Πορθμός του Ευρίπου
Συντεταγμένες: 38°27′47″N 23°35′22″E / 38.46306°N 23.58944°E
Ο Πορθμός του Ευρίπου είναι στενή λωρίδα θάλασσας μεταξύ Εύβοιας και Στερεάς Ελλάδας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν μεγάλου μήκους πορθμό πλάτους 39 μέτρων, μήκους 40 και βάθους 8,5 μέτρα που συνδέει τον Βόρειο με τον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο. Ο Ευβοϊκός κόλπος, από το σημείο του πορθμού του Ευρίπου, όπου η παλαιά γέφυρα της Χαλκίδας, χωρίζεται στον Βόρειο και στο Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, χαρακτηριζόμενοι έτσι μεταξύ τους και ως αμφίπυγοι όρμοι.
Παλίρροια
ΕπεξεργασίαΗ Παλίρροια του Ευρίπου είναι ένα σύνθετο μοναδικό φαινόμενο, οφειλόμενο στις παλιρροϊκές δυνάμεις που παρατηρείται μόνο στον πορθμό του Ευρίπου.
Σε αυτό τον χώρο παρουσιάζεται το φαινόμενο, τα ύδατα του διαύλου να κινούνται συνεχώς, ενώ συγχρόνως να αλλάζουν και φορά κίνησης, κατευθυνόμενα άλλοτε προς τον Βόρειο και άλλοτε προς το Νότιο Ευβοϊκό. Η συστηματική παρακολούθηση του εν λόγω ρεύματος έδειξε ότι ενώ στις 22-23 ημέρες παρουσιάζει μια κανονικότητα αλλαγής φοράς ανά 6 ώρες περίπου, όπως ακριβώς η παλίρροια, στις υπόλοιπες 6-7 ημέρες του μήνα το ρεύμα γίνεται τόσο ακανόνιστο που μπορεί να αλλάξει φορά ακόμη και 14 φορές μέσα στο ίδιο 24ωρο. Έτσι διαπιστώθηκε ότι το κανονικό ρεύμα αντιστοιχεί στις συζυγίες, δηλαδή 11-12 ημέρες περί τη νέα σελήνη (Ν.Σ.) και άλλες τόσες κατά τη πανσέληνο, ενώ το ακανόνιστο ρεύμα παρατηρείται κατά τους τετραγωνισμούς (Π.Τ. και Τ.Τ.). Η μέση διάρκεια του βόρειου ρεύματος υπερέχει της διάρκειας του νότιου ρεύματος κατά 27,1 λεπτά. Η παλίρροια, που παρατηρείται στο Ευβοϊκό κόλπο, δεν προέρχεται μόνο από την τοπική παλίρροια του Αιγαίου πελάγους αλλά και από την παλίρροια της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. [1]
Η εξήγηση του συγκεκριμένου φαινομένου του ρεύματος του Ευρίπου απασχόλησε και τους αρχαίους Έλληνες και ειδικότερα τον Αριστοτέλη και τον Ερατοσθένη, καθώς και πολλούς άλλους επιστήμονες από τον 19ο αιώνα και μετά. Σημαντική συνεισφορά στη μελέτη του φαινομένου κατέχουν οι Έλληνες Δημήτριος Αιγινήτης (1926)[2] ο Υποπλοίαρχος Ανδρέας Α. Μιαούλης, Β.Ν. (1880)[3] και ο βρετανός Υποναύαρχος Αρθούρος Μένσελ (Arthur Mansel), RN. Η έρευνα συμπληρώθηκε από μετρήσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Γλύφα (1981-1984).[4]
Η εξήγηση που έχει δοθεί και έχει γίνει σήμερα αποδεκτή για το συγκεκριμένο χώρο είναι ότι το φυσικό παλιρροιακό κύμα στο Αιγαίο φθάνοντας στην Εύβοια ανατολικά, ένα μέρος του εισέρχεται στο Βόρειο Ευβοϊκό (από Β. της Εύβοιας) και ένα άλλο εισέρχεται στο Νότιο Ευβοϊκό (από Ν. της Εύβοιας). Λόγω όμως του διαφορετικού μήκους της διαδρομής, το μεν φυσικό παλιρροιακό κύμα που έρχεται από το Νότο φθάνει στο δίαυλο του Ευρίπου σε 1 ώρα και 15 λεπτά νωρίτερα του ερχόμενου από Βορρά. Εξ αυτού, φυσικό είναι οι νότιοι εισερχόμενοι υδάτινοι όγκοι ν΄ ανεβάζουν εκεί τη στάθμη κατά 30-40 εκατοστά και να δημιουργείται θαλάσσιο ρεύμα από Ν. προς Β. Μετά 6 ώρες, καθώς η άμπωτη διαδέχεται τη πλημμυρίδα, αντιστρέφονται οι συνθήκες και δημιουργείται αντίθετο ρεύμα, αφού στο Β. μέρος έχουν συσσωρευθεί μεγαλύτεροι υδάτινοι όγκοι. Όταν λοιπόν συμβαίνουν συζυγίες, οπότε η ένταση της παλίρροιας είναι μεγάλη, το ρεύμα του Ευρίπου παρουσιάζεται κανονικό. Όμως στους τετραγωνισμούς, όπου το ρεύμα είναι ασθενέστερο, τόσο η διαμόρφωση των ακτών, ο βυθός, οι υφιστάμενες καιρικές συνθήκες καθώς και άλλα βαρομετρικά αίτια συντελούν ώστε το ρεύμα να παρουσιάζεται ακανόνιστο.
Σημείωση
ΕπεξεργασίαΛεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για τον Ευβοϊκό κόλπο παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 3ος τόμος, καθώς και οι χάρτες ελληνικής έκδοσης:
ΧΕΕ-313 Βόρειος Ευβοϊκός κόλπος, και ΧΕΕ-412 Νότιος Ευβοϊκός κόλπος.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΟΥ | Ψηφιακό αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών». digitallibrary.academyofathens.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2021.
- ↑ Αιγινίτης, Δ. (1928). «Το πρόβλημα της παλιρροίας του Ευρίπου». Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών.
- ↑ Ανδρέας Αντ. Μιαούλης (1882). Περί της παλιρροίας του Ευρίπου, μετά δώδεκα πινάκων και ενός υδρογραφικού σχεδιογραφήματος του Πορθμού του Ευρίπου. Αθήνα: Ανδρέας Κορομηλάς.
- ↑ Λεοντάρης, Σ. Ν. (1995). Εισαγωγή στην Ωκεανογραφία. Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία. σελίδες 132–153.