Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας

Το βιβλίο Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας (Das Unbehagen in der Kultur, «Η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό»)[2] γράφτηκε από το Σίγκμουντ Φρόυντ το 1929 και πρωτοεκδόθηκε το 1930 στα γερμανικά. Είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο πολυδιαβασμένα έργα του Φρόυντ.[3]

Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας
ΣυγγραφέαςΣίγκμουντ Φρόιντ
ΤίτλοςDas Unbehagen in der Kultur
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1930
Μορφήδοκίμιο
Θέμαπολιτική φιλοσοφία
LC ClassOL1069203W[1]
ΠροηγούμενοΤο μέλλον μιας αυταπάτης
ΕπόμενοΟ άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Περιεχόμενα

Επεξεργασία

Σε αυτό το δημιουργικό βιβλίο, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ ασχολήθηκε με τα βασικά προβλήματα μεταξύ του πολιτισμού και του ατόμου. Το πρωταρχικό πρόβλημα είναι απόρροια της αναζήτησης του ατόμου για ελευθερία και της αντίθετης απαίτησης του πολιτισμού για κομφορμισμό και καταπάτησης των ενστίκτων. Πολλά από τα πρωτόγονα ένστικτα της ανθρωπότητας (όπως η επιθυμία για δολοφονία και η σεξουαλική επιθυμία) έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τη ζωή σε μια κοινότητα. Ως αποτέλεσμα, ο πολιτισμός δημιουργεί νόμους που απαγορεύουν τις δολοφονίες, το βιασμό, και τις εξωσυζυγικές σχέσεις, και έχει βαρύτατες ποινές για όσους δεν υπακούν σε αυτούς τους νόμους. Αυτή η διεργασία, γράφει ο Φρόυντ, είναι βασικό γνώρισμα του πολιτισμού και έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί αισθήματα δυσφορίας στον άνθρωπο.

Η θεωρία του Φρόυντ βασίζεται στην ιδέα πως ο ανθρώπινος ψυχισμός έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ένστικτα που δεν αλλάζουν. Τα περισσότερο γνωστά είναι η επιθυμία για σεξ, και η τάση για βίαιη αντίσταση εναντίον των σεξουαλικών ανταγωνιστών, που εμποδίζουν την ικανοποίηση των ενστίκτων του ατόμου. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με βάση τη μεγιστοποίηση της ικανοποίησής τους, και αυτή επιτυγχάνεται με την ικανοποίηση των ενστίκτων.

Ο Φρόυντ αρχίζει το έργο του από την πιθανή πηγή κάποιου θρησκευτικού συναισθήματος με το οποίο στο προηγούμενο βιβλίο του, Το μέλλον μιας Αυταπάτης (The Future of an Illusion), δεν ασχολήθηκε αρκετά: το ωκεάνιο αίσθημα (oceanic feeling) της πληρότητας, της έλλειψης ορίων, της αιωνιότητας.[4]

Ο ίδιος ο Φρόυντ δεν μπορεί να ζήσει αυτό το αίσθημα διάλυσης, μα σημειώνει πως πράγματι υπάρχουν διαφορετικές ψυχολογικές υγιείς καταστάσεις (π.χ. αγάπη) όπου τα σύνορα μεταξύ του εγώ και του αντικειμένου χάνονται, θαμπώνουν, ή διαλύονται. Ο Φρόυντ οργανώνει αυτό το ωκεάνιο αίσθημα ως επιστροφή (regression) σε μια παλιότερη κατάσταση συνείδησης, πριν το εγώ διαφοροποιηθεί από τον κόσμο των αντικειμένων. Ο Φρόυντ εμμένει στην παλιότερη άποψή του πως η ανάγκη από την οποία προέρχεται το θρησκευτικό αίσθημα δεν είναι άλλη από την "μειονεκτικότητα και ανάγκη του βρέφους για τον πατέρα"[5], και γράφει: "φαντάζομαι πως το ωκεάνιο αίσθημα συνδέθηκε με τη θρησκεία αργότερα", δηλαδή οτι δεν είναι πραγματική θρησκευτική εμπειρία παρόλο που σίγουρα πολλοί άνθρωποι την ζουν σαν να ήταν έτσι.

