Με τον όρο ρύπανση υδάτων[1] εννοούμε κάθε άμεση ή έμμεση εισαγωγή ουσιών ή ενέργειας στο υδάτινο περιβάλλον που έχει βλαβερή επίδραση στους οργανισμούς, είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία και τέλος αλλοιώνει  την ποιότητα του νερού και υποβαθμίζει τις δυνατότητες χρήσης του.

Η ρύπανση των υδάτων δημιουργείται με την απελευθέρωση στο υδάτινο περιβάλλον ουσιών οι οποίες είτε διαλύονται είτε κατακάθονται στον πυθμένα και οι οποίες επιφέρουν αλλαγή στα φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά των επιφανειακών νερών. Οι ρύποι αυτοί είναι πάρα πολλοί και αυτό διότι στον υδάτινο ορίζοντα καταλήγουν και οι ρύποι από την ρύπανση της ατμόσφαιρας και την ρύπανση του εδάφους, μέσω των βροχών και της απορροής.

Πηγές ρύπανσης

Επεξεργασία

Οι σημαντικότερες πηγές ρύπανσης είναι τα βιομηχανικά απόβλητα, οι βιομηχανικές διαδικασίες, τα αστικά λύματα και οι γεωργικές δραστηριότητες. Η απόρριψη, με μερική ή καμιά επεξεργασία καθαρισμού, ακαθάρτων νερών που προέρχονται από ανθρώπινες δραστηριότητες στα ποτάμια, τις λίμνες και τη θάλασσα, χαρακτηρίζονται από μεγάλη περιεκτικότητα σε οργανικά συστατικά και αυτό έχει σαν συνέπεια τη σοβαρή ρύπανση της περιοχής γύρω από το σημείο εκβολής. Επομένως λίμνες, ποτάμια και θάλασσες αποτελούν τους φυσικούς οχετούς που δέχονται χιλιάδες χημικές ουσίες, προϊόντα σύγχρονης τεχνολογίας και καταναλώσεων, βαρέα μέταλλα, εντομοκτόνα, πλαστικά, απορρυπαντικά και άλλες τοξικές ουσίες. Επίσης τα αστικά λύματα με το μικροβιακό τους φορτίο, μπορούν να προξενήσουν διάφορες μολύνσεις, όπως τυφοειδή πυρετό, δυσεντερία, χολέρα κ.λ.π. Οι απορροφητικοί βόθροι οικιακών λυμάτων, που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε πολύ μεγάλη έκταση, ρυπαίνουν τα υπόγεια ύδατα. Ανάλογο αποτέλεσμα έχει και η εναπόθεση ακατέργαστων βιομηχανικών λυμάτων σε πηγάδια μεγάλου βάθους, μέσα στις βιομηχανικές ζώνες. Η ρύπανση που προκαλείται από τις γεωργικές δραστηριότητες, αφορά τη ρύπανση από τα λιπάσματα, που έχει σχέση με τον ευτροφισμό των νερών και τη ρύπανση από τα φυτοφάρμακα. Οι λίμνες εμπλουτίζονται με την απορροή φωσφορικών λιπασμάτων και έτσι τα φύκη τους αναπτύσσονται τόσο και καταναλώνουν τόσο οξυγόνο που τα ψάρια και γενικά οι ζωντανοί οργανισμοί να μη μπορούν να ζήσουν. Παράλληλα τα φωσφορικά άλατα μεταφερόμενα από τους ποταμούς στις ακτές της θάλασσας, προκαλούν έντονη αύξηση του φυτοπλαγκτού, με τις ανάλογες επιπτώσεις στα ψάρια και τους άλλους ζωικούς οργανισμούς. Προφανείς είναι  και οι συνέπειες για την αλιεία. Οι τοξικές ουσίες,τα εντομοκτόνα κ.λ.π., πέρα από την άμεση τοξική τους επίδραση πάνω στους ζωικούς οργανισμούς, μπορούν έμμεσα να έχουν και άλλες επιπτώσεις π.χ. ένα εντομοκτόνο το D.D.T. μεταφερόμενο από είδος σε είδος και αυξάνοντας διαδοχικά τη συγκέντρωσή του, όταν φθάσει στα υδρόβια πουλιά, η συγκέντρωση είναι τέτοια, που παρεμβαίνοντας στο μεταβολισμό του ασβεστίου, παρεμποδίζει το σχηματισμό γερού κελύφους στα αυγά τους, με αποτέλεσμα να σπάζουν πριν εκκολαφθούν οι νεοσσοί. Επομένως αποδεκατίζονται  και τελικά εξαφανίζεται ο πληθυσμός τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αρπακτικά πουλιά.

Επίσης από τις γεωργικές δραστηριότητες, εκτός από τη ρύπανση των επιφανειακών νερών μέσω της επιφανειακής απορροής με τα νερά της βροχής, ρυπαίνονται και τα υπόγεια νερά από τη στράγγιση των νερών άρδευσης των αγρών.

Μια άλλη επικίνδυνη πηγή ρύπανσης είναι τα πετρελαιοειδή (δημιουργία πετρελαιοκηλίδων), διότι έχουν την ιδιότητα να διασπείρονται και να εξαπλώνονται σε τεράστιες εκτάσεις, επειδή σχηματίζουν μοριακές στρώσεις. Σε πάρα πολλές από τις ακτές μας, η μικροβιακή μόλυνση και η ρύπανσή τους (πετρέλαια, πίσσες, σκουπίδια) κάνουν επικίνδυνο ή και δυσάρεστο το κολύμπι.

Ένας άλλος παράγων ρύπανσης που προκαλεί σοβαρά προβλήματα στους φυτικούς αλλά και τους ζωικούς οργανισμούς, κυρίως των λιμνών, είναι η όξινη βροχή. Η δράση της στα φυτά και τα δένδρα μπορεί να είναι άμεση, επιδρώντας δηλαδή στο υπέργειο τμήμα του φυτού προκαλώντας την καταστροφή του, είναι όμως δυνατό να επιδρά έμμεσα περνώντας στο ριζικό σύστημα του φυτού μέσω του εδάφους.

Η ρύπανση των υδάτων περιλαμβάνει τη ρύπανση των επιφανειακών υδάτων και τη ρύπανση των υπογείων υδάτων. Οι πηγές ρύπανσης των υδάτων είναι είτε σημειακές πηγές, είτε μη σημειακές πηγές. Οι σημειακές πηγές έχουν μία αναγνωρίσιμη αιτία της ρύπανσης, όπως μια αποστράγγιση καταιγίδας, μια μονάδα επεξεργασίας λυμάτων ή ένα ρεύμα. Οι μη σημειακές πηγές είναι πιο διάχυτες, όπως η γεωργική απορροή. Οι χημικές ουσίες που καταλήγουν στα ευρωπαϊκά ύδατα προέρχονται από σημειακές πηγές, π.χ. λύματα βιομηχανικών εγκαταστάσεων, και από διάχυτες πηγές, π.χ. απορροή φυτοφαρμάκων από γεωργικές γαίες. Χημικές ουσίες που περιέχονται σε καταναλωτικά και άλλου είδους προϊόντα μπορούν να εισχωρήσουν στα ύδατα ως αποτέλεσμα της απόπλυσης από απροστάτευτους χώρους υγειονομικής ταφής, οι οποίοι συνιστούν επίσης διάχυτη πηγή. Σε περίπτωση που διακυβεύεται η ποιότητα κάποιου υδατικού συστήματος, πρέπει να επιβάλλονται μέτρα ελέγχου των πηγών ρύπανσης αυστηρότερα εκείνων που προβλέπονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η ρύπανση είναι το αποτέλεσμα της σωρευτικής επίδρασης με την πάροδο του χρόνου. Όλα τα φυτά και οργανισμοί που ζουν ή εκτίθενται σε ρυπασμένα υδατικά συστήματα μπορούν να επηρεαστούν. Οι επιπτώσεις μπορούν να βλάψουν μεμονωμένα είδη και να επηρεάσουν τις φυσικές βιολογικές κοινότητες στις οποίες ανήκουν.

Για το βαθμό ρύπανσης του θαλασσίου χώρου διαπιστώνεται ότι σε ένα δείγμα νερού ή υγρών αποβλήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν τέσσερα είδη αναλύσεων: Φυσικοχημικές αναλύσεις, Χημικές αναλύσεις, Μικροβιολογικές αναλύσεις και Οικοτοξικολογικές αναλύσεις.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία