Τάληρο Πρωσίας
Το πρωσικό τάληρο (και τάλιρο ή τάλερ), γερμ.: Preussen thaler (μερικές φορές Πρωσικό αυτοκρατορικό τάληρο, Preussen reichsthaler) ήταν το νόμισμα της Πρωσίας μέχρι το 1857. Το 1750 ο Γιόχαν Φίλιπ Γκράουμαν εφάρμοσε τον Κανόνα τού Γκράουμαν (Graumannscher Fuß) με 14 τάλερ ισότιμα με ένα μάρκο Κολωνίας από καθαρό ασήμι, ή 16.704 γραμ. ανά τάληρο.
Μέχρι το 1821 το τάλερ υποδιαιρέθηκε στο Βραδεμβούργο σε 24 γκρόσεν (groschen), το καθένα από 12 πφένικ. Στην ίδια την Πρωσία υποδιαιρέθηκε σε 3 πολωνικά γκούλντεν = FL = ζλότυ, καθένα από 30 γκρόσεν (κάθε γκρόσεν = 18 πφένικε) ή 90 σελίνια. Το νόμισμα της Πρωσίας ενοποιήθηκε το 1821, με το τάλερ να υποδιαιρείται σε 30 αργυρά γκρόσεν (silbergroschen), με καθένα από 12 πφένικε.
Ενώ το κυρίαρχο βορειο-Γερμανικό τάλερ, που χρησιμοποιήθηκε σε άλλα κρατίδια της Βόρειας Γερμανίας από το 1750 έως το 1840, εκδόθηκε 131⁄3 τάληρα προς ένα μάρκο και εμφανίστηκε σε ονομαστικές αξίες των 2⁄3 και 11⁄3 τάλερ, το Πρωσικό τάληρο εκδόθηκε 14 τάληρα προς ένα μάρκο και εμφανιζόταν με ονομαστική αξία 1 τάλερ.
Από τη δεκαετία του 1840 πολλά κράτη όρισαν την αξία του βορειο-Γερμανικού τάλερ σε ισοτιμία με το Πρωσικό τάλερ, επίσης 14 τάλερ σε ένα Μάρκο. Το 1857 αυτά τα βορειο-Γερμανικά και Πρωσικά τάλερ αντικαταστάθηκαν από το τάλερ της (τελωνειακής) ένωσης (vereinsthaler), έχοντας γίνει το πρότυπο σε μεγάλο μέρος της Γερμανίας.