Το δεύτερο κεφάλαιο εξηγεί πώς η θρησκεία είναι μία από τις πολλές συναισθηματικές καταστάσεις που δημιουργούνται από την ανάγκη του ατόμου να ξεφύγει από τις δυσκολίες που υπάρχουν στον κόσμο. Το εγώ του παιδιού δημιουργείται πάνω από το ωκεάνιο αίσθημα όταν το παιδί καταλαβαίνει πως στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν και αρνητικές καταστάσεις από τις οποίες θέλει να κρατηθεί μακρυά. Αλλά την ίδια ώρα που το εγώ ελπίζει να ξεφύγει από τη στεναχώρια, χτίζει τον εαυτό του έτσι ώστε να μπορεί να συμπεριφερθεί με τρόπο ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία, και αυτά είναι τα δίδυμα ζητούμενα της αρχής της ηδονής (Pleasure principle (psychology)) όταν το εγώ κατανοήσει πως πρέπει επίσης να ικανοποιήσει και την αρχή της πραγματικότητας (Reality principle). Ο Φρόυντ ισχυρίζεται πως "ο σκοπός της ζωής είναι απλά το πρόγραμμα της αρχής της ηδονής"[6] και το υπόλοιπο κεφάλαιο είναι μια εξερεύνηση των διάφορων στρατηγικών που οι άνθρωποι έχουν μεταχειριστεί ώστε να λάβουν ευχαρίστηση από τον κόσμο ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να μειώσουν τη δυσαρέσκεια. Ο Φρόυντ λέει πως υπάρχουν τρεις κύριες πηγές δυσφορίας που προσπαθούμε να νικήσουμε: την δικιά μας ύπαρξη μέσα στον πόνο και την πραγματικότητα του επικείμενου θανάτου, τις άγριες και καταστροφικές πτυχές του φυσικού κόσμου, και την ενδημική δυστυχία που υπάρχει σε ένα κόσμο όπου αναγκαζόμαστε να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με άλλους ανθρώπους στα πλαίσια μιάς κοινωνίας. Ο Φρόυντ θεωρεί πως αυτή η τελευταία πηγή δυστυχίας "δημιουργεί τον περισσότερο πόνο, σε σχέση με τις άλλες πηγές"[7], και το υπόλοιπο βιβλίο ασχολείται με την πάλη μεταξύ της ενστικτώδους αναζήτησης της ηδονής από τους ανθρώπους και την πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής.

Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου καταπιάνεται με ένα βασικό παράδοξο του πολιτισμού: είναι ένα εργαλείο που έχουμε φτιάξει για να προστατευτούμε από τη δυστυχία, κι όμως είναι η μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας. Πολλοί άνθρωποι γίνονται νευρωτικοί επειδή δεν μπορούν να αντέξουν στις επιταγές που η κοινωνία επιτάσει προς ικανοποίηση πολιτιστικών ιδεωδών. Ο Φρόυντ εξηγεί πως οι σύγχρονες ανακαλύψεις της επιστήμης δεν απέβλεπαν στη χαρά των ανθρώπων. Απηχεί σε αυτές τις σκέψεις του η ανάγνωση του Νίτσε. Ο Φρόυντ ρωτά σε τί χρησιμεύει η κοινωνία αν δεν μας κάνει χαρούμενους, αλλά παραδέχεται πως ο πολιτισμός οφείλει να μειώνει την ανθρώπινη ηδονή έτσι ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά. Αυτό επιτυγχάνεται ενώ ο πολιτισμός μετατρέπει τα άτομα σε υπηκόους μιάς ανώτερης κοινωνικής εξουσίας. Ο πολιτισμός χτίζεται πάνω στα ανθρώπινα ιδεώδη του ελέγχου, της ομορφιάς, της υγιεινής, της τάξης, και της πνευματικής ωρίμασης του ανθρώπου. Ο Φρόυντ κάνει μια αναλογία μεταξύ της ανάπτυξης του πολιτισμού και της λιμπιντικής ανάπτυξης του ατόμου, κάτι που επιτρέπει στον Φρόυντ να μιλήσει για τον πολιτισμό με καθαρά δικούς του, Φρουδικούς, όρους: υπάρχει (στον πολιτισμό) πρωκτικός ερωτισμός που αναπτύσσεται σε ανάγκη για τάξη και καθαριότητα, μια μετουσίωση των ενστίκτων σε χρήσιμο έργο, όπως και μια βίαιη καταπάτηση των ενστίκτων. Αυτό το τελευταίο είναι που θεωρεί ο Φρόυντ ως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού, και αν δεν μετριαστεί με κάποιο τρόπο, τότε "είναι σίγουρο πως σοβαρές διαταραχές θα υπάρξουν"[8]. Άρα ο πολιτισμός δημιουργεί δυστυχία και ψυχοπαθολογία στα μέλη του μέσω της καταστολής των ενστίκτων.

Στο τέταρτο κεφάλαιο ο Φρόυντ σχολιάζει την ανάπτυξη του πολιτισμού, υποθέτοντας πως συνέπεσε με τη δίποδη βάδιση του ανθρώπου. Ακολουθεί η υπόθεση του Φρόυντ που προέρχεται από βιβλίο του Τοτέμ και Ταμπού ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει μέσα του ένα αρχαίο Οιδιπόδειο δράμα των αδελφών που συνεργάζονται για να δολοφονήσουν τον πατέρα τους, και τη μετέπειτα δημιουργία μιας κουλτούρας κανόνων για να καθυποτάξουν τα ένστικτα. Τελικά με τον καιρό η αγάπη για ένα και μόνο σεξουαλικό αντικείμενο διαχέεται στον πολιτισμό και όλη την ανθρωπότητα στη μορφή μιας "αραιής αγάπης δίχως σκοπό". Ο Φρόυντ δεν δέχεται την ιδέα πως αυτή η παθητική και άνευ όρων αγάπη για τα πάντα είναι το άκρον άωτον της ανθρώπινης αγάπης ούτε πως αποτελεί αυτονόητο σκοπό. Ο Φρόυντ ισχυρίζεται πως ενώ η αγάπη είναι ουσιώδης για να ενωθούν οι άνθρωποι μαζί σε έναν πολιτισμό, την ίδια ώρα ο πολιτισμός δημιουργεί νόμους, περιορισμούς, και ταμπού έτσι ώστε να καταπιέσει το ίδιο αυτό ένστικτο, και ο Φρόυντ αναρωτιέται μήπως δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά σεξουαλική επιθυμία σε αυτό που ονομάζεται "λίμπιντο".

"Η ψυχοαναλυτική έρευνα μας έχει δείξει πως είναι ακριβώς αυτές οι απογοητεύσεις της σεξουαλικής ζωής που οι άνθρωποι που είναι γνωστοί ως νευρωτικοί δεν μπορούν να αντέξουν"[9]. Έτσι ο Φρόυντ αρχίζει το πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου, που εξερευνά τους λόγους γιατί η αγάπη δεν μπορεί να είναι η απάντηση, και καταλήγει πως υπάρχει μια πραγματική και βασική επιθετική τάση μέσα σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Κι ενώ το ένστικτο της αγάπης (ο έρως) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την κοινωνία για να ενώσει τα μέλη της μαζί, το επιθετικό ένστικτο πάει αντίθετα σε αυτό και πρέπει είτε να κατασταλλεί είτε να βρει άλλο στόχο όπως π.χ. μια άλλη εχθρική κουλτούρα. Έτσι ο Φρόυντ παραδέχεται πως υπάρχει μια αγιάτρευτη κακία μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, και οτι ο πολιτισμός υπάρχει κυρίως για να ελέγχει και να καταπιέζει αυτά τα ένστικτα.

Στο έκτο κεφάλαιο, ο Φρόυντ συνοψίζει την ανάπτυξη της λιμπιντικής του θεωρίας και εξηγεί γιατί δεν πρέπει να χωριστεί σε δυο ξεχωριστά ένστικτα: το αντικείμενο-ένστικτο του έρωτα και το εγώ-ένστικτο του θανάτου. Αυτή η «νέα» ιδέα της επιθυμίας του θανάτου στην πραγματικότητα έχει μακρά ιστορία στα γραπτά του Φρόυντ, όπως τις μελέτες του για τον ναρκισισμό και το σαδομαζοχισμό. Ο Φρόυντ παραδέχεται πως μπορεί να είναι δύσκολο να γίνει δεκτή η άποψή του περί ανθρώπινης φύσης επιρρεπούς προς το θάνατο και την καταστροφή αλλά γράφει πως η καταπάτηση αυτού του ενστίκτου είναι το πραγματικό αίτιο πίσω από την ανάγκη του πολιτισμού για όρια στις ατομικές ελευθερίες. Η ζωή και ο πολιτισμός, λοιπόν, γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα από την αιώνια πάλη μεταξύ αυτών των δύο διαπροσωπικών δυνάμεων της αγάπης και του μίσους.

Ο Φρόυντ ξεκινά το έβδομο κεφάλαιο εξηγώντας καθαρά πώς η καταπάτηση του ενστίκτου του θανάτου δημιουργεί νεύρωση στους ανθρώπους: η φυσική επιθετικότητα του παιδιού καταπατείται από την κοινωνία (και τον τοπικό της αντιπρόσωπο, τον πατέρα) και αλλάζει κατεύθυνση προς τα μέσα, εσωτερικεύεται, και πηγαίνει προς το εγώ. Αυτές οι επιθετικές ενέργειες γίνονται το υπερ-εγώ ως η κοινωνική/ηθική συνείδηση, που τιμωρεί το εγώ και για τα λάθη που έπραξε (με το αίσθημα της μετάνοιας) αλλά και για τις αμαρτίες που απλά φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να κάνει (με το αίσθημα της ενοχής). Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υποστούν τη δημιουργία αυτών των συναισθημάτων της ενοχής, γιατί τα επιθετικά τους ένστικτα πρέπει να δαμαστούν αν ελπίζουν να μοιραστούν την αγάπη που η πολιτισμένη κοινωνία έχει διαθέσιμη για τα μέλη της. Η ενοχή και η νευρωτική καταπάτηση των ενστίκτων είναι απλά η τιμή που πληρώνουμε για να μπορούμε να ζούμε μαζί σε οικογένειες και κοινότητες.

Η ένοχη συνείδηση είναι το αντίτιμο που πληρώνει το άτομο για να είναι μέλος σε πολιτισμένες κοινωνίες αλλά συχνά αυτή η ενοχή παραμένει ασυνείδητη και το άτομο απλά αντιλαμβάνεται κάποια γενική ανησυχία ή "δυσφορία". Ο Φρόυντ επίσης υποθέτει πως μαζί με το ατομικό υπερ-εγώ ίσως να υπάρχει και ένα "πολιτισμικό υπερ-εγώ" που κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί ως η συνείδηση της κοινωνίας, και η άποψή του είναι η ίδια που λέει και στους νευρωτικούς του ασθενείς: οτι πρέπει να μειώσει τις απαιτήσεις του στο ασθενές εγώ. Ο Φρόυντ τελειώνει το βιβλίο του αναλύοντας τις ιδέες του για τον έρωτα και το θάνατο και τις διαφορές τους: "Όταν μια ενστικτώδης επιθυμία καταπατείται, τα λιμπιντικά της στοιχεία γίνονται συμπτώματα, και τα επιθετικά της στοιχεία γίνονται το αίσθημα της ενοχής"[10], και καταπιάνεται με το ερώτημα πώς η αιώνια μάχη μεταξύ αυτών των δυο ουράνιων δυνάμεων θα επηρεάσει την ανθρωπότητα.

Ιστορική θέση

Επεξεργασία

Αυτό το έργο θα πρέπει να το δούμε σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του: ο Παγκόσμιος Πόλεμος αναμφίβολα επηρέασε τον Φρόυντ και είχε επιρροή στην κεντρική του παρατήρηση σχετικά με τις πιέσεις μεταξύ του ατόμου και του πολιτισμού. Μέσα σε μια χώρα που ακόμη προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά από έναν απάνθρωπα βίαιο πόλεμο, ο Φρόυντ ανέπτυξε τις σκέψεις του που είχε δημοσιεύσει δύο χρόνια νωρίτερα στο βιβλίο του Το Μέλλον μιας Αυταπάτης (The Future of an Illusion, 1927), όπου επιτέθηκε στην οργανωμένη θρησκεία ως μια μαζική νεύρωση. Ο Φρόυντ, ένας ομολογημένος περήφανος άθεος, είπε πως η θρησκεία έχει ηρεμήσει πολλά αντικοινωνικά ένστικτα και έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα κοινότητας γύρω από κοινά σύνολα πίστεως, με αποτέλεσμα να βοηθά τον πολιτισμό. Ωστόσο την ίδια ώρα η οργανωμένη θρησκεία επίσης αναγκάζει το άτομο να υποστεί ένα τεράστιο ψυχολογικό κόστος κάνοντάς το για πάντα υπόδουλο στην πρωταρχική πατερική εικόνα (father figure) που συμβολίζεται με τον Θεό.


Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. archive.org/details/civilizationitsd00freu. Ανακτήθηκε στις 20  Μαρτίου 2019.
  2. Αν και η ελληνική μετάφραση δεν αποδίδει επακριβώς τον γερμανικό τίτλο, έχει επικρατήσει με αυτόν τον τύπο τουλάχιστον από το 1974. Ο ίδιος ο Φρόυντ επιθυμούσε αρχικά να ονομάσει το έργο Das Unglück in der Kultur (Η δυστυχία στον πολιτισμό) (Freud, 1994, σ.7).
  3. Gay, 1989, 722
  4. Η ιδέα του "ωκεάνιου αισθήματος" ήταν του Ρομαίν Ρολάν (Romain Rolland) και τη βρίσκουμε στην αλληλογραφία του με τον Φρόυντ, βασισμένη στις μελέτες του για τον Ανατολικό Μυστικισμό. Σε αυτή την αλληλογραφία ο Ρολάν γράφει πως θα ήθελε να μάθει την ανάλυση του Φρόυντ για αυτή την ιδέα, και η απάντηση δόθηκε μέσα από αυτά τα βιβλία. Ο Φρόυντ γράφει πως η ονομασία ωκεάνιο αίσθημα προσφέρθηκε σε αυτόν από έναν "ανώνυμο φίλο".
  5. Strachey 2001, pg. 72
  6. Strachey 2001, pg. 76
  7. Strachey 2001, pg. 77
  8. Strachey 2001, pg. 97
  9. Strachey 2001, pg. 108
  10. Strachey 2001, pg. 139

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Freud, Sigmund: Civilization and Its Discontents, W. W. Norton & Company; Reissue edition (July, 1989), ISBN 0-393-30158-3
  • Freud, Sigmund: "Civilization and Its Discontents", London: Penguin, 2002. ISBN 978-0=141-18236-0
  • Gay, Peter (1989), Peter Gay, επιμ., The Freud Reader, W. W. Norton & Company, ISBN 0-393-95806-X 
  • Strachey, J. (2001): ‘’The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XXI (1927-1931)’’, London, Vintage. ISBN 978-0-09-942676-9
  • Freud, Sigmund (1994). Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας. Αθήνα: Επίκουρος. ISBN 960-7105-14-1.  Η παράμετρος |access-date= χρειάζεται |url= (βοήθεια)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία