Τεοντάτο (δόγης)
Ο Τεοντάτο, επίσης γνωστός ως Ντιοντάτο ή Ντεοντάτο (... - ...), ήταν, σύμφωνα με την παράδοση "Στρατιωτικός Μάγιστρος" της Βενετίας (740) και στην συνέχεια Δόγης της Βενετίας (742 - 755)
Τεοντάτο | |
---|---|
Περίοδος | 742 - 755 |
Προκάτοχος | Τζιοβάνι Φαμπριτσιάκο |
Διάδοχος | Γκάλλα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΟι πληροφορίες που είναι γνωστές γι'αυτόν προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τον χρονικογράφο Τζιοβάνι Ντιάκονο, ο οποίος έζησε στην διάρκεια του 11ου αιώνα.
Προερχόταν από μία οικογένεια ευγενών της Ερακλέα, ενώ ήταν γιος του Δόγη Όρσο ο οποίος το διάστημα μεταξύ 726-727 είχε εκλεγεί δούκας των Ενετών, οι οποίοι είχαν εξεγερθεί ενάντια στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Λέων Γ΄.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του (737), ο Τεοντάτο εξορίστηκε λόγω της εμπλοκής του στην εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε ανάμεσα στην Ερακλέα και την Εκουίλο. Ο Έξαρχος της Ραβέννας αποφάσισε να εμπιστευθεί την διακυβέρνηση της περιοχής σε έναν magister militum με μονοετή θητεία και επιλεγμένο μεταξύ ξένων αξιωματούχων, καθώς δεν εμπιστευόταν την τοπική αριστοκρατία.[1] Περιέργως, ο τρίτος magister ήταν ο Τεοντάτο, ο οποίος εξελέγη, πιθανώς καθώς υπήρξε υποστηρικτής της βυζαντινής διακυβέρνησης, ή λόγω του ότι κατάφερε να λάβει την υποστήριξη της τοπικής αριστοκρατίας σε μία δύσκολη χρονικά στιγμή κατά την οποία οι Λομβαρδοί απειλούσαν την Ραβέννα.[1] Πράγματι, μέχρι το τέλος της θητείας του η πόλη είχε κατακτηθεί.
Δύο χρόνια αργότερα, άλλαξε πλευρά και ηγήθηκε της συνωμοσίας που ανέτρεψε τον τελευταίο magister Τζιοβάνι Φαμπριτσιάκο και έχοντας την ισχυρή στήριξη της τοπικής αριστοκρατίας, αυτοανακηρύχτηκε dux.
Τα χρονικά της εποχής αναφέρουν μια ξεκάθαρη αντιπαλότητα που υπήρχε μεταξύ των κατοίκων της Ερακλέα, ως επί το πλείστον γαιοκτημόνων, και των κατοίκων του Μαλαμόκκο, ως επί το πλείστον ναυτεμπόρων. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν κατά πολύ πιο πολύπλοκη και το γεγονός ότι ο Τεοντάτο ήταν πότε υποστηρικτής της Αυτοκρατορίας, πότε υποστηρικτής της τοπικής αυτονομίας και πότε της ειρηνικής συμβίωσης με τους Λομβαρδούς, ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από την εκλογή του Δόγη, η οποία και διεξήχθη στο Μαλαμόκκο και όχι στην Ερακλέα. Ο ίδιος δεν επιθυμούσε να μεταφέρει εκ νέου την πρωτεύουσα στην Ερακλέα, θεωρώντας το Μαλαμόκκο ως καλύτερο από αμυντική άποψη, ενώ αποτελούσε ένα στρατιωτικό λιμάνι το οποίο βρισκόταν επί της Αδριατικής, έχοντας με αυτό τον τρόπο πιο στενή σχέση με την Αυτοκρατορία. Ο Τεοντάτο, ουσιαστικά, ποτέ δεν θεώρησε το Δουκάτο πλήρως ανεξάρτητο της Αυτοκρατορίας.
Στην διάρκεια της βασιλείας του, ενδεχομένως γιατί και η ίδια η Βενετία βρισκόταν υπό την απειλή των Λομβαρδών, στήριζε ιδιαιτέρως το Εξαρχάτο. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι πηγές της εποχής αναφέρουν αρκετές περιόδους έντασης μεταξύ των δύο πλευρών, οι Βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση για την πολιτική που αυτός ακολουθούσε, σε τέτοιον βαθμό, μάλιστα, που του απένειμαν τον τίτλο του υπάτου. Αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε την επέλαση των Λομβαρδών: με το τέλος της θητείας του το Εξαρχάτο είχε καταληφθεί (751) και το Δουκάτο παρέμενε ως το τελευταίο υπόλειμμα της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλία. Μετά το γεγονός αυτός, ο Δόγης επεχείρησε την δημιουργία συμμαχίας μεταξύ των τελευταίων δυνάμεων της περιοχής που τάσσονταν κατά των Λομβαρδών, όπως καταδεικνύει και το έγγραφο που υπεγράφη από τον Πάπα Στέφανο Β΄ (754).
Είναι επίσης γνωστό ότι, την περίοδο μεταξύ 749 και 756, δηλαδή κατά την περίοδο της βασιλείας του Αϊστούλφου, οι Ενετοί προσπάθησαν να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Λομβαρδούς. Κατά την ίδια αυτή περίοδο που ακολούθησε της κατάληψης της Ραβέννας, μια συμφωνία συνήφθη με τον Λομβαρδό βασιλιά, μέσω της οποίας αναγνωρίζονταν τα σύνορα του Δουκάτου. Το πλέον σημαντικό γεγονός της περιόδου διακυβέρνησής του υπήρξε, ωστόσο, η ίδρυση του Μπροντόλο, σήμερα frazione της Κιότζια, στις εκβολές του Μπρέντα, μία οχυρή θέση η οποία θα προστάτευε το Μαλαμόκκο από τις προερχόμενες από τις περιοχές στα νοτιοδυτικά επιθέσεις (αν και θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα αντιβυζαντινό μέτρο).
Η περίοδος διακυβέρνησης του Τεοντάτο τερματίστηκε με βίαιο τρόπο το 755, λόγω ενός ξεσηκωμού που υποκινήθηκε από τον αριστοκράτη Γκάλλα, ο οποίος και τον υποχρέωσε σε παραίτηση.[2] Η ακριβής ημερομηνία θανάτου του είναι άγνωστη, όπως και το αν είχε απογόνους. Μια άλλη εκδοχή που γράφει ο Ουίλιαμ Χάζλιτ στο έργο του "Ιστορία της Βενετικής Δημοκρατίας" είναι ότι ο Τεοντάτο εκθρονίστηκε, τυφλώθηκε και κατόπιν δολοφονήθηκε από τους οπαδούς του νέου δόγη Γκάλλα.[3]
Παραπομπές
ΕπεξεργασίαΠηγές
Επεξεργασία- Rösch, Gerhard (1991). «Deodato». Dizionario Biografico degli Italiani. Treccani. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2012.
- Ortalli, Gerhardo (1991). «Deusdedit». Dizionario Biografico degli Italiani. Treccani. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2012.
- Norwich, John Julius. A History of Venice. Penguin, 2012.
- Hazlitt, William Carew. History of the Venetian Republic: Her Rise, Her Greatness, and Her Civilization. Elder, Smith and Co.: London, 1860.
- Hodgson, Francis Cotterell. The early history of Venice, from the foundation to the conquest of Constantinople, A.D. 1204. George Allen: London, 1901.