Μεγάλη πανώλη του Λονδίνου

Με τον όρο Μεγάλη πανώλη του Λονδίνου αναφέρεται μια επιδημία πανώλης στην Αγγλία το 1665 και το 1666. Χάθηκαν περίπου 100.000 άνθρωποι, 70.000 από αυτούς στο Λονδίνο, που αντιστοιχούσε περίπου στο ένα πέμπτο του πληθυσμού της πόλης.[1]

Συλλογή των νεκρών για ταφή κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πανώλης

Οι συνέπειες ήταν πολύ λιγότερο καταστροφικές από ό,τι κατά την περίοδο της Μαύρης πανώλης του 1347-1353, αλλά ονομάστηκε «Μεγάλη πανώλη» επειδή ήταν μια με τα περισσότερα θύματα από τις τελευταίες επιδημίες πανώλης στην Ευρώπη.

Το Λονδίνο το 1665

Επεξεργασία

Η πανώλη εμφανίζονταν περιοδικά στο Λονδίνο του 17ου αιώνα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις εκείνη την εποχή. Αναφέρονται 30.000 θάνατοι λόγω της πανώλης το 1603, 35.000 το 1625, 10.000 το 1636 και μικρότεροι αριθμοί σε άλλα χρόνια.[2]

 
Χάρτης του Λονδίνου, Βάτσλαβ Χόλλαρ, περ. 1665

Στα τέλη του 1664, ένας φωτεινός κομήτης φάνηκε στον ουρανό  και οι κάτοικοι του Λονδίνου φοβήθηκαν ότι προμήνυε κακό γεγονός.[3]

Το Λονδίνο εκείνη την εποχή ήταν μια πόλη περίπου 448 στρεμμάτων που περιβάλλονταν στον βορρά από τείχος, που αρχικά είχε χτιστεί για να αποκρούει επιδρομές, και στο νότο από τον ποταμό Τάμεση. Υπήρχαν πύλες εισόδου και ο Τάμεσης διασχίζονταν με τη Γέφυρα του Λονδίνου. Στα φτωχότερα πυκνοκατοικημένα μέρη της πόλης η υγιεινή ήταν αδύνατο να διατηρηθεί. Δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις υγιεινής και οι ανοιχτές αποχετεύσεις έρεαν κατά μήκος του κέντρου των ελικοειδών στενών δρόμων. Τα λιθόστρωτα ήταν λασπωμένα και ολισθηρά από περιττώματα ζώων, σκουπίδια και λύματα που πετούσαν από τα σπίτια. Οι αρχές της πόλης αφαιρούσαν τη χειρότερη βρωμιά και τη μετέφεραν έξω από τα τείχη, όπου συσσωρεύονταν και συνέχιζε να αποσυντίθεται. Η δυσοσμία ήταν απίστευτη και οι άνθρωποι κρατούσαν μαντήλια στη μύτη τους.[4]

 
Ένας δρόμος κατά τη διάρκεια της πανώλης στο Λονδίνο, 1665

Αρκετά προϊόντα, όπως το κάρβουνο, έφταναν με φορτηγίδες, αλλά τα περισσότερα οδικώς. Κάρα, άμαξες, άλογα και πεζοί συνωστίζονταν, και στις πύλες του τείχους σχηματίζονταν τέτοιος συνωστισμός μέσα από τον οποίο ήταν δύσκολη η διάβαση. Όσοι ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, χρησιμοποιούσαν άμαξες και φορητά καθίσματα για να φτάσουν στον προορισμό τους χωρίς να λερωθούν. Ένας άλλος κίνδυνος ήταν ο μαύρος καπνός από σαπωνοποιεία, ζυθοποιεία, χυτήρια σιδήρου και περίπου 15.000 νοικοκυριά που έκαιγαν κάρβουνο για να ζεστάνουν τα σπίτια τους.

Έξω από τα τείχη της πόλης, συνοικίες με ξύλινες παράγκες και χωρίς εγκαταστάσεις υγιεινής είχαν αναπτυχθεί, παρέχοντας στέγη σε λιμενεργάτες, τεχνίτες και εμπόρους που είχαν συρρεύσει στην ήδη υπερπλήρη πόλη. Η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να περιορίσει την ανάπτυξη αυτών των «προαστίων», αλλά απέτυχε: Πάνω από ένα τέταρτο του εκατομμυρίου ανθρώπων ζούσαν σ' αυτά.

Η επιδημία

Επεξεργασία

Η επιδημία προκλήθηκε πιθανώς από το εντεροβακτήριο Yersinia pestis που μεταφέρθηκε στην Αγγλία από ολλανδικό πλοίο που μετέφερε μπάλες βαμβακιού από το Άμστερνταμ, η πανώλη είχε εμφανιστεί περιοδικά στην Ολλανδία από το 1654. Οι λιμενεργάτες έξω από το Λονδίνο, που ζούσαν στριμωγμένοι σε άθλιες κατοικίες με ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, ήταν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από την πανώλη. Τον χειμώνα του 1664/65 υπήρξαν αρκετές αναφορές θανάτων. Ωστόσο, ο χειμώνας ήταν πολύ κρύος, γεγονός που κράτησε το ποσοστό μόλυνσης εντός ορίων. Οι μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού, όμως, ήταν εξαιρετικά ζεστοί και ηλιόλουστοι, γεγονός που ευνόησε την ταχεία εξάπλωση της νόσου. Δεν τηρήθηκαν αρχεία θανάτων μεταξύ των φτωχότερων κατοίκων, ο πρώτος καταγεγραμμένος θάνατος από πανώλη ήταν μιας γυναίκας στις 12 Απριλίου 1665.[5]

 
Δύο άνδρες ανακαλύπτουν μια νεκρή γυναίκα στο δρόμο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης πανώλης του Λονδίνου, 1665.

Τον Ιούλιο του 1665 η πανώλη έφτασε στο κέντρο του Λονδίνου. Ο βασιλιάς Κάρολος Β', η οικογένειά του και η αυλή του εγκατέλειψαν την πόλη και μετακόμισαν στην Οξφόρδη. Αντίθετα, ο Λόρδος Δήμαρχος και οι σύμβουλοι παρέμειναν στις θέσεις τους. Τα καταστήματα έκλεισαν όταν οι περισσότεροι από τους πλούσιους εμπόρους και τεχνίτες έφυγαν και μόνο ένας μικρός αριθμός κληρικών, γιατρών και φαρμακοποιών επέλεξε να μείνει. Οι γιατροί περιφέρονταν στους δρόμους για να διαγνώσουν θύματα, παρόλο που πολλοί δεν είχαν την απαραίτητη εκπαίδευση.[6]

Οι αρχές της πόλης έλαβαν διάφορα μέτρα υγιεινής, έθεσαν τους γιατρούς στην υπηρεσία τους και οι κηδείες οργανώθηκαν με λεπτομέρεια. Τα θέατρα έκλεισαν, οι κάτοικοι ενθαρρύνθηκαν να κρατούν τις φωτιές αναμμένες μέρα και νύχτα με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα καθαρίσει τον αέρα. Ουσίες με έντονη οσμή όπως πιπέρι, λυκίσκος και θυμίαμα καίγονταν επίσης για να αποτρέψουν πιθανή μόλυνση. Οι κάτοικοι, ακόμη και τα μικρά παιδιά, ενθαρρύνθηκαν να καπνίζουν καπνό.

Αν και η πανώλη επικεντρώθηκε κυρίως στο Λονδίνο, επλήγησαν και άλλες περιοχές της χώρας. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το χωριό Ιμ στο Ντέρμπισιρ. Η πανώλη εισήχθη από ένα δέμα υφασμάτων που εστάλη από το Λονδίνο. Περίπου οι μισοί κάτοικοι πέθαναν και το χωριό μπήκε σε καραντίνα, γεγονός που επιβράδυνε την περαιτέρω εξάπλωση στις γύρω περιοχές.[6]

 
Η Μεγάλη πανούκλα του Λονδίνου, 1665. Rita Greer

Τα αρχεία δείχνουν ότι στα μέσα Ιουλίου 1665 στο Λονδίνο πέθαιναν από την πανώλη περίπου 1.000 άνθρωποι κάθε εβδομάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1665 τα θύματα ανήλθαν σε 7.000 την εβδομάδα. Στα τέλη του φθινοπώρου ο αριθμός των νέων μολύνσεων άρχισε να μειώνεται και μέχρι τον Φεβρουάριο του 1666 η κατάσταση ήταν αρκετά ασφαλής για τον βασιλιά και τη συνοδεία του να επιστρέψουν στην πόλη. Στο μεταξύ, η πανούκλα έλαβε διαστάσεις πανδημίας και έφθασε στη Γαλλία μέσω των εμπορικών οδών, όπου συνεχίστηκε έως και τον επόμενο χειμώνα.

Στο Λονδίνο, η επιδημία προκάλεσε τους περισσότερους θανάτους, αλλά σε διαχειρίσιμα όρια. Η Μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου, 2-5 Σεπτεμβρίου 1666, κατέστρεψε πολλές από τις πυκνοκατοικημένες υποβαθμισμένες εμπορικές περιοχές της πόλης. Ως αποτέλεσμα, η πανώλη τελικά σταμάτησε επειδή σχεδόν όλοι οι μολυσμένοι αρουραίοι και οι ψύλλοι κάηκαν στις φλόγες. Μετά τη Μεγάλη πυρκαγιά, το Λονδίνο ξαναχτίστηκε στην ίδια ρυμοτομική διάταξη, ωστόσο, οι αχυροσκεπές απαγορεύτηκαν και η πόλη εφοδιάστηκε με ένα υποτυπώδες αποχετευτικό δίκτυο.[7]

Στην τέχνη

Επεξεργασία

Τα εφιαλτικά γεγονότα της εποχής απεικονίστηκαν σε πίνακες ζωγραφικής, αναφέρονται σε λογοτεχνικά έργα, όπως στο Ημερολόγιο της χρονιάς της πανούκλας (1722) του Ντάνιελ Ντεφόε, [8]ο οποίος άντλησε πληροφορίες από χρονικά της εποχής, και σε σειρές ντοκυμαντέρ.[9]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία