Τερβιναφίνη
Η τερβιναφίνη (αγγλ. terbinafine)[1] είναι αλλυλαμίνη, συνθετική δραστική ένωση που, ως φάρμακο, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης. Πωλείται, μεταξύ άλλων, με την εμπορική ονομασία Lamisil στην Ελλάδα, ή την ονομασία Terbinafine/Target.
Κύρια δράση
ΕπεξεργασίαΗ δράση της αφορά πρωτίστως στην επίδραση της εποξειδάσης του σκoυαλεvίoυ στην κυτταρική μεμβράνη των μυκήτων. Σε μικρή συγκέντρωση, η τερβιναφίνη είναι μυκητοκτόνος κατά των δερματόφυτων, όπως επίσης και των ευρωτομυκήτων και κάποιων εκ των δίμορφων μυκήτων. Η δράση της κατά των ζυμομυκήτων, που είναι και οι σπουδαιότεροι, είναι είτε μυκητοκτόνος είτε μυκητοστατική ανάλογα με τον τύπο του ζυμομύκητα.
Χρήσεις
ΕπεξεργασίαΕυρέως χρησιμοποιείται[2] για τη θεραπεία των ακόλουθων παθήσεων: ποικιλόχρους πιτυρίασης (Pityriasis versicolor), δερματομυκητιάσεων ποδών (πόδι του αθλητή), μηροβουβωνικών πτυχών, ψιλού δέρματος, δερματικής καντιντίασης, μυκητιασικών λοιμώξεων των νυχιών (λ.χ. ονυχομυκητίασης) και τριχοφυτίασης.[3][4][5] Λαμβάνεται από το στόμα, αν και συνήθως εφαρμόζεται στο δέρμα ή ως κρέμα ή αλοιφή.[6] Ως αλοιφή είναι πιο αποτελεσματική για τις μολύνσεις των νυχιών.[7]
Ανεπιθύμητες ενέργειες
ΕπεξεργασίαΟι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες -όταν λαμβάνεται από το στόμα- περιλαμβάνουν: ναυτία, διάρροια, πονοκέφαλο, βήχα, εξάνθημα.[3] Οι σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν και αλλεργικές αντιδράσεις. Η χρήση της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνήθως δεν συνιστάται.
Η κρέμα και η αλοιφή πιθανόν να προκαλέσουν κνησμό (φαγούρα), αλλά γενικά είναι καλά ανεκτές.[4] Η τερβιναφίνη ανήκει στην οικογένεια των φαρμάκων των αλλυλαμινών. Λειτουργεί μειώνοντας την ικανότητα των μυκήτων να παραγάγουν στερόλες. Φαίνεται ότι προκαλεί θάνατο στα κύτταρα των μυκήτων.[8]
Ιστορικό
ΕπεξεργασίαΗ τερβιναφίνη αναπτύχθηκε για πρώτη φορά το 1991. Είναι στον Κατάλογο Βασικών Φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[9] Το 2017 ήταν το 307ο πιο συχνότερο συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με περισσότερες από ένα εκατομμύριο συνταγές.[10]
Η τερβιναφίνη είναι κυρίως αποτελεσματική σε μύκητες της οικογένειας των Onygenales και σε ορισμένους ζυμομύκητες του γένους Candida (λ.χ. Candida glabrata).
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Δραστική ουσία - Τερβιναφίνη - Γενικά». Γαληνός. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2021.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2021.
- ↑ 3,0 3,1 «Terbinafine Hydrochloride». The American Society of Health-System Pharmacists. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ 4,0 4,1 «Lamisil 1% w/w Cream – Summary of Product Characteristics (SPC) – (eMC)». electronic Medicines Compendium (eMC). 17 Μαρτίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ Crawford, F (2009-07-20). «Athlete's foot.». BMJ Clinical Evidence 2009. PMID 21696646.
- ↑ World Health Organization model list of essential medicines: 21st list 2019. Geneva: World Health Organization. 2019. WHO/MVP/EMP/IAU/2019.06. License: CC BY-NC-SA 3.0 IGO.
- ↑ Rang & Dale's Pharmacology (9η έκδοση). Elsevier. 2018. σελ. 694. ISBN 9780702074479.
- ↑ «Terbinafine». www.drugbank.ca. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2017.
- ↑ World Health Organization model list of essential medicines: 21st list 2019. Geneva: World Health Organization. 2019. hdl:10665/325771. WHO/MVP/EMP/IAU/2019.06. License: CC BY-NC-SA 3.0 IGO.
- ↑ «Terbinafine - Drug Usage Statistics». ClinCalc. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2020.