Μάχη της Σπλάντζας
Η Μάχη της Σπλάντζας (ή μάχη της Σπλάτζας) ήταν πολεμική εμπλοκή της επανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Έγινε στις 4 Ιουλίου 1822 στο λιμάνι του Φαναρίου στο Σούλι.[1] Διεξήχθη μεταξύ ελληνικών στρατευμάτων υπό τους Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και Ιωάννη Ραζηκότσικα και τουρκικών υπό τον Κεχαγιάμπεη. Κόστισε τη ζωή του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, καθώς και εκείνη του αρχηγού των Οθωμανών. Έληξε με υποχώρηση και των δυο στρατευμάτων, αλλά μπορεί να θεωρηθεί νίκη των Τούρκων, αφού ο σκοπός τους -η ανακοπή της πορείας των Ελλήνων- επιτεύχθηκε.[2]
Μάχη της Σπλάντζας | |||
---|---|---|---|
Ελληνική Επανάσταση του 1821 | |||
Χρονολογία | 4 Ιουλίου 1822 | ||
Τόπος | Αμμουδιά Πρέβεζας 39°15′31″N 20°29′02″E / 39.25858°N 20.48402°EΣυντεταγμένες: 39°15′31″N 20°29′02″E / 39.25858°N 20.48402°E | ||
Στόχοι | Ανεφοδιασμός της Κιάφας από τους Έλληνες. | ||
Έκβαση | Στρατηγική νίκη των Ελλήνων, τακτική νίκη των Τούρκων. | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Εκστρατεία για την απελευθέρωση της Ηπείρου
ΕπεξεργασίαΜετά από την πτώση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, το 1822, η κατάσταση στην περιοχή του Σουλίου δημιουργεί ανησυχία στους Έλληνες. Επειδή οι Σουλιώτες είχαν συμμαχήσει με τον Αλβανό ηγεμόνα, ο Χουρσίτ Πασάς, ο οποίος τον εξουδετέρωσε, επιτίθεται στο Σούλι, αλλά αποτυγχάνει. Τότε, αναχωρεί για τη Λάρισα, αφήνοντας όμως τον Ομέρ Βρυώνη να συνεχίσει τις επιχειρήσεις κατά των Σουλιωτών. Η κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου, την ίδια χρονιά, καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο που διατρέχει η Επανάσταση, οργανώνει εκστρατεία για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Στο Μεσολόγγι, βάση ανεφοδιασμού του στρατού του Μαυροκορδάτου, συγκεντρώνονται τακτικές και άτακτες δυνάμεις, καθώς και σώματα φιλελλήνων.[3]
Αποστολή ενισχύσεων στο Σούλι
ΕπεξεργασίαΕν τω μεταξύ, η Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να αποστείλει στους κατοίκους του Σουλίου στρατό, πολεμοφόδια και τρόφιμα, τα οποία χρειάζονταν επειγόντως. Πράγματι, οι κάτοικοι της Κιάφας λιμοκτονούσαν, ενώ τα νεκρά από πείνα ζώα είχαν μολύνει την ατμόσφαιρα, προκαλώντας λοιμό, που θέριζε ιδίως τα γυναικόπαιδα.[4] Αντί όμως της ισχυρής βοήθειας που αναμενόταν ν’ αποσταλεί, στάλθηκε μία μοίρα τεσσάρων υδραίικων πλοίων υπό τον Νικόλαο Βώκο.[2][5] Σ’ αυτά επέβαιναν ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με 200 Μανιάτες και ο Ιωάννης Ραζηκότσικας με διπλάσιους περίπου Μεσολογγίτες. Η συνολική δύναμη ήταν 500-600 στρατιώτες, ενώ ο στόλος δε μετέφερε καθόλου τρόφιμα ή πολεμοφόδια.[2][4] Κατά τα μέσα Ιουνίου, τα τέσσερα πλοία έφτασαν στις ακτές της Ηπείρου. Ο Μαυρομιχάλης αποβιβάσθηκε στο λιμάνι του Μούρτου και αφού έκαψε τα τουρκικά σπίτια της περιοχής, έστειλε 150 αιχμαλώτους στην Πελοπόννησο. Όμως, στο λιμάνι έφτασε αγγλικό πολεμικό πλοίο, που μετέφερε τη διαταγή του αρμοστή της Επτανήσου Πολιτείας για αποχώρηση των Ελλήνων από την περιοχή. Εκείνος υπάκουσε και τα στρατεύματά του επιβιβάστηκαν ξανά στα πλοία. Τελικά, τα τέσσερα πλοία των Ελλήνων μαζί με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον Ραζηκότσικα έφτασαν στην Σπλάντζα που βρισκόταν 7 ώρες μακριά από την Κιάφα. Εκεί, βγήκαν έξω οι οπλαρχηγοί και οι άνδρες τους.[5] Οι Σουλιώτες, όταν ειδοποιήθηκαν, έστειλαν αρχικά τον Λάμπρο Ζάρμπα και ύστερα τους Ζώη Πάνου και Βασίλη Ζέρβα με πολλούς άνδρες για να τον συνοδεύσουν και να τον προστατεύσουν, γιατί οι Τούρκοι είχαν πληροφορηθεί τον ερχομό των ελληνικών πλοίων και ετοιμάζονταν να τους αντιμετωπίσουν.[6] Εξάλλου, οι Σουλιώτες ενδιαφέρονταν να πάρουν τα εφόδια, που είχαν ανάγκη. Όταν όμως είδαν τις ολιγάριθμες ενισχύσεις, που δεν είχαν φέρει μαζί τους τρόφιμα ή πολεμοφόδια, οι Σουλιώτες απογοητεύτηκαν.[5][7]
Οι ενέργειες των αντιπάλων στρατών
ΕπεξεργασίαΗ έλευση των Τούρκων στη Σπλάντζα
ΕπεξεργασίαΕν τω μεταξύ, οι Τούρκοι που είχαν και αυτοί πληροφορηθεί τον ερχομό των Ελλήνων και τη σύμπραξή τους με τους Σουλιώτες, πορεύονταν με 3.000 στρατό υπό τον Κεχαγιάμπεη -τον γνωστό αρχηγό των Τούρκων στην Τριπολιτσά- για να τους απωθήσουν.[7] Όσο οι Έλληνες τριγύριζαν στην παραλία αδιαφορώντας για την οχύρωσή τους, το μεγαλύτερο τμήμα του τουρκικού στρατού έφτασε κοντά στη Σπλάντζα, στις 2 Ιουνίου, και κρύφτηκε στους θάμνους της περιοχής, στοχεύοντας στον αιφνιδιασμό των αντιπάλων του. Την επομένη, έφτασε αυτοπροσώπως στην περιοχή και ο Κεχαγιάμπεης με τη σωματοφυλακή του, που αποτελούνταν από 500 άνδρες. Όλα έδειχναν πως οι Τούρκοι θα έπιαναν τους Έλληνες εντελώς απροετοίμαστους.[5][8]
Οι ετοιμασίες των Ελλήνων
ΕπεξεργασίαΚατά συγκυρία, ένας βοσκός της περιοχής, παρατηρώντας τις κινήσεις των βοδιών του, κατάλαβε πως πλησιάζει τουρκικός στρατός και έσπευσε να ειδοποιήσει τους Έλληνες στη Σπλάντζα.[9] Ο Μαυρομιχάλης και οι Σουλιώτες συγκάλεσαν έκτακτο συμβούλιο. Κανένας δεν περίμενε πως ο τουρκικός στρατός θα έφτανε τόσο γρήγορα στην περιοχή. Κάποιοι αξιωματικοί πρότειναν να υποχωρήσουν, ο Μαυρομιχάλης, ο Πάνου και ο Ζάρμπας, όμως, αρνήθηκαν και συμφώνησαν να αμυνθούν. Έκτισαν μια μάντρα από πέτρες, πίσω από την οποία οχυρώθηκαν 120 άνδρες. Ο Ζάρμπας με 50 στρατιώτες κατέλαβε έναν πύργο στις εκβολές του ποταμού Θυάμεως, ενώ ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τους πολεμιστές του τοποθετήθηκε στο δεξί μέρος της ακτής. Παράλληλα, οι πλοίαρχοι των τεσσάρων πλοίων διατάχθηκαν να τα μεταφέρουν στη θέση Κερέντσα, από όπου να αρχίσουν να κανονιοβολούν τις τουρκικές δυνάμεις, όταν εκδηλωθεί επίθεση, καθώς και να μη δεχθούν Έλληνες λιποτάκτες στα καράβια τους.[10]
Η μάχη
ΕπεξεργασίαΗ τουρκική επίθεση
ΕπεξεργασίαΣτις 4 Ιουλίου, οι Τούρκοι άρχισαν να κινούνται εναντίον των Ελλήνων, με ηρεμία και ησυχία όμως, αφού θεωρούσαν πως οι Έλληνες κοιμούνταν και θα τους αιφνιδίαζαν. Ο Κεχαγιάμπεης, όμως, που κατάλαβε πως οι αντίπαλοί του ήταν προετοιμασμένοι, έδωσε διαταγή να ανοίξουν πυρ μόλις φτάσουν σε απόσταση βολής από το εχθρικό οχύρωμα. Τα όπλα, όμως, του μεγαλύτερου τμήματος του τουρκικού στρατού δε λειτούργησαν, αφού είχαν πάθει βλάβη από τη νυχτερινή υγρασία. Οι Έλληνες ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς και άρχισε σφοδρή μάχη.[5]
Ο θάνατος του Μαυρομιχάλη
