Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία

Η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία (στα ουγγρικά, Magyarországi Tanácsköztársaság, το οποίο μεταφράζεται ως Ουγγρική Δημοκρατία των Συμβουλίων[1][2]) ήταν το πολιτικό καθεστώς της Ουγγαρίας από τις 21 Μαρτίου 1919 έως τις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους.

Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία
Magyarországi Tanácsköztársaság
Σοβιετική Δημοκρατία

Μάρτιος – Αύγουστος 1919
Σημαία Έμβλημα
Τοποθεσία Ουγγαρία
Κόκκινο = η Δημοκρατία των Συμβουλίων
Ώχρα = απολεσθέντα εδάφη τον Απρίλιο του 1919 απέναντι στα γαλλορουμανικά στρατεύματα του Μπερτελό
Ροζ = ανακτηθέντα εδάφη τον Μάιο του 1919 απέναντι στους Τσεχοσλβάκους
Μπλε = εδάφη υπό τον έλεγχο των γαλλοσερβικών στρατευμάτων του Φρανσέ ντ'Εσπερέ.
Πρωτεύουσα Βουδαπέστη
Γλώσσες Ουγγρικά
Πολίτευμα Δημοκρατία των Συμβουλίων
Κομμουνιστικό Καθεστώς
Ιστορική εποχή Α'ΠΠ/Μεσοπόλεμος
 -  Διακήρυξη 21 Μαρτίου 1919
 -  Κατάληψη της Βουδαπέστης από τα στρατεύματα του Μπερτελό και κατάρρευση του καθεστώτος. 6 Αυγούστου 1919
 -  Επίσημη παραίτηση 28 Νοεμβρίου 1918
Νόμισμα Αυστροουγγρική Κορόνα
Proclamation of the Hungarian Soviet Republic – 1919.03.21

Το ουγγρικό καθεστώς ήταν η δεύτερη κυβέρνηση κομμουνιστικής ιδεολογίας στην παγκόσμια ιστορία, μετά εκείνη της Σοβιετικής Ρωσίας η οποία είχε διακηρυχθεί το 1917.

Διήρκεσε μονάχα 133 ημέρες και κατέρρευσε όταν οι ρουμανικές, σερβικές και εθνικιστικές δυνάμεις υποστηριζόμενες από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του Ανρί Μπερτελό, κατέλαβαν τη Βουδαπέστη στις 6 Αυγούστου 1919 με το πέρας του Πολέμου του Καλοκαιριού του 1919.

Το καθεστώς αυτό εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα εργατικά συμβούλια (Σοβιέτ) της Ρωσίας (το 1905, καθώς και την περίοδο μεταξύ 1917-1918) και της Γερμανίας (1918-1919).

Στις 16 Νοεμβρίου 1918, η Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία, διαδέχθηκε την Ουγγρική Μοναρχία εντός της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.

Η Δημοκρατία διακηρύχτηκε από τον Κόμη Μιχάλι Κάρολι, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνεργασίας, στην οποία περιλαμβανόταν το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, το Κόμμα Κομμουνιστών Ουγγαρίας ιδρύθηκε μέσω της συγχώνευσης διάφορων ετερόκλητων πολιτικών ομάδων, στις οποίες περιλαμβάνονταν αντιφρονούντα στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών, Αναρχοσυνδικαλιστές, καθώς και Κομμουνιστές οι οποίοι είχαν επιστρέψει από τη Σοβιετική Ρωσία, μεταξύ των οποίων αριθμός πρώην Αυστροούγγρων αιχμαλώτων πολέμου, οι οποίοι είχαν γίνει Κομμουνιστές κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους στη Ρωσία[3]. Ο Μπέλα Κουν, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Μόσχα με άτυπη εξουσιοδότηση του Λένιν, ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος[4].

Μια βαθιά εθνικιστική δυσαρέσκεια προκλήθηκε από την ήττα το 1918, με σημαντικότερη επίπτωση για τη χώρα, τη σημαντική αφαίρεση εδαφών που της επιβλήθηκε από την Τριπλή Αντάντ με το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου[5]. Η χώρα ευρισκόταν σε πλήρη αναρχία, καθώς η κατάσταση αυτή είχε οδηγήσει εκατομμύρια Ούγγρους σε συνθήκες ανεργίας ή ανέχειας. Όσοι ευρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, όπως οι αποστρατευθέντες στρατιώτες, ήσαν πιο ευάλωτοι στην κομμουνιστική προπαγάνδα[6].

Στις αρχές του 1919, οι πολιτικοί ηγέτες των Κομμουνιστών φυλακίστηκαν για απόπειρα πραξικοπήματος, ωστόσο, οι Σοσιαλδημοκράτες ήρθαν σύντομα σε επαφή μαζί τους για τη διαπραγμάτευση συγχώνευσης μεταξύ των δύο κομμάτων[7].

Κατάληψη της εξουσίας

Επεξεργασία
 
Οι Σάντορ Γκάρμπαϊ και Μπέλα Κουν.

Στις 20 Μαρτίου, εμπρός στο τελεσίγραφο του Σημειώματος Βιξ το οποίο απαιτούσε, εις το όνομα της Τριπλής Αντάντ, μία εκ νέου υποχώρηση των συνόρων της Ουγγαρίας, ο Μιχάλι Κάρολι και ο επικεφαλής της κυβέρνησής του, Ντένες Μπέρινκεϊ, παραιτήθηκαν. Ο Κάρολι σκόπευε να σχηματίσει εκ νέου μια νέα κυβέρνηση σε συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες ωστόσο, άμεσα, άρχισε να κυκλοφορεί σημείωμα, το έφερε το όνομα και την υπογραφή του, μέσω του οποίου αναφερόταν πως «παρέδειδε την εξουσία στο προλετεριάτο». Ο Κάρολι ουδέποτε αποδέχθηκε πως ο ίδιος είχε συντάξει και υπογράψει το συγκεκριμένο σημείωμα[8].

Στις 21 Μαρτίου διακηρύχτηκε το Επαναστατικό Συμβούλιο Διακυβέρνησης, το οποίο αποτελείτο από περίπου τριάντα επιτρόπους του λαού, οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις των Κομμουνιστών ή των Σοσιαλδημοκρατών, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ένα πενταμελές διευθυντήριο. Ο Σάντορ Γκάρμπαϊ, ο οποίος προερχόταν από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ήταν ο επίσημος αρχηγός της κυβέρνησης ως πρόεδρος του διευθυντηρίου, ωστόσο η εξουσία ανήκε, ουσιαστικά, κυρίως στον Κομμουνιστή Μπέλα Κουν, ο οποίος κατείχε τη θέση του επιτρόπου επί των εξωτερικών υποθέσεων[9]. Ο Τίμπορ Σαμουέλι, επίτροπος επί των στρατιωτικών υποθέσεων, ήταν ένας εκ των σημαντικότερων πολιτικών ηγετών του καθεστώτος. Οι Γιένο Λάντλερ και Μπέλα Βάγκο ήσαν επίτροποι επί των εσωτερικών υποθέσεων, ο Όττο Κόρβιν ήταν υπεύθυνος ασφαλείας, ο Γκέοργκ Λούκατς ήταν υπεύθυνος επί των πολιτιστικών υποθέσεων, ενώ ο Μάτιας Ράκοσι, μελλοντικός ηγέτης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, ήταν επίτροπος επί των εμπορικών υποθέσεων[10].

Πολιτικά μέτρα

Επεξεργασία
 
Ο Μπέλα Κουν ξεσηκώνοντας τα πλήθη.
 
Αφίσα προπαγάνδας στην οποία παρουσιάζεται το Επαναστατικό Συμβούλιο Διακυβέρνησης.

Η επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε σε σύντομο διάστημα την κρατικοποίηση αριθμού επιχειρήσεων, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, του χονδρικού εμπορίου, καθώς και των ενοικιαζόμενων πολυκατοικιών. Τα εδάφη που ανήκαν σε μεγαλοκτηματίες κατασχέθηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά έχαιραν κοινωνικών προνομίων, ενώ ο Τύπος, ο πολιτισμός και τα ελεύθερα επαγγέλματα τέθηκαν υπό κρατικά μέτρα ελέγχου. Η οικονομία της χώρας, ήδη καταπονημένη από τον πόλεμο, κατέρρευσε, προκαλώντας καταστάσεις ελλείψεων. Η ουγγρική κορόνα, στην ισοτιμία της με το ελβετικό φράγκο, απώλεσε ποσοστό της τάξεως του 90 % επί της αξίας της[11]. Από την πρώτη τους, κιόλας, συνέλευση, οι επίτροποι αποφάσισαν τη δημιουργία «επαναστατικών δικαστηρίων» με δικαστές επιλεγμένους από τον λαό. Ο στρατός και η αστυνομία διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια «επαναστατική πολιτοφυλακή». Τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, καθώς και ο ελευθεροτεκτονισμός[12]. Η εργασία κατέστη υποχρεωτική, ενώ στις επιχειρήσεις που απασχολούσαν άνω των είκοσι εργατών, στη συνέχεια άνω των δέκα, και τέλος κάτω των δέκα εργατών, επιβλήθηκε απαλλοτρίωση. Τα οικονομικά και δικαστικά μέτρα σύντομα αποξένωσαν την κυβέρνηση από τους εμπόρους, τους εργαζόμενους και τους δικηγόρους. Ο Λένιν, ο οποίος ευρισκόταν σε τηλεγραφική επικοινωνία με τον Μπέλα Κουν, τον συμβούλευε να τουφεκίσει κατά προτεραιότητα τους Σοσιαλδημοκράτες και τους «μικροαστούς». Ωστόσο, η πολιτική την οποία ακολουθούσε ο Μπέλα Κουν δεν διέθετε το σύνολο των χαρακτηριστικών της μπολσεβίκικης πολιτικής που ακολουθούσε ο Λένιν. Πράγματι, σε αντίθεση με τον Λένιν, ο Μπέλα Κουν κολεκτιβοποιούσε τα εδάφη και δεν τα μοίραζε εκ νέου, αποξενώνοντας, με αυτόν τρόπο, από την κυβέρνηση την αγροτιά. Ο Κουν, σε ένα μήνυμά του προς τους Ούγγρους εργάτες, συνιστούσε «την άσκηση μιας αμείλικτης, ταχείας και αποφασιστικής βίας, με στόχο τη διάλυση της αντίστασης των εκμεταλλευτών, των καπιταλιστών, των μεγαλοκτηματιών και των οργάνων τους[13]».

Δράσεις καταστολής

Επεξεργασία
 
Οι Τίμπορ Σαμουέλι και Μπέλα Κουν (στο κέντρο).

Οι Κομμουνιστές δεν διέθεταν ουσιαστικό λαϊκό έρεισμα στην Ουγγαρία[14], ενώ τα μέτρα που ελήφθησαν από το καθεστώς σύντομα προκάλεσαν αντιδράσεις, με τους χωρικούς και το αγροτικό προλετεριάτο, μεταξύ άλλων, να είναι ιδιαιτέρως δυσαρεστημένοι με την κολεκτιβοποίηση των εδαφών αντί για την αναδιανομή τους. Η Σοβιετική Δημοκρατία επιχείρησε, τότε, να εδραιωθεί στην εξουσία μέσω κατασταλτικών δράσεων, εγκαθιστώντας το λεγόμενο καθεστώς της Κόκκινης τρομοκρατίας, για την οποία υπεύθυνη ήταν η παρααστυνομία των Δυνάμεων Τρομοκρατίας του Επαναστατικού Συμβουλίου Διακυβέρνησης, οι οποίες ήσαν γνωστές με το ψευδώνυμο των «Παιδιών του Λένιν» (Lenin fiúk), ενώ είχε ως απολογισμό αρκετές εκατοντάδες θύματα μεταξύ των αντιφρονούντων ή των απείθαρχων[15]. Αριθμός εγκλημάτων διεπράχθησαν, όπως το κρέμασμα αγροτών οι οποίοι αντετίθεντο στις κατασχέσεις ή την κολεκτιβοποίηση των γαιών[16]. Οι βιαιοπραγίες των Παιδιών του Λένιν οδήγησαν, τελικώς, στη διάλυσή τους και η πλειονότητά τους εντάχθηκε στον στρατό, ωστόσο η Τρομοκρατία εξακολούθησε να υφίσταται.

Το καθεστώς τρομοκρατίας άρχισε σταδιακά να προκαλεί εντάσεις με το κεντρώο τμήμα των Σοσιαλδημοκρατών, σε αντίθεση με το αριστερό τους πολιτικό ρεύμα, το οποίο βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με τους Κομμουνιστές, με τους οποίους και μοιραζόταν την κυβερνητική εξουσία. Κατά τη διάρκεια του μήνα Ιουνίου, το συνέδριο του κόμματος ακολούθησε η διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης των Συμβουλίων, συντακτικής συνέλευσης η οποία υιοθέτησε την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου και ανακήρυξε την Ουγγαρία ως Σοσιαλιστικό Ομοσπονδιακό Κράτος.

Διεθνής θέση και συγκρούσεις

Επεξεργασία
 
Αφίσα της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας από τον Μιχάλι Μπίρο (1919): «Καθάρματα ! Αυτό επιθυμείτε;» - οι Ανρί Μπερτελό, Λόιντ Τζορτζ και Ουίλσον εμφανίζονται στα αριστερά, ενώ ο Κλεμανσώ και ο Βασιλέας Φερδινάνδος της Ρουμανίας στα δεξιά του τραπεζιού.
 
Ουγγρικό γραμματόσημο φέρων τη σημείωση Γαλλική κατοχή το 1919.

Το Ουγγρικό Καθεστώς ευρέθηκε άμεσα αντιμέτωπο με ένα αρνητικό διπλωματικό κλίμα, ενώ η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία, απασχολημένη με τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, αδυνατούσε να του παράσχει ουσιαστική βοήθεια. Η Κομμουνιστική Ουγγαρία επιθυμούσε να ανακτήσει τα απολεσθέντα από την Ουγγαρία εδάφη και, σε σύντομο διάστημα, ήρθε σε σύγκρουση με το σύνολο των γειτονικών της χωρών. Τον Απρίλιο, τα τσεχοσλοβακικά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Κομμουνιστική Ουγγαρία, προκειμένου να την εμποδίσουν να ανακτήσει τα εδάφη της πρώην Άνω Ουγγαρίας, τα οποία αποτελούσαν τη Σλοβακία. Οι Ούγγροι διακήρυξαν, τότε, τη γενική επιστράτευση και σχημάτισαν τον Ουγγρικό Κόκκινο Στρατό, του οποίου η αντεπίθεση οδήγησε σε σημαντικές νίκες και την κατάληψη της Σλοβακίας, όπου μια Σλοβακική Σοβιετική Δημοκρατία διακηρύχθηκε.

Στις 30 Μαΐου, μια αντικομμουνιστική «αντικυβέρνηση» ιδρύθηκε στο Σέγκεντ, στην ηγεσία της οποίας ευρισκόταν ο Γκιούλα Κάρολι. Τον Ιούνιο, οι διατάξεις της Συνόδου Ειρήνης του Παρισιού έθεσε ένα τέλος στη σύγκρουση μεταξύ Ούγγρων και Τσεχοσλοβάκων. Οι Σύμμαχοι ήσαν μοιρασμένοι αναφορικά με τη στάση που θα τηρούσαν απέναντι στο καθεστώς του Μπέλα Κουν: ενώ οι Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ και Γούντροου Ουίλσον είχαν υιοθετήσει μετριοπαθείς θέσεις, ο Ζωρζ Κλεμανσώ, αντιθέτως, ήταν αδιάλλακτος απέναντι στους «συνεργούς του Λένιν». Ο Νοτιοαφρικανός Γιαν Σματς εστάλη προκειμένου να διαπραγματευτεί με τον Μπέλα Κουν, ωστόσο οι διαπραγματεύσεις προσέκρουσαν στο ζήτημα των θέσεων των ρουμανικών στρατευμάτων, τα οποία ο Κουν επιθυμούσε να υποχωρήσουν πέρα του ποταμού Μούρες. Για τον περιορισμό της κόκκινης απειλής στην Τρανσυλβανία και τη Βεσσαραβία, η Γαλλία απέστειλε το Στράτευμα Μπερτελό στη Ρουμανία, προγεφύρωμα της Αντάντ, το οποίο ευρισκόταν εγκλωβισμένο μεταξύ των δύο κομμουνιστικών καθεστώτων : της Ουγγαρίας και της Ρωσίας. Το σχέδιο του Στρατάρχη Φος της άμεσης επίθεσης του συμμαχικού στρατεύματος εναντίον της Ουγγαρίας, ωστόσο, απορρίφθηκε (καθώς αρκετοί στρατιώτες ήσαν φίλα διακείμενοι προς τα κομμουνιστικά ιδεώδη), ενώ ήταν, τελικώς, τα γαλλοσερβικά στρατεύματα του Φρανσέ ντ'Εσπερέ και τα γαλλορουμανικά του Μπερτελό που αναδιοργανώθηκαν, προκειμένου να επέμβουν στην Ουγγαρία και να εκδιώξουν τους Κομμουνιστές από την εξουσία[17].

Στις 15 και 16 Απριλίου, οι Ούγγροι πραγματοποίησαν προληπτική επίθεση εναντίον των Γαλλορουμάνων, ωστόσο η αντεπίθεση των τελευταίων έσπασε τις ουγγρικές γραμμές και, κατά τις αρχές του μήνα Μαΐου, οι δυνάμεις του Ανρί Μπερτελό κατέλαβαν την ανατολική όχθη του ποταμού Τίσα, σύμφωνα με τον εδαφικό διαμοιρασμό που προβλεπόταν από το σημείωμα Βιξ. Στις 2 Μαΐου, η Ουγγρική Κυβέρνηση ζήτησε ειρήνη.

Ο Μπέλα Κουν στόχευε, ωστόσο, στην ανάκτηση των απολεσθέντων εδαφών και προετοίμαζε επίθεση εναντίον των Τσεχοσλοβάκων και των Ρουμάνων: στις 20 Μαΐου, ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός επιτέθηκε και απώθησε τα τσεχοσλαβακικές και ρουμανικές δυνάμεις. Μια εκ νέου επίθεση των ουγγρικών δυνάμεων εναντίον του ρουμανικού στρατού, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ της 17ης και της 20ής Ιουλίου, είχε, ωστόσο, καταστροφικά αποτελέσματα. Οι Γαλλορουμάνοι, οι οποίοι είχαν λάβει ενισχύσεις και εξοπλισμό μέσω της Μαύρης Θάλασσας, εισχώρησαν εντός των θέσεων των ουγγρικών στρατευμάτων: στις 26 του ιδίου μήνα, ήλεγχαν εκ νέου την ανατολική όχθη του Τίσα, ενώ, κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταξύ της 29ης και της 30ής Ιουλίου, διέσχισαν τον Τίσα και κινήθηκαν εναντίον της Βουδαπέστης, ενώ ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός ετράπη σε φυγή.

Πτώση του καθεστώτος

Επεξεργασία
 
Μνημείο στη Δημοκρατία των Συμβουλίων χρονολογούμενο από την Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία, σήμερα εκτιθέμενο στο Πάρκο Μέμεντο (Βουδαπέστη).

Στη Βουδαπέστη, το καθεστώς της Δημοκρατίας των Συμβουλίων αγωνιούσε. Συγκεκριμένα, ο Μπέλα Κουν κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία απόπειρα ανατροπής του, εμπνευστής της οποίας ενδεχομένως να ήταν ο Τίμπορ Σαμουέλι[18]. Την 1η Αυγούστου, η επαναστατική κυβέρνηση παραιτήθηκε και ο Κουν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, υπό την προστασία του ιταλικού εκστρατευτικού σώματος. Ο Γκιούλα Πέιντλ ανέλαβε επικεφαλής της κυβέρνησης και ανακοίνωσε την ακύρωση των πλέον αντιλαϊκών εκ των ριζοσπαστικών μέτρων, αποκαθιστώντας την αρχή της ιδιωτικής περιουσίας και κλείνοντας τα επαναστατικά δικαστήρια, ωστόσο ανετράπη από τις 6, κιόλας, του ιδίου μήνα και αντικαταστάθηκε από τον μοναρχικό Ιστβάν Φρίντριχ. Ο Αρχιδούκας Ιωσήφ-Αύγουστος των Αψβούργων-Λωρραίνης, ο οποίος είχε τεθεί υπό κατ'οίκον περιορισμό από το κομμουνιστικό καθεστώς, ανακήρυξε εαυτόν εκ νέου ως αντιβασιλέα του Βασιλείου, ωστόσο ούτε ο ίδιος ούτε ο Φρίντριχ έλαβαν τη στήριξη της Αντάντ και υποχρεώθηκε σε παραίτηση από τις αρμοδιότητές του στις 23 Αυγούστου του ιδίου έτους. Ο Γαλλορουμανικός στρατός του Ανρί Μπερτελό, ο οποίος είχε εισέλθει στις 6 Αυγούστου 1919 στη Βουδαπέστη, παρέμεινε εντός αυτής έως τον Νοέμβριο, ημερομηνία κατά την οποία ο Μικλός Χόρτι, Υπουργός Πολέμου της αντεπαναστατικής κυβέρνησης, εισήλθε στην πρωτεύουσα.

Μετά την πτώση της Δημοκρατίας των Συμβουλίων, η Ουγγαρία γνώρισε μια περίοδο λευκής τρομοκρατίας: οι αντεπαναστατικές δυνάμεις πάταξαν τους πραγματικούς ή υποτιθέμενους υποστηρικτές του καθεστώτος, στοχεύοντας ιδιαιτέρως τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες, εκ των οποίων ορισμένοι υποχρεώθηκαν σε εξορία. Η πλειονότητα των επιτρόπων του λαού και ενεργοί υποστηρικτές της Δημοκρατίας των Συμβουλίων ήσαν Εβραίοι ή εβραϊκής καταγωγής[19], κάτι που χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για βιαιοπραγίες σε βάρος των Εβραίων κατά την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας, καθώς και για μέτρα διακρίσεων σε βάρος των Εβραίων, τα οποία ελήφθησαν από το καθεστώς του Μικλός Χόρτι.

Σχετικά Λήμματα

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. György Litvan, La démocratie hongroise de 1918-1919 et la politique française, Matériaux pour l'histoire de notre temps n°19, 1990].
  2. Evgueni Samoïlovitch Varga - Encyclopedia Universalis.
  3. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, pp. 331-332.
  4. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 336.
  5. Δείτε τους όρους αυτού που έγινε γνωστό το 1920 ως Συνθήκη του Τριανόν, όπου η Ουγγαρία έχασε τα δύο τρίτα των εδαφών της.
  6. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 333.
  7. Tamás Szende, La Hongrie au XXème siècle : regards sur une civilisation, L'Harmattan, 2000, p. 13.
  8. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 330-331.
  9. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 332.
  10. Stéphane Courtois in Le Livre noir du communisme, Robert Laffont, 1997, p. 301.
  11. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 334-335.
  12. Encyclopédie de la franc-maçonnerie, Le livre de poche, article "Hongrie", p. 412.
  13. Stéphane Courtois in Le Livre noir du communisme, Robert Laffont, 1997, p. 301.
  14. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 336.
  15. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 335-336.
  16. Stéphane Courtois in Le Livre noir du communisme, Robert Laffont, 1997, p. 302.
  17. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 337.
  18. Stéphane Courtois in Le Livre noir du communisme, Robert Laffont, 1997, p. 303.
  19. Miklós Molnar, Histoire de la Hongrie, Hatier, 1996, p. 339.