Η πολιορκία των Τυάνων πραγματοποιήθηκε από το χαλιφάτο των Ομμεϋαδών το 707–708 ή το 708–709 ως αντίποινα για μία βαριά ήττα ενός στρατού των Ομμεϋαδών υπό τον Μαϊμούν τον Μαρδαΐτη από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περί το 706. Ο Αραβικός στρατός εισέβαλε στο Ρωμαϊκό έδαφος και πολιόρκησε την πόλη το καλοκαίρι του 707 ή του 708. Η ημερομηνία είναι αβέβαιη, καθώς σχεδόν καθεμία από τις σωζόμενες Ελληνικές, Αραβικές και Συριακές παράλληλες πηγές έχει από τη μεριά της διαφορετική ημερομηνία. Τα Τύανα αρχικά άντεξαν την πολιορκία με επιτυχία και ο Αραβικός στρατός αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες τον χειμώνα που ακολούθησε και ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την πολιορκία την άνοιξη, όταν έφτασε ένας στρατός βοήθειας που έστειλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´. Όμως οι διαμάχες μεταξύ των Ρωμαίων στρατηγών, καθώς και η απειρία μεγάλου μέρους του στρατού τους, συνέβαλαν σε μία συντριπτική νίκη των Ομμεϋαδών. Τότε οι κάτοικοι της πόλης αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Παρά τη συμφωνία των όρων, η πόλη λεηλατήθηκε και καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό, και σύμφωνα με τις Βυζαντινές πηγές οι άνθρωποί της αιχμαλωτίστηκαν και εκτοπίστηκαν, αφήνοντας την πόλη έρημη.

Τα Ρωμαιο-αραβικά σύνορα (7ος-10ος αι.). Τα Τύανα είναι στην Καππαδοκία.

Ιστορικό

Επεξεργασία

Το 692/693, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´ (βασ. 685–695, 705-711) και ο Ομμεϋάδης χαλίφης Aμπντ αλ-Μαλίκ (βασ. 685–705) έσπασε την εκεχειρία που υπήρχε μεταξύ της Ρωμανίας και του χαλιφάτου των Ομμεϋαδών από το 679, μετά την αποτυχημένη Μουσουλμανική επίθεση στη Βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Οι Ρωμαίοι εξασφάλισαν μεγάλα οικονομικά και εδαφικά πλεονεκτήματα από την εκεχειρία, την οποία επέκτειναν περαιτέρω, εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή της κυβέρνησης των Ομμεϋαδών στον Β΄ Μουσουλμανικό Εμφύλιο Πόλεμο (680–692). Ωστόσο, μέχρι το 692 οι Ομμεϋάδες αναδείχθηκαν ξεκάθαρα ως νικητές στη σύγκρουση και ο Aμπντ αλ-Μαλίκ άρχισε συνειδητά μία σειρά από προκλήσεις, για να επιφέρει μία επανέναρξη του πολέμου. Ο Ιουστινιανός Β΄, σίγουρος για τις δυνάμεις του με βάση τις προηγούμενες επιτυχίες του, ανταποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο. Τέλος, οι Ομμεϋάδες ισχυρίστηκαν ότι οι Ρωμαίοι είχαν παραβιάσει τη συνθήκη και εισέβαλαν στο Ρωμαϊκό έδαφος, νικώντας τον Αυτοκρατορικό στρατό στη μάχη της Σεβαστούπολης το 693 [1] Στη συνέχεια, οι Άραβες ανέκτησαν γρήγορα τον έλεγχο της Αρμενίας και επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στη συνοριακή ζώνη της ανατολικής Μ. Ασίας, που θα κορυφωθεί στη δεύτερη προσπάθεια κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης το 716-718. [2] Επιπλέον, ο Ιουστινιανός καθαιρέθηκε το 695, ξεκινώντας μία 20ετή περίοδο εσωτερικής αστάθειας, που παραλίγο να καταβάλει το Ρωμαϊκό κράτος. [3]

Αραβική εκστρατεία κατά των Τυάνων

Επεξεργασία

Στο πλαίσιο αυτών των Αραβικών επιδρομών, μία εισβολή από κάποιον Mαϊμούν αλ-Γκουργκουναμί («Mαϊμούν Mαρδαΐτη») έλαβε χώρα. Εισέβαλε στην Κιλικία και νικήθηκε από τον Ρωμαϊκό στρατό υπό τον στρατηγό Mαριανό κοντά στα Τύανα. Η χρονολόγηση αυτής της αποστολής είναι ασαφής. Αν και η κύρια αναφορά του αλ-Μπαλαντουρί την τοποθετεί υπό τον Aμπντ αλ-Μαλίκ (ο οποίος απεβίωσε το 705), συνήθως χρονολογείται στο 706 από σύγχρονους μελετητές. Σύμφωνα με τον Μπαλαντουρί, αυτός ο Mαϊμούν ήταν σκλάβος της αδελφής του χαλίφη Mουαβίγια, που είχε καταφύγει στους Mαρδαΐτες, μία ομάδα Χριστιανών ανταρτών στη βόρεια Συρία. Μετά την υποταγή των Μαρδαϊτών, ο στρατηγός Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ που είχε ακούσει για το θάρρος του, τον ελευθέρωσε και του ανέθεσε μία στρατιωτική διοίκηση και αργότερα ορκίστηκε να εκδικηθεί το τέλος εκείνου. [4]

Ως αποτέλεσμα, ο Μασλαμά εξαπέλυσε άλλη μία επίθεση με στόχο τα Τύανα, με συνδιοικητή τον ανιψιό του Αλ-Αμπάς ιμπν αλ-Ουαλίντ. [5] Το χρονολόγιο της εκστρατείας είναι και πάλι ασαφές: ο Βυζαντινός χρονικογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής την τοποθετεί στο ΒΕ 6201 (708/709, και πιθανώς ακόμη και το 709/710), αλλά οι Αραβικές πηγές το χρονολογούν στο ΕΕ 88 και 89 (706/707 και 707/708 αντίστοιχα). Ως αποτέλεσμα, η πολιορκία έχει χρονολογηθεί ποικιλοτρόπως στο 707–708 και στο 708–709 [6]

Οι Άραβες πολιόρκησαν την πόλη, χρησιμοποιώντας πολιορκητικές μηχανές για να βομβαρδίσουν τα οχυρά της. Κατάφεραν να καταστρέψουν μέρος του τείχους, αλλά δεν κατάφεραν να μπουν στην πόλη. Παρά τις πολλές επιθέσεις, οι αμυνόμενοι τους απώθησαν με επιτυχία. Η πολιορκία συνεχίστηκε τον χειμώνα και οι Άραβες άρχισαν να υποφέρουν πολύ από έλλειψη τροφής, έτσι ώστε άρχισαν να σκέφτονται να εγκαταλείψουν την πολιορκία εντελώς. [7] Την άνοιξη όμως ο Ιουστινιανός Β΄, ο οποίος είχε αποκατασταθεί στον Ρωμαϊκό θρόνο το 705, συγκέντρωσε στρατό ανακούφισης υπό τους στρατηγούς Θεόδωρο Καρτερούκα και Θεοφύλακτο Σαλιβά και τον έστειλε προς τα Τύανα. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι καταγράφουν, ότι τα τακτικά στρατεύματα συμπληρώνονταν από ένοπλους αγρότες πολυάριθμους, αλλά χωρίς στρατιωτική εμπειρία. [8] Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν, ότι αυτό αποτελεί ένδειξη της δεινής κατάστασης του τακτικού Ρωμαϊκού στρατού, εν μέρει ως αποτέλεσμα της εκκαθάρισης του σώματος αξιωματικών από τον Ιουστινιανό Β΄ μετά την αποκατάστασή του, και εν μέρει λόγω των απωλειών που υπέστη στην Αγχίαλο από τους Βουλγάρους. [9]

Καθώς ο στρατός ανακούφισης πλησίασε στα Τύανα, αντιμετωπίστηκε από τους Άραβες και στη μάχη που ακολούθησε, οι Ρωμαίοι κατατροπώθηκαν. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, οι δύο Ρωμαίοι στρατηγοί μάλωσαν μεταξύ τους και η επίθεσή τους ήταν άτακτη. Οι Ρωμαίοι έχασαν πολλές χιλιάδες νεκρούς, και οι αιχμάλωτοι ήταν επίσης χιλιάδες. Οι Άραβες κατέλαβαν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο και πήραν όλες τις προμήθειες που είχαν φέρει μαζί τους για την πολιορκημένη πόλη, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν την πολιορκία. [10] Οι κάτοικοι των Τυάνων απελπίστηκαν τώρα από οποιαδήποτε βοήθεια και καθώς οι δικές τους προμήθειες μειώνοντο, άρχισαν διαπραγματεύσεις για μία παράδοση. Οι Άραβες υποσχέθηκαν να τους επιτρέψουν να φύγουν σώοι και η πόλη συνθηκολόγησε μετά από μία πολιορκία εννέα μηνών (τον Μάρτιο σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύριο, τον Μάιο-Ιούνιο σύμφωνα με τον αλ-Ταμπαρί). Ο Θεοφάνης αναφέρει ότι οι Άραβες αθέτησαν την υπόσχεσή τους και υποδούλωσαν ολόκληρο τον πληθυσμό, ο οποίος εκτοπίστηκε στο χαλιφάτο, αλλά καμία άλλη πηγή δεν το επιβεβαιώνει. Αφού λεηλάτησαν την πόλη, οι Άραβες την ισοπέδωσαν. [11]

Συνέπεια

Επεξεργασία

Οι χρονικογράφοι αναφέρουν ότι μετά τη λεηλασία των Τυάνων, ο Αμπάς και ο Μασλαμά χώρισαν τις δυνάμεις τους και εκστράτευσαν στο Ρωμαϊκό έδαφος. Και πάλι η χρονολογία, καθώς και η ταυτότητα των στόχων είναι αβέβαιη. Οι πρωτογενείς πηγές δίνουν ως ημερομηνίες το 709 ή το 710, πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει, ότι αυτές οι επιδρομές έγιναν αμέσως μετά τα Τύανα ή τον επόμενο χρόνο. Ο Αμπάς επιτέθηκε στην Κιλικία και από εκεί στράφηκε δυτικά μέχρι το Δορύλαιο, ενώ ο Μασλαμά κατέλαβε τα φρούρια Καμουλιανά και Ηράκλεια Κύβιστρα κοντά στα Τύανα ή, σύμφωνα με άλλη ερμηνεία των Αραβικών πηγών, βάδισε επίσης δυτικά και κατέλαβε την Ηράκλεια Ποντική και τη Νικομήδεια, ενώ μερικά από τα στρατεύματά του εισέβαλαν στη Χρυσόπολη απέναντι από την ίδια την Κωνσταντινούπολη. [12] Οι Αραβικές επιδρομές συνεχίστηκαν για τα επόμενα χρόνια και πραγματοποιήθηκαν ακόμη και όταν ένας τεράστιος στρατός υπό τον Μασλαμά πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη το 717–718. Μετά την αποτυχία αυτού του εγχειρήματος, οι Αραβικές επιθέσεις συνεχίστηκαν, αλλά τώρα ασχολούνταν με τη λεηλασία και τη δόξα, παρά την απόλυτη κατάκτηση. Αν και οι επιθέσεις των Ομμεϋαδώων στις αρχές του 8ου αι. ήταν επιτυχείς στην απόκτηση του ελέγχου των συνοριακών περιοχών της Κιλικίας και της περιοχής γύρω από τη Μελιτηνή και παρά την καταστροφή Ρωμαϊκών οχυρών όπως τα Τύανα τις επόμενες δεκαετίες, οι Άραβες δεν μπόρεσαν ποτέ να εδραιώσουν μόνιμα μία παρουσία δυτικά οροσειράς του Ταύρου, που έτσι έφτασε η οροσειρά να οριοθετήσει τα Ρωμαιο-αραβικά σύνορα για τους επόμενους δύο αιώνες. [13]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. Haldon (1997), pp. 69–72; Howard-Johnston (2010), pp. 499–500; Lilie (1976), pp. 99–112; Stratos (1980), pp. 19–34
  2. Haldon (1997), pp. 72, 76, 80–83; Howard-Johnston (2010), pp. 507–510; Lilie (1976), pp. 110, 112–122
  3. Lilie (1976), p. 140; Treadgold (1997), pp. 345, 346
  4. Brooks (1898), p. 203; Lilie (1976), p. 116; Stratos (1980), pp. 144–145
  5. Lilie (1976), p. 116; Mango & Scott (1997), p. 525; Stratos (1980), p. 145
  6. Brooks (1898), p. 192; Lilie (1976), p. 117 (Note #40); Mango & Scott (1997), p. 525; Stratos (1980), p. 147
  7. Lilie (1976), pp. 116–117; Mango & Scott (1997), p. 526; Stratos (1980), p. 145
  8. Lilie (1976), p. 117; Mango & Scott (1997), p. 526; Stratos (1980), pp. 145–146
  9. Lilie (1976), p. 117 (Note #41)
  10. Lilie (1976), p. 117; Mango & Scott (1997), p. 526; Stratos (1980), p. 146
  11. Lilie (1976), p. 117; Mango & Scott (1997), p. 526; Stratos (1980), pp. 146–147
  12. Lilie (1976), p. 118; Mango & Scott (1997), p. 526; Stratos (1980), pp. 147–148
  13. Lilie (1976), pp. 139–142, 187–190
  • Brooks, E.W. (1898). «The Arabs in Asia Minor (641–750), from Arabic Sources». The Journal of Hellenic Studies (The Society for the Promotion of Hellenic Studies) XVIII: 182–208. https://archive.org/stream/journalofhelleni18soci#page/182/mode/2up. 
  • Howard-Johnston, James (2010). Witness to a World Crisis: Historians and Histories of the Middle East in the Seventh Century. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0199208593. 
  • Lilie, Ralph-Johannes (1976). Die byzantinische Reaktion auf die Ausbreitung der Araber. Studien zur Strukturwandlung des byzantinischen Staates im 7. und 8. Jhd (στα German). Munich: Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie der Universität München. 
  • Mango, Cyril· Scott, Roger (1997). The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History, AD 284–813. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-822568-7. 
  • Stratos, Andreas N. (1980). Byzantium in the Seventh Century, Volume V: Justinian II, Leontius and Tiberius, 685–711. Amsterdam: Adolf M. Hakkert. ISBN 90-256-0852-3. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία
  • Makrypoulias, Christos (2003). «Siege and fall of Tyana, 708». Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor. Foundation of the Hellenic World. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2010.