίας για να γλιτώσει την οικογένεια του από μια ζωή που θεωρούσε ανάξια και αμαρτωλή.

Το Ουέστφιλντ, το οποίο τότε είχε σε γενικες γραμμές λίγα βίαια κακουργήματα καταγεγραμμένα έως το 1963, έλαβε σύντομα εθνικής προσοχής ως η περιοχή με ένα από τα πιο διαβόητα εγκλήματα του Νιου Τζέρσεϊ, το οποίο συνέβει χρόνια μετά από την απαγωγή και δολοφονία του 20 μηνών Τσαρλς Λίντμπεργκ Τζούνιορ. Λόγο της σοβαρότητας της υπόθεσης, ένα εθνικό ανθρωποκυνηγητό ξεκίνησε για την εύρεση του δράστη και φυσικά ο Τζον Λιστ ήταν ο μοναδικός ύποπτος. Η αστυνομία ερευνούσε εκατοντάδες στοιχεία χωρίς όμως επιτυχία. Όλες οι αξιόπιστες φωτογραφίες του Λιστ είχαν καταστραφεί. Επίσης, το οικογενειακό αυτοκίνητο (ένα πράσινο όχημα μάρκας Chevrolet Impala sedan του 1963) βρέθηκε παρκαρισμένο στο αεροδρόμιο Τζον Κένεντι στη Νέα Υόρκη. Παρόλα αυτά, η αστυνομία δεν βρήκε στοιχεία ότι ο Τζον είχε επιβιβαστεί σε κάποια πτήση. Λίγες ημέρες αργότερα, το σώμα της Άλμα Λιστ μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στο Φρανκενμούθ του Μίσιγκαν, και ταφήθηκε στο Λουθηριανό νεκροταφείο του Αγίου Λορέντζ. Ανόμοια, η Έλεν και τα τρία παιδιά της θαφτηκαν στο νεκροταφείο Φέαρβιου στο Ουέστφιλντ. [11]

Η έπαυλη Μπριζ Νολ παρέμεινε ακατοίκητη μέχρι που καταστράφηκε από πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1972, εννέα μήνες δηλαδή μετά τις δολοφονίες. Παρόλο που η φωτιά επιβεβαιώθηκε ότι ήταν εμπρησμός, η υπόθεση παραμένει ανεπίλυτη μέχρι σήμερα χωρίς όμως να υπάρχει επίσημα κάποιος ύποπτος.[12] Μαζί με το σπίτι καταστράφηκε η εντυπωσιακή υαλογραφία που κοσμούσε την οροφή της σάλας χορού και φημολογείται ότι ήταν υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον Λούις Κόμφορτ Τίφανι. Η αξίας της ανερχόταν τουλάχιστον στα 100.000 δολάρια εκείνη την εποχή (με αξία ισοδύναμη στα 730.000 δολάρια το 2023). Τελικά το 1974, στο οικόπεδο χτίστηκε ένα νέο σπίτι.[12][13]

Μετεγκατάσταση, σύλληψη και δίκη

Επεξεργασία

Πολλά χρόνια αργότερα, το FBI ανακάλυψε ότι το 1971 ο Τζον Λιστ είχε ταξιδέψει με τρένο από το Νιου Τζέρσεϊ πρώτα στο Μίσιγκαν και έπειτα από εκεί στο Κολοράντο. Προφανώς είχε αφήσει το αυτοκίνητο του στο αεροδρόμιο για να παραπλανήσει τις αρχές. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ στις αρχές του 1972 και εργάστηκε αρχικά σαν μάγειρας και έπειτα ως λογιστής με το όνομα Ρόμπερτ Πίτερ "Μπόμπ" Κλαρκ. Το ονοματεπώνυμο στην πραγματικότητα άνηκε σε ένα σπουδαστή από το πανεπιστήμιο που αποφοίτησε. Εντούτοις, ο πραγματικός Μπομπ Κλαρκ αργότερα δήλωσε ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον Τζον Λιστ.[14] Εν τω μεταξύ, από το 1979 έως το 1986, ο Λιστ ήταν ο επιθεωρητής σε μια εταιρεία κατασκευής χαρτόκουτων έξω από το Ντένβερ. Εκεί εντάχθηκε και σε μια Λουθηράνικη εκκλησία και με το όχημα του έκανε συνεπιβατισμό για να μεταφέρει μέλη της εκκλησίας που δεν είχαν μέσο μεταφοράς. Σε μια λειτουργία γνώρισε την Ντολόρες Μίλερ, μια υπάλληλο καταστήματος PX του Στρατού (Post Exchange/Στρατιωτικό ανταλλακτήριο) και την παντρεύτηκε το 1985. Τον Φεβρουάριο του 1988, το ζευγάρι μετακόμισε σε ένα σπίτι στην περιοχή Μπράντερμιλ του Μιντλόθιαν στη Βιρτζίνια, όπου ο Τζον, χρησιμοποιώντας ακόμα το όνομα Μπομπ Κλαρκ, εργάστηκε και εκεί ως λογιστής στην λογιστική εταιρεία Maddrea, Joyner, Kirkham & Woody.[15][16] Η Ντολόρες φυσικά είχε άγνοια για το παρελθόν του συζύγου της και δεν γνώριζε την πραγματική του ταυτότητα.

Πριν λάβουν χώρα όμως όλα αυτά, τα χρόνια περνούσαν και φαινόταν ότι ο Λιστ είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί από το Ουέστφιλντ χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος. Παρόλα αυτά, κάθε χρόνο και συγκεκριμένα την ημέρα που ήταν η επέτειος των δολοφονιών, η αστυνομία υπενθύμιζε στο κοινό την υπόθεση με την ελπίδα να λάβει νέα στοιχεία. Επιπλέον το 1972, ο Τζον προτάθηκε ως ύποπτος στην υπόθεση αεροπειρατείας του Νταν Κούπερ λόγω της εποχής που εξαφανίστηκε και διάπραξε τους φόνους της οικογένειας του (και οι οποίοι έγιναν ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από την αεροπειρατεία). Επιπρόσθετα, τον θεώρησαν ύποπτο εξαιτίας της ομοιότητας που είχε εμφανισιακά με τον δράστη της αεροπειρατείας σύμφωνα με τις περιγραφές των μαρτύρων. [17] [18]

Παρά όμως τις συνεχείς προσπάθειες των αρχών δεν υπήρχε καμία πρόοδος στην έρευνα τους. Ωστόσο, το 1988, μια νέα τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο "America's Most Wanted" ("Οι πιο καταζητούμενοι της Αμερικής") έκανε το ντεμπούτο της στον τηλεοπτικό σταθμό Fox[19] με παρουσιαστή τον Τζον Γολς, έναν άνθρωπο που είχε βιώσει την τραγωδία της απαγωγής και της δολοφονίας του παιδιού του. Η εκπομπή είχε στόχο να επιστήσει την προσοχή σε ανεξιχνίαστες υποθέσεις και να βοηθήσει στη σύλληψη φυγάδων. Η αστυνομία του Ουέστφιλντ πίστευε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία τους να φέρουν επιτέλους τον Τζον Λιστ ενώπιον της δικαιοσύνης και πλησίασαν τους υπευθύνους της εκπομπή με την ελπίδα να μεταδώσουν την ιστορία του. Αρχικά υπήρχε δισταγμός κυρίως από τους παραγωγούς της εκπομπής επειδή η υπόθεση ήταν ήδη πολύ παλιά και πίστευαν ότι ο κόσμος δεν θα θυμόταν λεπτομέρειες για να μπορέσει να βοηθήσει ουσιαστικά. Ωστόσο πείστηκαν τελικά να το κάνουν όταν το αστυνομικό τμήμα παρείχε στην εκπομπή μια προτομή που είχε δημιουργηθεί με βάση τις φωτογραφίες από το στρατιωτικά αρχεία του Τζον Λιστ. Επίσης βασίστηκαν σε μία οικογενειακή φωτογραφία που έλαβαν οι αρχές από συγγενείς του Τζον, η οποία είχε τραβηχθεί λίγο καιρό πριν διαπράξει τους φόνους. Ο ιατροδικαστής Φράνκ Μπέντερ με την βοηθεια μιας ομάδας, κατασκεύασε το ομοίωμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να απεικονίσει τον Τζον Λιστ πιο γερασμένο και όπως θα ήταν πιθανόν εμφανισιακά το 1989. [20] Έφτιαξαν δε τον ίδιο σκελετό γυαλιών που φορούσε ο Τζον την εποχή των φόνων, με την ελπίδα ότι θα φορούσε ακόμα παρόμοια γυαλιά. Η εκπομπή βγήκε στον αέρα στις 21 Μαΐου του 1989 και υπενθύμισε στο κοινό το έγκλημα της οικογένειας Λιστ που τότε ήταν άλυτο για 17 έτη, 6 μήνες και 23 ημέρες. Όταν το επεισόδιο προβλήθηκε υπήρξαν πολλά τηλεφωνήματα στην εκπομπή από τηλεθεατές που θεωρούσαν ότι είχαν χρήσιμες πληροφορίες για την υπόθεση. Μέσα σε αυτούς ήταν και μια γυναίκα που ονομαζόταν Γουάντα Φλάνερι και η κόρης της. Καθώς παρατήρησαν τις λεπτομέρειες της ζωής του Λιστ, η κόρη της Γουάντα συμπέρανε ότι τα χαρακτηρίστηκα του άντρα της προτομής ταίριαζαν με εκείνα του γείτονα τους Μπομπ Κλαρκ. Ανέφεραν τις υποψίες τους στο FBI, το οποίο άρχισε γρήγορα την έρευνα. Σαν αποτέλεσμα, την 1η Ιουνίου του 1989, δηλαδή σε λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την μετάδοση της εκπομπής, ο Τζον συνελήφθη σε μια λογιστική εταιρεία του Ρίτσμοντ.[21][22] Ο Τζον Λιστ συνέχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο του για αρκετούς μήνες, ακόμη και μετά την σύλληψη του το 1989 στην Κομητεία Γιούνιον του Νιου Τζέρσεϊ. Παρόλο που σύντομα αποδείχτηκε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα που υπήρχαν στα στρατιωτικά αρχεία του Τζον Λιστ και αυτά που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος είχαν πλήρη ταύτιση με τα δικά του, εκείνος συνέχισε να αρνείται ότι είναι ο Τζον Λιστ. Τελικά ομολόγησε την αληθινή του ταυτότητα στις 16 Φεβρουαρίου του 1990.[23][24] [18] Επίσης όταν ανακρίθηκε από τους ερευνητές του FBI όσον αφορά τις υποψίες τους για την αεροπειρατεία, ο Τζον αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση Κούπερ. Ενώ το όνομα του μέχρι σήμερα αναφέρεται περιστασιακά σε άρθρα και ντοκιμαντέρ για την υπόθεση Κούπερ, κανένα άμεσο στοιχείο δεν τον συνδέει με αυτήν, και το FBI δεν τον θεωρεί πλέον ύποπτο για την αεροπειρατεία. [25]

Κατά τη δίκη, ο Τζον κατέθεσε ότι οι οικονομικές του δυσκολίες έφτασαν στο αποκορύφωμα τους το 1971, όταν έχασε την δουλεία του μετά το κλείσιμο της τράπεζας που εργαζόταν στο Τζέρσεϊ Σίτι. Για να αποφύγει να μοιραστεί αυτή την ταπεινωτική εξέλιξη με την οικογένεια του, ο Λιστ συνέχιζε κάθε πρωί να ετοιμάζεται για την δουλειά και να φεύγει από το σπίτι. Εντούτοις περνούσε την ημέρα του αναζητώντας νέα εργασία ή βρισκόμενος στον σταθμό τρένων του Ουέστφιλντ και διαβάζοντας εκεί εφημερίδες μέχρι να φτάσει η ώρα για να επιστρέψει στο σπίτι του. Επιπλέον ο Τζον αποσπούσε χρήματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της μητέρας του για να αποφύγει την κατάσχεση της οικογενειακής έπαυλης λόγω του ότι την είχε υποθηκεύσει.[26] Καθώς προχωρούσε το έτος, τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας γίνονταν όλο και πιο έντονα. Έτσι, ο Τζον ενθάρρυνε τα παιδιά του να αναζητήσουν εργασία μερικής απασχόλησης, φαινομενικά για να τους διδάξει ωριμότητα και ευθύνη, αλλά στην πραγματικότητα για μπορέσει να κρατήσει την οικογένεια οικονομικά ενεργή.

Επίσης, αντιμετώπιζε τον αλκοολισμό της γυναίκας του και την τριτογενής μορφής σύφιλη που εκείνη είχε αποκτήσει από τον πρώτο της σύζυγο και την οποία έκρυβε από τον Τζον για 18 χρόνια. Σύμφωνα με τη κατάθεση του στην δίκη του, η Έλεν είχε πιέσει τον Τζον να την παντρευτεί ισχυριζόμενη ψευδώς ότι την είχε αφήσει έγκυο, και στη συνέχεια επέμεινε να παντρευτούν στο Μέριλαντ. Ο λόγος σύμφωνα με τον Λιστ ήταν ότι σε αυτή την πόλη δεν υπήρχε ως απαραίτητο έγγραφο γάμου το προγαμιαίο τεστ σίφιλης όπως συνέβαινε σε άλλες πολιτείες εκείνη την εποχή.[27] Αν και η υγεία της άρχισε να φθίνει σταδιακά, δεν είπε τίποτα στον Τζον ή στους γιατρούς της μέχρι το 1969. Έπειτα όμως αναγκάστηκε να το παραδεχτεί, όταν μια λεπτομερή εξέταση αποκάλυψε την κατάσταση της. Μέχρι τότε και σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η εξέλιξη της νόσου σε συνδυασμό με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ της είχε προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην όραση της και την είχε "μεταμορφώσει σε μια παρανοϊκή και ατημέλητη ερημίτισσα" [28] η οποία συχνά - και πολλές φορές δημόσια - ταπείνωνε τον Τζον, συγκρίνοντας δυσμενώς την σεξουαλική του ικανότητα με εκείνη του πρώτου της συζύγου.[29]

Ένας ψυχίατρος που διορίστηκε από το δικαστήριο κατέθεσε ότι ο Τζον υπέφερε από εμμονική - επιτακτική διαταραχή προσωπικότητας και ότι έβλεπε μόνο δύο λύσεις στην κατάσταση του. Είτε να δεχτεί βοήθεια από την πρόνοια ή να σκοτώσει την οικογένεια του και να στείλει τις ψυχές τους στον παράδεισο.[30] Ωστόσο ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρόνοια ήταν μια απαράδεκτη επιλογή, καθώς σκέφτηκε ότι αυτό θα έριχνε τον ίδιο και την οικογένεια του σε δημόσια γελοιοποίηση. Επιπλέον πίστευε ότι αυτή η λύση θα ήταν παραβίαση των διδασκαλιών του αυταρχικού πατέρα του σχετικά με την φροντίδα και την προστασία που έπρεπε να παρέχει στα μέλη της οικογένειας του.

Στις 12 Απριλίου του 1990, ο Λιστ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για πέντε ανθρωποκτονίες πρώτου βαθμού, χωρίς την δυνατότητα αναστολής.[31] Κατά την ακρόαση της καταδίκη του, αρνήθηκε την άμεση ευθύνη για τις ενέργειες του, δηλώνοντας: "Νομίζω ότι λόγω της ψυχικής μου κατάστασης εκείνη την εποχή, δεν ήμουν υπεύθυνος γι' αυτό που συνέβη. Ζητώ από όλους που επηρεάστηκαν [από τις ενέργειες μου] τη συγχώρεση τους, την κατανόηση και την προσευχή τους". [32] Ο δικαστής δεν πείστηκε από τα λεγόμενα του και δήλωσε: "Ο Τζον Έμιλ Λιστ είναι αμετανόητος και δεν έχει τιμή". "Μετά από 18 χρόνια, πέντε μήνες και 22 ημέρες, ήρθε η ώρα να ακουστούν οι φωνές της Έλεν, της Άλμα, της Πατρίσια, του Φρέντερικ και του Τζον Φ. Λιστ και να σηκωθούν από τον τάφο".[31] Η έλλειψη ενσυναίσθησης και οι εκλογικεύσεις του Τζον για τους φόνους που διέπραξε άφησαν πολλούς προβληματισμένους. Ορισμένοι ειδικοί πρότειναν ότι η ψυχική κατάσταση του Λιστ είχε επιδεινωθεί με τα χρόνια, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται την οικογένεια του ως βάρος και όχι ως πηγή αγάπης και υποστήριξης.

Ο Λιστ έκανε έφεση για να αναιρέσει την καταδίκη του με το επιχείρημα ότι η κρίση του είχε επηρεαστεί από μετατραυματική διαταραχή λόγω της στρατιωτικής του υπηρεσίας. Υποστήριξε επίσης ότι το γράμμα που άφησε πίσω του στον τόπο του εγκλήματος (ουσιαστικά την ομολογία του), ήταν μια εμπιστευτική επικοινωνία με τον πάστορα του και επομένως ήταν απαράδεκτο που χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη στο δικαστήριο. Ωστόσο το εφετείο απέρριψε και τα δύο του επιχειρήματα.

Ο Λιστ τελικά εξέφρασε σε κάποιο βαθμό την μετάνοια του για τα εγκλήματα του, όταν το 2002 ανέφερε στην δημοσιογράφο Κόνι Τσανγκ τα εξής: "Εύχομαι να μην είχα κάνει ποτέ αυτό που έκανα. Μετανιώνω για την πράξη μου και προσεύχομαι για συγχώρεση από τότε". [33] Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε αυτοκτονήσει, είπε ότι θεωρούσε ότι η αυτοκτονία θα τον είχε εμποδίσει να πάει στον παράδεισο, όπου είχε την ελπίδα να επανενωθεί με την οικογένεια του.

Ο Τζον Λιστ πέθανε από επιπλοκές που του έφερε η πνευμονία σε ηλικία 82 ετών στις 21 Μαρτίου του 2008, ενώ εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο του Αγίου Φρανσίσκου στο Τρέντον του Νιου Τζέρσεϊ. Όταν η εφημερίδα Star-Ledger δημοσίευσε άρθρο για τον θάνατο του, χαρακτήρισε τον Τζον ως τον "Φόβο και το τρόμο του Ουέστφιλντ".[34]

Τηλεόραση, κινηματογράφο και ποπ κουλτούρα

Επεξεργασία

Με τα χρόνια, ο Τζον Λιστ και τα εγκλήματα του έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευση για ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικά δράματα και ταινίες, όπως : την σειρά "Savior"("Σωτήρας"), την σειρά Law & Order ("Νόμος και Τάξη") στην 6η σεζόν στο 16ο επεισόδιο, στην ταινία του 1987 "The Stepfather" ("Ο Πατριός") και στο ριμέικ της ιδίας ταινίας το 2009, στην ταινία του 1993 "Judgment Day: The John List Story" ("Η Ημέρα της Κρίσης: Η ιστορία του Τζον Λιστ"), στην οποία ο Τζον ενσαρκώθηκε από τον ηθοποιό Ρόμπερτ Μπλέικ.[35] Τέλος ήταν ο χαρακτήρας Κάιζερ Σοζ στην ταινία του 1995 "The Usual Suspects" ("Οι Συνήθεις Ύποπτοι").

Το 2008, ο Τζον Γολς, ο παρουσιαστής της εκπομπής "America's Most Wanted" ("Οι πιο καταζητούμενοι της Αμερικής"), δώρισε την προτομή του ιατροδικαστή Φράνκ Μπέντερ που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σύλληψη του Τζον Λιστ, σε μια έκθεση ιατροδικαστικής επιστήμης στο Εθνικό Μουσείο Εγκλήματος & Τιμωρίας στην Ουάσινγκτον, η συλλογή του οποίου μεταφέρθηκε αργότερα στο Εγκληματολογικό Μουσείο Αλκατράζ Ιστ στο Πίτζιον Φόρτζ, στο Τενεσί.

Ένα επεισόδιο της σειράς "Forensic Files" ("Εγκληματολογικά Αρχεία") του 1996 έκανε αναφορά στις δολοφονίες του Λιστ.[36] Επίσης ένα επεισόδιο του 2003 της σειράς "American Justice" ("Αμερικανική Δικαιοσύνη") περιέγραψε επίσης την υπόθεση και περιλάμβανε μια συνέντευξη του Τζον Λιστ.[37] Το 2015, η ιστορία καλύφθηκε στην 2η σεζόν και στο 2ο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς "Your Worst Nightmare" ("Ο χειρότερος εφιάλτης σου" του τηλεοπτικού σταθμού Investigation Discovery. Το επεισόδιο με τίτλο "Murder House" ("Το σπίτι της ανθρωποκτονίας") έκανε πρεμιέρα στις 18 Νοεμβρίου του 2015.[38]

Η ταινία με τίτλο "A Killer Next Door" ("Ένας Δολοφόνος της Διπλανής Πόρτας"), βασισμένη στα γεγονότα που οδήγησαν στην σύλληψη του Τζον Λιστ, κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2020. [39]

Το 2022, η διαδικτυακή σελίδα NJ Advance Media κυκλοφόρησε μια σειρά podcast για τα γεγονότα με τίτλο το "Father Wants Us Dead" ("Ο Πατέρας Μας Θέλει Νεκρούς"). [40]

Επιπρόσθετα το 2022, η πλατφόρμα Netflix κυκλοφόρησε μια δραματική μίνι σειρά επτά επεισοδίων με τίτλο "The Watcher" ("Ο Παρατηρητής"). Η σειρά βασίζεται σε μια άλλη πραγματική υπόθεση και συγκεκριμένα σε εκείνη του ζεύγους Ντέρεκ και Μαρία Μπράντους, οι οποίοι το 2014 αγόρασαν μια έπαυλη στο Ουέστφιλντ του Νιου Τζέρσεϊ που χτίστηκε το 1905, και έκτοτε λάμβαναν απειλητικά γράμμα από ένα άτομο που δεν τακτοποιήθηκε ποτέ και έγινε μόνο γνωστό ως «ο Παρατηρητής». Η σύνδεση αυτής της υπόθεσης με εκεινής του Τζον Λιστ είναι ότι ο χαρακτήρας του Τζον Γκράφ που περιλαμβάνεται μέσα στην σειρά, στην ουσία απεικονίζει τον Λιστ και την ιστορία των φόνων του. Ο ρόλος του Τζον Γκράφ, που ενσαρκώθηκε από τον ηθοποιό Τζο Μαντέλο, ήταν παρόμοιος με τον πραγματικό Τζον Λιστ, με διάφορους τρόπους, όπως ότι του έμοιαζε εμφανισιακά, ότι ήταν λογιστής και ότι ήταν μέλος μιας Λουθηρανικής εκκλησίας. Επιπλέον κατά την διάρκεια της σειράς αποκαλύπτεται ότι στο παρελθόν είχε ζήσει με την οικογένεια του στην έπαυλη που πλέον ζει η οικογένεια που τρομοκρατείται από τις επιστολές του Παρατηρητή. Τέλος δολοφόνησε τα μέλη της οικογένειας του μέσα στο αρχοντικό για λόγους ηθικής, άφησε μουσική να παίζει μέσα στο σπίτι και σχεδίασε ένα άλλοθι για να μην ανακαλυφθούν τα θύματα του για αρκετές εβδομάδες.

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. «Serial Killers vs. Mass Murderers». Crime Museum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2018. 
  2. «MyCentralJersey.com». www.mycentraljersey.com. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2022. 
  3. Ryzuk 1990, σελ. 101
  4. Benford & Johnson 1991, σελίδες 120–125
  5. Benford & Johnson 1991, σελίδες 126–7
  6. Benford & Johnson 1991, σελίδες 131–7
  7. Benford & Johnson 1991, σελίδες 137–9
  8. Benford & Johnson 1991, σελίδες 153–60
  9. Benford & Johnson 1991, σελ. 117
  10. Benford & Johnson 1991, σελ. 285
  11. Ramsland, Katherine. «John List». TruTV. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013. 
  12. 12,0 12,1 «Breeze Knoll: The John List Murder House». HouseCrazy. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2015. 
  13. Stout, D. (March 25, 2008). «John E. List, 82, Killer of 5 Family Members, Dies». The New York Times (New York City). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις January 18, 2018. https://web.archive.org/web/20180118060436/http://www.nytimes.com/2008/03/25/nyregion/25list1.html. Ανακτήθηκε στις September 26, 2013. 
  14. Sharkey 1990
  15. May, Clifford D. (June 6, 1989). «Prosaic Life of Suspect in '71 New Jersey Murders». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις May 19, 2021. https://web.archive.org/web/20210519012210/https://www.nytimes.com/1989/06/09/nyregion/prosaic-life-of-suspect-in-71-new-jersey-murders.html. Ανακτήθηκε στις May 18, 2021. 
  16. «Real Estate Assessment Data for 13919 Sagewood Trace». chesterfield.gov. Chesterfield County. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2021. 
  17. Coreno, Catherine (October 22, 2007). «D.B. Cooper: A Timeline». New York. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις July 6, 2018. https://web.archive.org/web/20180706063155/http://nymag.com/news/features/39617/. Ανακτήθηκε στις January 10, 2008. 
  18. 18,0 18,1 Benford & Johnson 1991, σελίδες 76–77
  19. «Notorious AMW Fugitive John List Dead at 82». America's Most Wanted. 24 Μαρτίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013. 
  20. Fox, Margalit (July 30, 2011). «Frank Bender, 'Recomposer' of Faces of the Dead, Dies at 70». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις December 20, 2013. https://web.archive.org/web/20131220032804/http://www.nytimes.com/2011/07/31/us/31bender.html. Ανακτήθηκε στις September 29, 2013. 
  21. «FBI Richmond Division History». Federal Bureau of Investigation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2011. 
  22. Ryzuk 1990, σελίδες 396–399
  23. Ryzuk 1990, σελ. 452
  24. Burling, Stacey; Horner, Carol; Saffron, Inga (June 11, 1989). «'He Just Fit Right In' – And That's How He Hid If Not for a TV Show, John List's New Life Might Have Forever Remained a Secret». The Philadelphia Inquirer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις April 29, 2015. https://web.archive.org/web/20150429104821/http://articles.philly.com/1989-06-11/news/26109127_1_law-officers-robert-p-clark-police-career. Ανακτήθηκε στις March 30, 2016. 
  25. McCracken, Elizabeth (December 28, 2008). «Wanted: A Killer Disappears Into Another Life». The New York Times (New York City). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις January 5, 2018. https://web.archive.org/web/20180105215737/http://www.nytimes.com/2008/12/28/magazine/28List-t.html. Ανακτήθηκε στις May 6, 2010. 
  26. Halverson, Kathy (February 17, 2001). «The List Murders Stun Westfield In 1971». The Westfield Leader (Westfield, New Jersey). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις March 21, 2006. https://web.archive.org/web/20060321184241/http://www.goleader.com/list/. Ανακτήθηκε στις June 28, 2007. 
  27. Benford & Johnson 1991, σελίδες 125–30
  28. Sullivan, Joseph F. (April 7, 1990). «Slaying Suspect Saw 2 Choices, Doctor Testifies». The New York Times (New York City). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις December 17, 2019. https://web.archive.org/web/20191217054051/https://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9C0CE0DE1630F934A35757C0A966958260. Ανακτήθηκε στις May 6, 2010. 
  29. Benford & Johnson 1991, σελίδες 130–35
  30. «I Know That What Has Been Done Is Wrong». The New York Times (New York City). March 29, 1990. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις May 12, 2017. https://web.archive.org/web/20170512101536/http://www.nytimes.com/1990/03/29/nyregion/i-know-that-what-has-been-done-is-wrong.html. Ανακτήθηκε στις March 30, 2016. 
  31. 31,0 31,1 «Killer of Family Gets 5 Life Terms : Court: Judge sentences accountant who murdered his mother, wife and children 18 years ago to the maximum sentence». The Los Angeles Times. Associated Press (Los Angeles, California: Tronc). May 11, 1990. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις August 29, 2016. https://web.archive.org/web/20160829032023/http://articles.latimes.com/1990-05-01/news/mn-423_1_maximum-sentence. Ανακτήθηκε στις July 18, 2021. 
  32. «Judge Sentences Family Killer to Life in Prison». The Los Angeles Times. Associated Press (Los Angeles, California: Tronc). May 20, 1990. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις September 28, 2013. https://web.archive.org/web/20130928113316/http://articles.latimes.com/1990-05-02/news/mn-174_1_life-sentences. Ανακτήθηκε στις September 26, 2013. 
  33. List & Goodrich 2006, σελ. 80
  34. Di Ionno, Mark (March 25, 2008). «The boogeyman of Westfield, a ghost story that won't end». The Star Ledger (Newark, New Jersey: Advance Publications). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις February 29, 2012. https://web.archive.org/web/20120229084530/http://blog.nj.com/njv_mark_diionno/2008/03/the_bogeyman_of_westfield_a_gh.html. Ανακτήθηκε στις December 29, 2018. 
  35. Ryan, Desmond (December 3, 1989). «How Profitable Sequels Succeed: They Just Bring 'em Back Alive». The Philadelphia Inquirer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις March 4, 2016. https://web.archive.org/web/20160304000217/http://articles.philly.com/1989-12-03/entertainment/26158069_1_stepfather-mortal-coil-predator-ii. Ανακτήθηκε στις April 19, 2013. 
  36. «The List Murders». IMDb.com. Forensic Files. 12 Δεκεμβρίου 1996. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2018. 
  37. «To Save Their Souls». TV.com. American Justice. 12 Φεβρουαρίου 2003. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2018. 
  38. «Murder House». investigationdiscovery.com. Your Worst Nightmare. 18 Νοεμβρίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2018. 
  39. «A Killer Next Door». IMDb.com. 21 Ιουλίου 2020. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2021. 
  40. Everett, Rebecca (14 Μαΐου 2022). «'Father Wants Us Dead' podcast is a hit. Catch up on the first 3 episodes». NJ.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2022.