ΕπεξεργασίαΟ Ζάρμπας δεν συμμετείχε στη μάχη, αφού φοβόταν να αφήσει ακάλυπτη τη θέση του στο εχθρικό ιππικό και οι Μανιάτες ήταν αρκετά μακριά. Το κύριο βάρος της τουρκικής επιθέσεως έπεφτε στον Ζώη Πάνου. Ο Μαυρομιχάλης έτρεξε να τον ενισχύσει μαζί με μερικούς Μανιάτες και οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν. Ο Κεχαγιάμπεης μπήκε έφιππος στις γραμμές των Τουρκαλβανών του, προσπαθώντας να τους ενθαρρύνει, και βρέθηκε απέναντι από τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Οι αντίπαλοι αρχηγοί, που γνωρίζονταν από την πολιορκία της Τριπολιτσάς, άρχισαν να ανταλλάσσουν προκλήσεις, όταν μια σφαίρα πέτυχε τον Μαυρομιχάλη στη μασχάλη. Ο οπλαρχηγός μεταφέρθηκε μέσα στο οχύρωμα από τους άνδρες του ημιθανής και ξεψύχησε, αφού μοίρασε τα όπλα του στους άνδρες του και έδωσε την αιματοβαμμένη ζώνη του στον ιπποκόμο του, για να τη στείλει στην οικογένειά του στη Μάνη.[11]
Η λήξη της μάχης
ΕπεξεργασίαΟ θάνατος του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη έκανε μερικούς να χάσουν το θάρρος τους, ενώ οι Τουρκαλβανοί άρχισαν να αυξάνουν την πίεση. Τότε σκοτώθηκε και ο Κεχαγιάμπεης, και οι στρατιώτες του άρχισαν να υποχωρούν, μαζεύοντας τους νεκρούς και τραυματίες τους. Την επόμενη νύχτα οι Μανιάτες, αφού εκτέλεσαν πέντε αιχμαλώτους για να εκδικηθούν τον θάνατο του αρχηγού τους, μπήκαν στα καράβια και αναχώρησαν μαζί με το σώμα του αρχηγού τους, οι δε Σουλιώτες επέστρεψαν πίσω στο Σούλι. Η σορός του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου και ενταφιάστηκε μέσα σε κλίμα πανδήμου πένθους.[2]
Απολογισμός - συμπεράσματα
ΕπεξεργασίαΣτη μάχη σκοτώθηκαν 43 Τουρκαλβανοί και οι άλλοι 5 εκτελέστηκαν, ενώ από τους Έλληνες μόλις 3. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν η απώλεια των αρχηγών των δύο στρατευμάτων, του Κεχαγιάμπεη και του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Σε επίπεδο τακτικής, η μάχη μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία των Ελλήνων, αφού οι αντίπαλοί τους υποχώρησαν πρώτοι. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Τούρκοι είχαν επιτύχει τον σκοπό τους, δηλαδή την απομάκρυνση των αντιπάλων τους από το Σούλι. Η μάχη της Σπλάντζας, σε συνδυασμό με την καταστροφή του Πέτα, που έλαβε χώρα την ίδια μέρα (4 Ιουλίου 1822), ματαίωσε την προσπάθεια των Ελλήνων για απελευθέρωση της Ηπείρου.[2][10]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Κρέμος 1874, σελ. 16.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Σφυρόερας 1975, σελ. 269.
- ↑ Βακαλόπουλος 1982, σελ. 144 κ.ε.
- ↑ 4,0 4,1 Περραιβός 1836, σελ. 168-169.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Κόκκινος 1974, σελ. 120.
- ↑ Κουτσονίκας 1863, σελ. 177.
- ↑ 7,0 7,1 Βακαλόπουλος 1982, σελ. 166.
- ↑ Το όνομα του ποταμού δίνεται από τον Περραιβό (Περραιβός 1836, σελ. 168).
- ↑ Κόκκινος 1974, σελ. 120-121.
- ↑ 10,0 10,1 Κόκκινος 1974, σελ. 121.
- ↑ Περραιβός 1836, σελ. 173.
Πηγές
Επεξεργασία- Βακαλόπουλος, Α. (1982). Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829) – Τόμος 6: Η εσωτερική κρίση (1822-1825). Θεσσαλονίκη.
- Κόκκινος, Δ. (1974). Η ελληνική επανάστασις, Τόμος 2. Αθήνα: Μέλισσα.
- Κουτσονίκας, Λ. (1863). Γενική ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμος 1. Αθήνα: Τύποις του "Ευαγγέλιμου" Δ. Καρακατζάνη.
- Κρέμος, Γ. (1879). Χρονολόγια της ελληνικής ιστορίας – Τόμος 3: 1453-1830. Αθήνα: Τυπογραφείο Δημητρίου Ιασεμίδου.
- Περραιβός, Χ. (1836). Απομνημονεύματα πολεμικά, Τόμος 1. Αθήνα: Τυπογραφία Ανδρέου Κορομηλά.
- Σφυρόερας, Β. (1975). Σταθεροποίηση της επαναστάσεως, 1822-1823. Ιστορία του ελληνικού έθνους – Τόμος 12: Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1813-1822) (σελ. 212-286). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.