Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας
₳
Ραμίρο Α´ | |
---|---|
Άγαλμα του Ραμίρο Α´ στην Plaza de Oriente, στη Μαδρίτη. | |
Βασιλιάς της Αραγωνίας | |
Περίοδος | 1035 – 1063 |
Προκάτοχος | Σάντσο Γκαρθές Γ´ της Παμπλόνα |
Διάδοχος | Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας |
Γέννηση | 1006/7 |
Θάνατος | 8 Μαίου 1063 (ετών 57) Γκράους, Ουέσκα |
Σύζυγος | Ερμεσίνδα του Μπιγκόρ Αγνή των Πουατιέ |
Επίγονοι | Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας Σάντσα της Αραγωνίας Γκαρσία Ραμίρεθ Ουράκα Τερέσα (νόθος) Σάντσο Ραμίρεθ |
Οίκος | Οίκος των Χιμένεθ |
Πατέρας | Σάντσο Γκαρθές Γ´ της Παμπλόνα |
Μητέρα | Σάντσα του Άιβαρ |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Ραμίρο Α´ της Αραγωνίας (ισπανικά: Ramiro I de Aragón, 1006/1007 - 8 Μαΐου 1063) θεωρείται ο πρώτος Βασιλιά της Αραγωνίας (1035 - 1063).[1]. Στο Βασίλειο της Αραγωνίας προστέθηκαν (1045) η Κομητεία του Σοβράρβε και η Κομητεία της Ριβαγόρθα με το θάνατο του ετεροθαλούς αδελφού του Γκονθάλο το 1045, ο Ραμίρο Α΄ έγινε κατόπιν Κόμης του Σοβράρβε και Κόμης της Ριβαγόρθα (1045 - 1063).[2][3]
Κατέκτησε, σε συμμαχία με τον ευγενή Arnal Mir του Τοστ και την Κομητεία του Ουρζέλ του Εμερνγκόλ Γ´, τα κάστρα των Λαγουάρες, ΛΑσκουάρε, Φάλσες, Νιάκαμπ και Μπεναβάρε, και προσπάθησε να πάρει το ισχυρό φρούριο του Γκράους του βασιλιά της Ταϊφά της Σαρακούστα Αλ-Μουκταδίρ — ο οποίος βασίστηκε στη βοήθεια των αντρών του, Σάντσο Β´ της Καστίλης, ο οποίος ήταν τότε ακόμα σε βρεφική ηλικία, στου οποίου τον στρατό πρωτοστατούσε ο νεαρός Ελ Σιντ που ήταν τότε περίπου δεκατεσσάρων ετών. Όμως ο Ραμίρο Α´ πέθανε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής επιχείρησης, πιθανότατα από έναν έμπειρο στρατιώτη της Αλ-Μουκταδίρ.[4]
Ήταν γιος του Σάντσο Γκαρθές Γ´ της Παμπλόνα και της Σάντσα της Αιβάρ. Νυμφεύτηκε την Ερμεσίνδα του Μπιγκόρ, κόρη του Βερνάρδου-Ρογήρου της Φουά, με τον οποίο ξεκίνησε μία παράδοση σε συμμαχίες μεταξύ του βασιλείου της Αραγωνίας και της κομητείας της Φουά, που θα διαρκέσει για αρκετούς αιώνες. Δημιούργησε επίσης συμμαχίες με την Κομητεία του Ουρζέλ, παντρεύοντας τον μεγάλο του γιο Σάντσο Ραμίρεθ με μία κόρη του Ερμενγκόλ Γ´ του Ουρζέλ (στον οποίο επίσης έδωσε την κόρη του Σάντσα σε γάμο με τον γιο εκείνου), ώστε με αυτό τον τρόπο να αντιταχθεί στην επέκταση του κόμη της Βαρκελώνης Ραυμόνδου Βερεγγάριου Α´ προς την μέση περιοχή του ποταμού Σίνκα.
Το 1045, με το τέλος του αδελφού του Γκονθάλο, προσάρτησε τις κομητείες του Σοβράρβε και της Ριβαγόρθα, που αντιστοιχούσαν μέχρι τότε υπό την διακυβέρνηση του αδελφού του, Γκαρθία,[5] ενοποιώντας έτσι τις τρεις κομητείες, μαζί με αυτή της Αραγωνίας, οι οποίες διαμόρφωσαν το νέο βασίλειο.
Ίδρυσε την «Επισκοπή της Αραγωνίας» με έδρα το Σαν Αδριάν της Σάσαβε. Ο γιος του, o Σάντσο Ραμίρεθ θα μετατρέψει αργότερα τη Χάκα (η οποία στα χρόνια του Ραμίρο ήταν μόνο ένα χωριό) σε πόλη, η οποία θα γίνει στην συνέχεια η πρωτεύουσα του βασιλείου και θα φιλοξενήσει την επισκοπή.
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΉταν φυσικό τέκνο του Σάντσο Γκαρθές Γ´ του Μεγάλου, βασιλιά της Παμπλόνα και μίας νεαρής με το όνομα Σάντσα της Αϊβάρ, προερχόμενη από αρχοντική οικογένεια της περιοχής της Αϊβάρ.[α]
Μετά το θάνατο του Σάντσο Γ΄ του Μεγάλου, κληρονόμησε το θρόνο ο πρωτότοκος γιος του και νόμιμος διάδοχος Γκαρθία Σάντσεθ Γ΄ της Παμπλόνα, που κυβέρνησε σε όλα τα πατρικά του εδάφη. Στον αδελφό του, Ραμίρο, του είχε απονεμηθεί τιμής ένεκεν η περιοχή της Αραγωνίας, όπου και αυτοανακηρύχθηκε διοικητής (Bailío) των εδαφών της Αραγωνίας, τα οποία είχε λάβει από τον πατέρα του, έχοντας τον θρόνο του στην πόλη Χάκα. Πολύ σύντομα τα δύο αδέλφια ήρθαν σε σύγκρουση στη μάχη της Ταφάλα και στην συνέχεια o Ραμίρο ξεκίνησε μια νέα δυναστεία στο νεοσύστατο βασίλειο της Αραγωνίας, αφού σφετερίστηκε και τα δικαιώματα τού άλλου του αδερφού Γκονθάλο, που διαχειριζόταν τα βασιλικά εισοδήματα στις περιοχές του Σοβράρβε και της Ριβαγόρθα.
Ο Ραμίρο ήταν ο πρώτος γιος του Σάντσο του πρεσβύτερου, όμως γεννήθηκε εκτός νόμιμου γάμου και ως εκ τούτου ήταν αποκλεισμένος από το κληρονομικό δικαίωμα. Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του νόθο γιο, καθώς και όλα τα έγγραφα της εποχής τον αναφέρουν ως regulus, έχοντας την ίδια αντιμετώπιση που είχαν λάβει και τα μικρότερα αδέλφια του, ενώ επίσης μεγάλωσε αποκομμένος από τη μητέρα του Σάντσα, παίρνοντας παιδεία από τον πατέρα του Σάντσο στα χρόνια της ενηλικίωσής του μεταξύ 1004 και 1011, την περίοδο κατά την οποία έγινε η σύλληψη του Ραμίρο.
Στα αυθεντικά έγγραφα της μοναρχίας της Αραγωνίας αναφέρεται με τον τίτλο ως «Ραμίρο, ο γιος του βασιλιά Σάντσο», χωρίς να χρησιμοποιείται ο τίτλος του βασιλιά, όμως αυτό δεν θεωρείται ως έλλειψη βασιλικής νομιμότητας και ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ασκήσει πλήρη βασιλική δικαιοδοσία. Σε κάθε περίπτωση, έλαβε την εμπιστοσύνη των κόμητων, των βαρώνων και των αρχόντων της Αραγωνίας, οι οποίοι υποστήριξαν την εξουσία του. Ωστόσο ο ίδιος δεν υιοθέτησε ποτέ για τον εαυτό του τον τίτλο του βασιλιά, όπως έκαναν οι μεταγενέστεροί του γι' αυτόν σε έγγραφα της Αραγωνίας, όπως και της Ναβάρρας και της Καστίλης. Σε αυτά αναφέρεται ως "rex Ranimirus", "Ranimiri regis" ή "meo regi" μεταξύ άλλων εκφράσεων που υποδηλώνουν την βασιλεία του. Έτσι βασιλιάς θεωρείτο από τους υποτελείς του, από τους σύγχρονους του βασιλείς και από τους γραφείς της εποχής. Οι βασιλείς της Παμπλόνα Γκαρθία Σάντσεθ Γ´ και Σάντσο Γκάρθες Δ´ επίσης θα του αποδώσουν τον τίτλο του βασιλιά. Ομοίως θα θεωρηθεί και ο γιος και κληρονόμος του Σάντσο Ραμίρεθ, ο οποίος δηλώνει: «εγώ ο Σάντσο, ο γιος του βασιλιά Ραμίρο».[6]
Έβαλε τα θεμέλια, που θα διασφάλιζαν στο Βασίλειο της Αραγωνίας τη γραμμή διαδοχής, κάνοντας το 1036 γάμο με την Ερμεσίνδα, τη κόρη του Βερνάρδου-Ρογήρου, κόμη του Φουά-Μπιγκόρ, με την οποία έκανε τον Σάντσο Ραμίρεθ, τον Γκαρθία Ραμίρεθ (που αργότερα θα γίνει επίσκοπος της Χάκας) και τρεις κόρες, τη Σάντσα, την Ουρράκα και την Τερέζα. Με τους δύο γιους του εξασφαλίστηκε η συνέχεια της δυναστείας.
Με το πέρασμα του χρόνου μάζεψε γύρω του τους ευγενείς που εμπιστευόταν και τους ανέθεσε την εκμετάλλευση στρατηγικής σημασίας κάστρων. Επικύρωσε επιπλέον, το πρόσωπο του επισκόπου της Αραγωνίας —aragonensis episcopus—, στον οποίο του χορήγησε τη μονή του Αγίου Adrian της Sásabe μαζί με μια γενναιόδωρη κληρονομιά, για να κερδίσει με αυτό τον τρόπο την εύνοια της μητρόπολης στο έργο του προς την εδραίωση της εξουσίας του.
Αφού πήρε τον έλεγχο των κομητειών του Σοβράρβε και της Ριβαγόρθα από το 1043 με το θάνατο του αδελφού του Γκονζάλο, ο οποίος ποτέ δεν κατοίκησε σε αυτά τα εδάφη, μπήκε στην διεκδίκηση των πλούσιων μουσουλμανικών εδαφών, στα οποία είχε πρόσβαση μέσα από τη φυσική διαδρομή των λεκανών απορροής των ποταμών του Σίνκα. Οι συνεχόμενοι φόροι που καταβαλλόταν από τον βασιλιά της Ταϊφά της Σαρακούστα για να αποφύγει την επίθεση των χριστιανών, διεκδικούνταν -εκτός από την Αραγωνία- και από τον κόμη του Ουρζέλ, τον κόμη του Παλιάρς και τον κόμη της Βαρκελώνης Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Α´.
Για να σταματήσει τις κινήσεις του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου Α΄ κόμη της Βαρκελώνης, ο Ραμίρο Α´ συμφώνησε σε ένα διπλό γάμο της κόρης του Σάντσα με τον Ερμενγκόλ Γ´ του Ουρζέλ και της Ελισάβετ, κόρης του κόμη του Ουρζέλ, με το δικό του πρωτότοκο γιο, τον Σάντσο Ραμίρεθ, τον διάδοχο του θρόνου της Αραγωνίας. Με τον τρόπο αυτό η Κομητεία του Ουρζέλ και το Βασίλειο της Αραγωνίας δημιούργησαν μία ισχυρή συμμαχία και η ένωση των δυνάμεών τους επέτρεψε στον Ραμίρο να κατακτήσει τα κάστρα των Laguarres, Lascuarre, Capella, Caserras, Falces, Luzás, Viacamp και Μπενάβαρε, με τα οποία και εμπόδισε τον Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Α´ —που είχε αγοράσει κάστρα στην περιοχή, σε εδάφη που οι Καταλανοί κόμητες αναγνώριζαν, πως ανήκουν στην κομητεία της Ριβαγόρθα ως τμήμα του βασιλείου της Αραγωνίας—[7] από το να έχει πρόσβαση στην περιοχή του Σίνκα. Η κατοχή του Μπενάβαρε δόθηκε στον υποκόμη του Τοστ Arnal Mir, ο οποίος είχε επίσης γίνει σύμμαχος του Αραγωνέζου βασιλιά.
Οι εξελίξεις αυτές τον οδήγησαν στην ιδέα να εξορμήσει προς το φρούριο του Γκράους, το οποίο ο βασιλιάς της Σαραγόσας, Αλ-Μουκταδίρ είχε να υπερασπιστεί ο ίδιος, όντας στην κεφαλή του στρατού, που περιλάμβανε ένα υποστηρικτικό σώμα από καστιλιανικά στρατεύματα υπό τη διοίκηση του Σάντσο, του μελλοντικού Σάντσο Β´ της Καστίλης και που μπορούσε να υπολογίζει στους άνδρες του, έχοντας ανάμεσά τους τον νεαρό ιππότη Ροντρίγκο Ντίαθ, γνωστό αργότερα ως «Ελ Σιντ». Ο Αλ-Μουκταδίρ αρχικά έχασε τις περιοχές της Torreciudad και Fantova, στα βόρεια του Μπαρμπάστρο και η ισορροπία φάνηκε να κλίνει σχετικά προς την χριστιανική πλευρά,[7] αλλά τελικά κατάφερε να αναχαιτίσει τους Αραγωνέζους, που έχασαν στην Μάχη του Γκράους τον βασιλιά τους, που όπως φαίνεται σκοτώθηκε από έναν άραβα στρατιώτη, που ονομαζόταν Σαδάρο ή Σαδάδα, ο οποίος ομιλούσε ρομανικά και που μεταμφιεσμένος σε χριστιανό, πλησίασε τον βασιλιά Ραμίρο Α´ και του κάρφωσε ένα δόρυ στο μέτωπο. Πέθανε προ των πυλών του Γκράους στις 8 Μαΐου του 1063.[β]
Παρά τον θάνατο του Ραμίρο Α´, ο διάδοχός του Σάντσο Ραμίρεθ και ο Ερμενγκόλ Γ΄ του Ουρζέλ συνέχισαν το έργο, που είχε αναλάβει ο βασιλιάς και το οποίο είχε την υποστήριξη του πάπα, ο οποίος κάλεσε τα γαλλικά στρατεύματα για να ξεκινήσει τη σταυροφορία του Μπαρμπάστρο, η οποία έληξε με επιτυχία το 1064. Η σημαντική αυτή μουσουλμανική πόλη έγινε μέρος του Βασιλείου της Αραγωνίας και η διακυβέρνησή της ανατέθηκε στον Ερμενγκολ Γ´. Αλλά η παραμονή της χριστιανικής δύναμης ήταν πρόσκαιρη, διότι ένα χρόνο μετά θα κατακτηθεί εκ νέου από την Τάιφα της Σαραγόσας. Το 1065 πέθανε ο κόμης του Ουρζέλ σε εδάφη της αλ-Άνταλους, πιθανότατα στο Μονθόν.[8]
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΟ Ραμίρο Α´ έκανε τους δύο παρακάτω γάμους:
Πρώτα με τη Γκερμπέργκα, κόρη του Βερνάρδου-Ρογήρου κόμη της Φουά στις 22 Αυγούστου του 1036, η οποία βαπτίστηκε σε Ερμεσίνδα. Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκαν:
- Σάντσο Ραμίρεθ, διάδοχος βασιλιάς της Αραγωνίας
- Σάντσα 1045-1097, παντρεύτηκε τον Ερμενγκόλ Γ κόμη του Ουρζέλ. Αφού χήρεψε από αυτόν τον γάμο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπηρεσία της πολιτικής τού αδελφού της βασιλιά Σάντσο Ραμίρεθ. Πήγε στο μοναστήρι της Σιρέσα και επέστρεψε, για να κυβερνήσει την επισκοπή της Παμπλόνα μεταξύ 1082 και 1083.[9]
- Γκαρθία Ραμίρεθ (π. 1046 - 17 Ιουλίου 1086), επίσκοπος της Χάκα (Αραγωνίας) (1076 -17 Ιουλίου 1086) και της Παμπλόνα (1076-1082).[10]
- Ουράκα, που ήταν μοναχή στη Σάντα Κρουθ δε λα Σερός.
- Τερέσα, παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο Μπερτράν της Προβηγκίας.[γ]
Με την Αγνή/Ινές της Ακουιτανίας (ενδεχομένως κόρη του Γουλιέλμου ΣΤ΄ δούκα της Ακουιτανίας) ήταν νυμφευμένος σε άγνωστη ημερομηνία, αλλά πριν από τις 10 Οκτωβρίου του 1054, ημερομηνία κατά την οποία εμφανίζονται μαζί για πρώτη φορά σε μεσαιωνική τεκμηρίωση. Δεν είναι γνωστοί απόγονοί του από αυτόν τον γάμο.
Εκτός γάμου, και πριν από αυτόν, είχε με την Αμούνια έναν φυσικό γιο, που ονομαζόταν:
- (νόθος) Σάντσο Ραμίρεθ πριν το 1043-1105/10, κόμης της Ριβαγόρθα.
Πρόγονοι
Επεξεργασία8. Σάντσο Β΄ της Παμπλόνα | ||||||||||||||||
4. Γκαρθία Σάντσεθ Β΄ της Παμπλόνα | ||||||||||||||||
9. Ουρράκα Φερνάντεθ | ||||||||||||||||
2. Σάντσο Γκαρθές Γ΄ της Παμπλόνα | ||||||||||||||||
5. Χιμένα Φερνάντεθ | ||||||||||||||||
1. Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας | ||||||||||||||||
3. Σάντσα του Άιβαρ | ||||||||||||||||
Σημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ Ubieto Arteta, Antonio (1966). Cartulario de Santa Cruz de la Serós [Aragon, Kings]. Anubar, Βαλένθια: έγγραφο 4. Cfr. Charles Cawley και το Ίδρυμα για την Μεσαιωνική Γενεαλογία (2000-2012) (δημοσιεύτηκε 30 Νοεμβρίου 2011).
Η Σάντσα της Αϊβάρ τεκμηριώνεται ως μητέρα του Ραμίρο Α´ (domina Σάντσια, mater Ranimiri regis) και γιαγιά του βασιλιά Σάντσο Ραμίρεθ και της αδελφής του, της κόμισσας Σάντσα της Αραγωνίας, όταν δωρίζει στις 27 Οκτωβρίου του 1070 , το μοναστήρι της Santa Cecilia της Αϊβάρ, την πόλη της Μιράντα και τις κτήσεις στο San Pelayo de Ates στην εγγονή του Σάντσα (nepte mea domna Sancia).
. - ↑ Montaner Frutos. σελίδες (1998:13–20, και ειδικά 16–17).
Σύμφωνα με τον Αλ-Τουρτουσί ("El Tortosí"), στο Siray Almuluk ('Λάμπα των βασιλέων"), που άκουσε μεταξύ 1070 και 1080 από πρώτο χέρι την ιστορία του θανάτου του Ραμίρο Α´ όταν σπούδαζε στην πόλη Σαραγόσα, η μάχη έγερνε υπέρ των χριστιανών, όταν ο βασιλιάς της Σαραγόσας ανέθεσε στον Σαδάδα, έναν από τους καλύτερους στρατιώτες, κρυμμένο στα πολεμικά σύνορα και γνώστη της χριστιανικής γλώσσας, την επικίνδυνη αποστολή, ντυμένος ταχυδρόμος και με κωνικό κράνος, και μεταξύ άλλων με όπλα που χρησιμοποιούνται συνήθως στον εξοπλισμό των χριστιανών στρατιωτών, να πάει στο Αραγωνικό πεδίο να βρει τον Ραμίρο Α´ για να του καρφώσει το δόρυ του στο πρόσωπο.
- ↑ Η ιστορικότητα αυτής της πριγκίπισσας έχει αμφισβητηθεί και δεν υποστηρίζουν όλοι οι ιστορικοί την ύπαρξή της.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Alvar Ezquerra, Jaime (2001).
- ↑ Ramiro I, Gran Enciclopedia Aragonesa Αρχειοθετήθηκε 2017-06-15 στο Wayback Machine..
- ↑ Iglesias Costa, Manuel (2001).
- ↑ Montaner Frutos (1998:13-20).
- ↑ Álvarez Palenzuela, Vicente A., ed. (2002).
- ↑ Antonio Ubieto Arteta, «El título de rey en Aragón», Estudios en torno a la división del reino por Sancho el Mayor de Navarra, Pamplona, Institución Príncipe de Viana, 1960, págs. 175-182.
- ↑ 7,0 7,1 Durán Gudiol (1993:76).
- ↑ Durán Gudiol (1993:76-77).
- ↑ Lapeña Paúl (2004:51-56)
- ↑ Lapeña Paúl (2004:45-58).
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Durán Gudioll, Antonio, Ραμίρο Α´ της Αραγωνίας, Σαραγόσα, Ibercaja, 1993. ISBN 84-87007-90-2
- Lapeña Paul, Ana Isabel, Σάντσο Ραμίρεθ, βασιλιάς της Αραγωνίας (1064;-1094) και ο βασιλιάς της Ναβάρρας (1076-1094), Gijón, Trea, 2004. ISBN 84-9704-123-2
- Montaner Frutos, Alberto, Ο Ελ Σιντ στην Αραγωνία, Σαραγόσα, Caja de Ahorros de la Inmaculada; Edelvives, 1998. ISBN 84-88305-75-3.
- Sesma Muñoz, José Ángel, "Η εγκαθίδρυση της Αραγωνικής μοναρχίας", στο Στέμμα της Αραγωνίας, Σαραγόσα, CAI (Συλλογή Mariano de Pano y Ruata, 18), 2000, σ. 19-29. ISBN 84-95306-80-8.
- Ubieto Arteta, Antonio, "Ο τίτλος του βασιλιά της Αραγωνίας", Μελέτες γύρω από την διαίρεση του βασιλείου από τον Σάντσο το πρεσβύτερο της Ναβάρρας, Παμπλόνα, το Ίδρυμα του Πρίγκιπα της Βιάνα, 1960, σ. 175-182.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Roberto Viruete Erdozáin, Aragón en la época de Ramiro I, Πανεπιστήμιο της Σαραγόσας, 2008. ISBN 978-84-692-2032-0
- La colección diplomática del reinado de Ramiro I de Aragón (1035-1064) (FHA 66), Σαραγόσα, Ίδρυμα «Fernando el Católico», 2013. ISBN 978-84-9911-219-0