To Κιρκίρι είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anas crecca και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[3]

Κιρκίρι
Ενήλικο αρσενικό κιρκίρι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Ενήλικο αρσενικό κιρκίρι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Νησσίνες (Anatinae) [2]
Γένος: Νήσσα (Anas) (Linnaeus, 1758)
Είδος: A. crecca
Διώνυμο
Anas crecca [i]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Anas crecca carolinensis
Anas crecca crecca
Anas crecca nimia

Anas crecca

Στην Ελλάδα απαντά το ευρωπαϊκό υποείδος Anas crecca crecca (Linnaeus, 1758).[3]

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η επιστημονική ονομασία του γένους, anas, έχει άγνωστη προέλευση, που δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ιστορική πηγή. Κατά μίαν εκδοχή είναι λατινική λέξη (anas-atis) με ινδοευρωπαϊκή προέλευση (anut, antis) και με τη σημασία που της αποδίδεται («νήσσα», «πάπια»). Υπάρχει όμως και η εκδοχή της σύνθετης λέξης a + nas, οπότε αποκτά ελληνική προέλευση, με το β’ συνθετικό να προέρχεται από το νέω ≪κολυμπώ≫ (άσχετο προς το ρ. νέω ≪γνέθω, κλώθω≫, βλ. λ. νήμα), ενώ το α προσετέθη αργότερα.[4] Το αρχ. νέω ≪κολυμπώ≫ αποτελεί την ασθενή βαθμ. τού ινδοευρωπαϊκού sna- ≪πλέω, κολυμπώ≫, πβ. σανσκρ. snati ≪πλένομαι≫, λατ. nare | natare ≪κολυμπώ≫ (> γαλλ. natation ≪κολύμβηση≫, ισπ. natacion) κ.ά.].[5][6]

Ο όρος crecca στην επιστημονική ονομασία του είδους, φαίνεται να έχει ηχομιμητική προέλευση, είναι δηλαδή μια λέξη που, «μιμείται» φωνητικά ή υπονοεί την πηγή του ήχου εκείνου που περιγράφει (ονοματοποιία), στην προκειμένη περίπτωση τη χαρακτηριστική φωνή του αρσενικού. Άλλωστε η λαϊκή ονομασία του πουλιού σε κάποιες γλώσσες, ακριβώς αυτό σημαίνει (γερμαν. Krickente, δαν. Κrikand κ.α.).

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο το 1758, στο περίφημο έργο του Systema Naturae.[7] Η λατινική περιγραφή του έλεγε, [Anas] macula alarum viridi, linea alba supra infraque oculos «[πάπια] με πράσινο σημάδι στα φτερά, λευκή γραμμή πάνω και γύρω από τα μάτια»- και η πρωταρχική αναφορά του ήταν η περιγραφή του πτηνού στο προηγούμενο έργο του, Fauna Svecica «Σουηδική Πανίδα» (1746).[8] Επίσης, ο Λινναίος γράφει στο συγκεκριμένο έργο, ότι είχαν προηγηθεί παλαιότερες εκτεταμένες αναφορές για το πτηνό, από διάφορους επιστήμονες, όπως: ο Ελβετός φυσιοδίφης Κόνραντ Γκέσνερ (Conrad Gessner), στο έργο του Historiae Αnimalium ως Anas parva,[9] ο Ιταλός φυσιοδίφης Ουλίσε Αλντροβάντι (Ulisse Aldrovandi) ως phascade ή querquedula minor,[10] ο Άγγλος ζωολόγος Φράνσις Γουίλεκμπι (Francis Willughby ) ως querquedula secunda Aldrovandi,[11] ο Άγγλος φυσιοδίφης Τζoν Ρέι (John Ray ) [12] και ο Άγγλος φυσιοδίφης και ζωγράφος Ελεάζαρ Άλμπιν (Eleazar Albin) [13].

Φυλογενετικά, το είδος φαίνεται να είναι στενά συνδεδεμένο με την κοινή πρασινοκέφαλη πάπια (Anas platyrhynchos), ενώ σχηματίζει υπερείδος με το Α. flavirostris. Πάντως η ταξινομική του δεν έχει αποσαφηνιστεί, με κάποιους επιστήμονες να υποστηρίζουν την ύπαρξη 3 υποειδών, ενώ άλλοι θεωρούν το Anas crecca carolinensis της Αμερικής, ξεχωριστό είδος (Anas carolinensis). Τέλος αμφισβητείται και η ύπαρξη του Anas crecca nimia. Επειδή, όμως τόσο η IUCN όσο και η Birdlife International, εξακολουθούν να στηρίζουν την κατάταξη σε 3 υποείδη, δεν έχουν υιοθετηθεί αυτές οι απόψεις, τουλάχιστον ακόμη.[14][15][16][17][18][19] Παρά ταύτα, το κιρκίρι αποτελεί ένα από τα πλέον μελετημένα είδη πάπιας στον κόσμο.

Γεωγραφική κατανομή

Επεξεργασία

Το κιρκίρι είναι, ανάλογα με το υποείδος, πλήρως ή μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, αν και σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι πληθυσμοί είναι αποδημητικοί, με ευρεία κατανομή σε όλο το Βόρειο Ημισφαίριο, από τις ανατολικές ακτές του Ειρηνικού στη Β. Αμερική, μέχρι την Ευρασία και τις δυτικές ακτές του Ειρηνικού στην Ιαπωνία. Επίσης, έχει παρουσία -σε μικρότερο βαθμό- και στην αφρικανική ήπειρο.

Στην Ευρώπη απαντά σε όλες τις καταστάσεις μετακίνησης (επιδημητικό, καλοκαιρινός αναπαραγόμενος και χειμερινός επισκέπτης) στο μεγαλύτερο τμήμα της ηπείρου, εκτός από κάποιες περιοχές στο κέντρο και στα νοτιοδυτικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιοχές να υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών που, είτε είναι μόνιμοι, είτε έρχονται να αναπαραχθούν ή και να ξεχειμωνιάσουν, όπως λ.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο ή ακόμη και στη ΝΔ. Ισλανδία. Από τη Σκανδιναβία και την Κ. Ευρώπη και ανατολικότερα, οι πληθυσμοί έρχονται τα καλοκαίρια για να αναπαραχθούν, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της Ν. Ευρώπης (Ιβηρική, Ιταλία, Βαλκάνια) χρησιμοποιείται για διαχείμαση.

Στην Ασία, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: οι εκεί πληθυσμοί αναπαράγονται σε όλο το βόρειο και το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της ηπείρου, ενώ διαχειμάζουν στο νότιο, από τη Μέση Ανατολή και ανατολικότερα, από το Ιράκ και το Ιράν προς την Ινδία και όλη την Ινδοκίνα, με τα νότια όρια διαχείμασης να βρίσκονται στη Μαλαισία, και τα ανατολικά στην Κορέα, την Ιαπωνία και τις Αλεούτιες νήσους (όπου συναντώνται με τους αμερικανικούς πληθυσμούς). Είναι φανερό, ότι οι αναπαραγόμενοι ασιατικοί πληθυσμοί κατευθύνονται νότια κατά τη διαχείμαση, διατηρώντας, χονδρικά, το γεωγραφικό μήκος και αλλάζοντας το γεωγραφικό πλάτος. Στην Ασία, υπάρχουν επίσης και κάποιοι θύλακες επιδημητικών πληθυσμών, κυρίως στη Μικρά Ασία και στην περιοχή του Καυκάσου.

Στην Αφρική, το σύνολο των πληθυσμών είναι διαχειμάζοντες, με δύο διακριτές ζώνες. Η μία βρίσκεται στις παραμεσόγειες χώρες από το Μαρόκο μέχρι την Αίγυπτο και νοτιότερα μέσω του Νείλου στο Βόρειο και Νότιο Σουδάν, την Αιθιοπία, την Ερυθρά Θάλασσα και τη λίμνη Βικτόρια. Η άλλη είναι στη δυτική Αφρική, στις εκβολές του ποταμού Σενεγάλη και στις περιοχές που διαρρέει ο Νίγηρας ποταμός, μέχρι το ύψος του Τσαντ και του Κονγκό, περίπου.

Τέλος, στην Αμερική, το εκεί υποείδος αναπαράγεται σε όλο τον Καναδά, και κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως στην Αλάσκα και τις πολιτείες στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, ενώ διαχειμάζει νότια φθάνοντας μέχρι τα μεγάλα νησιωτικά κράτη της Καραϊβικής και το Μεξικό, αλλά και στη Χαβάη [20]. Υπάρχουν και μόνιμοι επιδημητικοί πληθυσμοί κυρίως στο βορειοανατολικό τμήμα των ΗΠΑ και στις ακτές της Καλιφόρνια, ενώ μικροί θύλακες διαχείμασης υπάρχουν στις καναδικές ακτές του Ειρηνικού.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Anas crecca carolinensis Νεαρκτική: Βόρεια Αμερική από την Αλάσκα και τον Καναδά (εκτός από τα βορειοανατολικά της χώρας), νότια μέχρι τις κεντρικές ΗΠΑ και τις ακτές του Ατλαντικού στα ανατολικά ΒΔ (ακτές Καναδά στον Ειρηνικό), Δ (Καλιφόρνια) και Ν (κεντρικές και νότιες ΗΠΑ, Μεξικό) Βόρεια Αμερική, μέχρι την Καραϊβική (Κούβα, Τζαμάικα, Πουέρτο Ρίκο, Βερμούδες, Αντίλες κ.λ.π.) και τη Χαβάη Είναι το αμερικανικό υποείδος με μεγάλη πιθανότητα να αναβαθμιστεί σε ξεχωριστό είδος (βλ. Συστηματική Ταξινομική). Υπάρχει ανάμιξη με τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς στα

βορειοανατολικά και με τους ασιατικούς στα βορειοδυτικά της επικράτειας (2 και 3).

2 Anas crecca crecca Παλαιαρκτική: Ευρώπη και Ασία, κυρίως στα βόρεια και κεντρικά τμήματα των ηπείρων, από την Ισλανδία μέχρι την Καμτσάτκα, αλλά με αρκετούς θύλακες διαχείμασης εντός των περιοχών αναπαραγωγής (βλ. Γεωγραφική κατανομή) Κ και Ν Ευρώπη, Αφρική, ανατολικά προς Μέση Ανατολή μέχρι Ινδία, Ινδοκίνα, Ταϊβάν, Κορέα και Ιαπωνία Είναι το ευρασιατικό υποείδος. Υπάρχει ανάμιξη με τους αμερικανικούς πληθυσμούς στα βορειοανατολικά και στα βορειοδυτικά της επικράτειας (1).
3 Anas crecca nimia Αλεούτιες νήσοι Μετακινήσεις προς Αλάσκα και NΔ Βόρεια Αμερική Αμφισβητείται η διάκρισή του από το 2. Πιθανή ανάμιξη πληθυσμών με το 1

Πηγές:[3][7][21]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Anas crecca (υποείδη Anas crecca crecca και Anas crecca nimia). Πράσινο ανοικτό: Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Πράσινο σκούρο: Mόνιμο (επιδημητικό), Μπλέ: Περιοχές διαχείμασης
 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Anas crecca (υποείδος Anas crecca carolinensis). Πράσινο ανοικτό: Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Πράσινο σκούρο: Mόνιμο (επιδημητικό), Μπλέ: Περιοχές διαχείμασης

Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται σε μεγάλα (βόρεια) γεωγραφικά πλάτη, είναι πλήρως μεταναστευτικοί [22], ενώ εκείνοι που αναπαράγονται σε πιο εύκρατα κλίματα, είναι μερικώς μεταναστευτικοί [23] ή καθιστικοί [24]

Η μετανάστευση των ευρωπαϊκών πληθυσμών προς τα εδάφη διαχείμασης αρχίζει ήδη από τον Ιούλιο, ενώ η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής κορυφώνεται τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο. Η φθινοπωρινή μετανάστευση των αμερικανικών πληθυσμών είναι διαφορετική, αρχίζει το Σεπτέμβριο και διαρκεί μέχρι το Δεκέμβριο, ενώ η εαρινή επιστροφή κορυφώνεται το Μάρτιο.[25] Τα θηλυκά μεταναστεύουν αργότερα από τα αρσενικά και, συνήθως, σε πιο νότιες περιοχές. Κατά τη μετανάστευση, σχηματίζονται πολύ μεγάλα σμήνη που μπορεί να είναι της τάξης των χιλιάδων ατόμων, ενώ τα ταξίδια πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το κιρκίρι, στη Βόρειο Αμερική, είναι από τα πρώτα Νησσόμορφα που καταφθάνουν στα εδάφη αναπαραγωγής, αμέσως μετά το λιώσιμο του χιονιού.[26] (βλ. και Ηθολογία)

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γουϊνέα, τις Σεϋχέλλες, τον Παναμά και τη Γουαδελούπη.[1]

Στην Ελλάδα, το κιρκίρι έρχεται μόνο για να ξεχειμωνιάσει από το Δεκέμβριο έως το Μάιο, περίπου, στη βόρεια και κεντρική χώρα.[27][28][29] Επίσης, την ίδια εποχή απαντά και στην Κύπρο.[30]

Βιότοπος

Επεξεργασία

Αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία
 
Ενήλικο αρσενικό κιρκίρι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Το είδος δείχνει προτίμηση στα ρηχά,[31][32] μόνιμα νερά [33] κατά την περίοδο αναπαραγωγής,[31][34] ιδίως σε παρυφές δασικών περιοχών με αρκετά πυκνή, ποώδη βλάστηση, που χρησιμοποιείται ως κάλυψη για τις θέσεις φωλιάσματος.[33] Οι μικρές λίμνες γλυκού νερού και τα ρηχά έλη με πλούσια αναδυόμενη βλάστηση [33][35] προτιμώνται από τις μεγάλες, ανοικτές υδάτινες θέσεις.[33] Επίσης τα πτηνά συχνάζουν σε μικρά σώματα νερού που αποτελούν μέρος ενός μεγαλυτέρου υγρότοπου, λίμνης ή ποτάμιου συστήματος, ειδικά σε κοιλάδες μικρών δασικών ποταμών.[34] Άλλα κατάλληλα ενδιαιτήματα περιλαμβάνουν λιμνούλες, νερόλακκους,[31][34] λιμναίους σχηματισμούς εξ αποκοπής μαιάνδρων ποταμών (oxbow lakes), λιμνοθάλασσες [34] και ρέματα αργής ροής.[34][36]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία

Το είδος συχνάζει σε παρόμοια με τα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα,[36] συμπεριλαμβανομένων λιμναίων και ελωδών θέσεων με νερά υψηλής παραγωγικότητας και άφθονη βλάστηση για κάλυψη.[32] Επίσης, σε πλημμυρισμένα λιβάδια και τεχνητά νερά (π.χ. δεξαμενές).[34] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το είδος εμφανίζεται επίσης κατά μήκος των ακτών,[35][37] σε αλμυρές [34] ή υφάλμυρες λιμνοθάλασσες με πλούσια υποεπιφανειακή βλάστηση,[32] αλίπεδα,[31] ρυάκια που αποφέρει η παλίρροια,[33] παλιρροιακούς επίπεδους λασπότοπους,[32][33] δέλτα [31] ή εκβολές ποταμών,[31][32] ακόμη και προφυλαγμένους παράκτιους κόλπους.[31] Πάντως, δείχνει προτίμηση σε έλη με λασπότοπους για αναζήτηση τροφής και όχι τόσο σε αλμυρά, ή ανοιχτής θαλάσσης, ενδιαιτήματα.[33].

  • Στα ασιατικά υψίπεδα, μπορεί να φθάσει μέχρι και τα 915 μέτρα, αλλά όταν ταξιδεύει ανάμεσα στα ορεινά περάσματα ανεβαίνει μέχρι τα 4300 μέτρα.[38]

Στην Ελλάδα ανευρίσκεται σε λιμνοθάλασσες, λίμνες, τενάγη, εκβολές ποταμών και ακτές.[27][39]

Μορφολογία

Επεξεργασία
 
Ενήλικο αρσενικό κιρκίρι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Το κιρκίρι είναι το μικρότερο είδος της υποοικογένειας Νησσίνες (Anatinae), δηλαδή η μικρότερη από τις λεγόμενες πάπιες «επιφανείας» ή «αφρόπαπιες», οι οποίες προτιμούν να αναζητούν την τροφή τους περισσότερο στην επιφάνεια του νερού, παρά υποβρυχίως. Στο πτηνό υπάρχει τόσο φυλετικός, όσο και εποχικός διμορφισμός, με το αρσενικό (drake) να διαφέρει από το θηλυκό (duck/hen) κατά την αναπαραγωγική περίοδο και, να αλλάζει πτέρωμα ανάλογα με την εποχή του έτους. Το ράμφος είναι σχετικά στενό, έχει στρογγυλευμένο άκρο και, το μήκος του είναι μικρότερο από το μήκος του κεφαλιού, ενώ η ίριδα έχει διάμετρο 8 χιλιοστά και είναι σκούρα καφέ.

Περίοδος αναπαραγωγής

Επεξεργασία

Το πτέρωμα αναπαραγωγής του αρσενικού διαμορφώνεται σταδιακά από τον Οκτώβριο και, διατηρείται από το χειμώνα (περίοδος σχηματισμού των ζευγαριών) μέχρι τις αρχές καλοκαιριού (περίοδος διαχωρισμού των ζευγαριών). Τα νεαρά αρσενικά αποκτούν το αναπαραγωγικό τους πτέρωμα, κατά τη διάρκεια του 1ου χειμώνα της ζωής τους.

Στο πτέρωμα αναπαραγωγής και, από κάποια απόσταση, το αρσενικό εμφανίζεται γκρίζο, με σκούρο κεφάλι, κιτρινωπή αμάρα και μία άσπρη λωρίδα να διατρέχει κατά μήκος των πλευρών (flanks). Το κεφάλι και το πάνω μέρος του λαιμού είναι καστανό-κοκκινοκάστανο, με μία ευρεία και ιριδίζουσα σκουροπράσινη περιοχή σε σχήμα ημισελήνου ή σταγόνας, που ξεκινά αμέσως πριν από τους οφθαλμούς και -περιβάλλοντάς τους- κατευθύνεται τοξοειδώς προς τον τράχηλο. Η πράσινη αυτή περιοχή οριοθετείται από μία λεπτή, λευκωπή ενιαία γραμμή, ενώ υπάρχει και μικρή διακλάδωση του ιδίου χρώματος που εκτείνεται από το εμπρός άκρο της πράσινης περιοχής, κατευθυνόμενη προς τη βάση του ράμφους. Αυτό είναι το βασικό διαγνωστικό στοιχείο του αρσενικού στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα (nuptial plumage).

Το στήθος είναι σταχτί-λευκωπό, διάσπαρτο με μικρές καφετί κηλίδες, ενώ η κοιλιά έχει το ίδιο παρουσιαστικό με το στήθος, αλλά χωρίς αυτές τις κηλίδες. Όλη η υπόλοιπη άνω επιφάνεια του σώματος έχει ως βάση το λευκό, αλλά είναι δομημένη με πολύ λεπτές και πυκνές μαυριδερές γραμμώσεις, παράλληλης γεωμετρικής συμμετρίας, οι οποίες δίνουν στο πτέρωμα γκρίζα υφή, ακόμη και από μικρή απόσταση. Τα εξωτερικά φτερά της ωμοπλάτης (scapulars) είναι λευκά, με ένα μαύρο περίγραμμα στο κάτω μέρος τους, που δίνουν ένα ακόμη διαγνωστικό στοιχείο, όταν το πουλί είναι στη θέση ηρεμίας. Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά έχουν σκούρο γκριζωπό-καφετί χρώμα.

Το κάτοπτρο είναι πολύ χαρακτηριστικό: τα εσωτερικά –προς το σώμα- δευτερεύοντα ερετικά έχουν ιριδίζον, μεταλλικό πράσινο-σμαραγδί χρώμα, ενώ τα εξωτερικά μαύρο και, όλα τους έχουν λευκοκιτρινωπές άκρες στα ανώτερα καλυπτήρια. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι υπόλευκη, με γκρι ερετικά πτερά, πυκνές σκούρες κηλίδες στα εσωτερικά καλυπτήρια και μια σκοτεινή αιχμή. Η άνω επιφάνεια της ουράς είναι μαύρη, όπως και η κάτω επιφάνεια των ακραίων καλυπτηρίων πηδαλιωδών φτερών, αλλά τα κεντρικά διαθέτουν ένα φωτεινό, διάχυτο κρέμ-κιτρινωπό χρώμα που, δίνουν ένα πολύ όμορφο χρωματικό «τρίγωνο» στην πλάγια και πίσω επιφάνεια του σώματος. Το ράμφος και οι ταρσοί έχουν σκούρο γκρι-μαυριδερό χρώμα.

 
Ενήλικο θηλυκό κιρκίρι

Το θηλυκό δεν διαθέτει τα λαμπερά χαρακτηριστικά του αρσενικού και, είναι μάλλον «θαμπό» σε χρωματισμούς, εκτός από το παρόμοιο -διαφέρει στην αναλογία πράσινου/μαύρου- κάτοπτρο που χρησιμεύει ως διαγνωστικό στοιχείο. Έχει ένα γενικό, «άτονο» καφεκίτρινο χρώμα στην άνω επιφάνεια του σώματος, κάπως πιο σκούρο στα φτερά και τη ράχη. Η κορυφή του κεφαλιού είναι σκούρα γκρι-καφέ, όπως και ο τράχηλος, η περιοχή γύρω από τους οφθαλμούς και το γενικότερο πτέρωμα. Φέρει πυκνές, κοντές ραβδώσεις στο κεφάλι και το λαιμό, και κλιμακωτές κηλίδες στο υπόλοιπο σώμα, αλλά όλα αυτά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο διακριτό χαρακτηριστικό (nondescript). Οι πτέρυγες έχουν παρόμοιο χρώμα με του αρσενικού, αλλά με καφέ αντί για γκρι άνω καλυπτήρια φτερά, με λιγότερο πλατιά άκρα, ωστόσο ευρύτερα άκρα στα πτερά του κατόπτρου. Τα ερετικά των πτερύγων έχουν κιτρινόλευκες άκρες, ενώ η κοιλιά είναι λευκωπή με κάποιες σκοτεινές ραβδώσεις. Η ουρά είναι επίσης μαύρη στο πάνω μέρος, αλλά στο κάτω δεν διαθέτει τα μαυροκαφέ καλυπτήρια στα πηδαλιώδη και, εμφανίζεται λευκωπή με σκοτεινές ραβδώσεις. Το ράμφος είναι περισσότερο γκριζωπό παρά μαυριδερό. Συνολικά, μοιάζει με μικροσκοπική, θηλυκή πρασινοκέφαλη σε κατάσταση ηρεμίας.

Μη αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία

Το μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα (eclipse) του αρσενικού έχει θαμπά χρώματα, και μοιάζει αρκετά με εκείνο του θηλυκού, ωστόσο υπάρχουν ακόμη σημάδια από το αναπαραγωγικό φωτεινό χρώμα του κεφαλιού, το οποίο τώρα είναι σκούρο. Τα δευτερεύοντα ερετικά φτερά διαθέτουν στενές, άσπρες άκρες. Το ράμφος αποκτά μια ελαφρώς πρασινωπή ή καφετιά απόχρωση στη βάση του.

Τα θηλυκά και τα νεαρά άτομα διαθέτουν ράμφος με ροζ ή κιτρινωπή απόχρωση στη βάση που, με τον καιρό, γκριζάρει προς την άκρη του, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια είναι ελαιο-γκρι ή καφέ-γκρι. Γενικά, τα νεαρά άτομα, έχουν τα χρώματα του θηλυκού, αλλά με εντονότερα μοτίβα και αναγνωρίζονται από το μικροσκοπικό τους μέγεθος.

  • Το βορειοαμερικανικό υποείδος Anas crecca carolinensis, αντί για την οριζόντια λευκή «μπάρα» στα πλαϊνά του σώματος, διαθέτει μια κάθετη του ιδίου χρώματος, ενώ στο πρόσωπο, τα λευκά περιθώρια της πράσινης περιοχής είναι δυσδιάκριτα.

(Πηγές:[40][41][42][27][38][43][44][45][46][47][48][49][50][51][52] )

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος: (32-)34 έως 36(-38) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (53-)55 έως 59(-61) εκατοστά
  • Μήκος εκάστης πτέρυγας: 17,5-20,4 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 3,2-4 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 2,8-3,4 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό 200-525 γραμμάρια (σε δείγμα 3121 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο), Θηλυκό 200-475 γραμμάρια (σε δείγμα 2048 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο) [24][53][54][55]

Την άνοιξη και το καλοκαίρι η διατροφή του είδους αποτελείται κυρίως από ζωική ύλη, όπως σκώληκες, μαλάκια, έντομα και καρκινοειδή.[35] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα κιρκίρια στρέφονται κυρίως στα σπέρματα υδροβίων φυτών,[35] αναδυόμενα και υποβυθιζόμενα,[32] αγρωστώδη, διάφορα φυτά των γενών Cyperus, Carex, καθώς και γεωργικές καλλιέργειες,[35], όπως σιτηρά και ρύζι.[32]

Αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατά την αναπαραγωγική εποχή, αλλά όσο χειμωνιάζει τρέφονται αργά το σούρουπο ή και τη νύκτα.[54] Όπως όλες οι αφρόπαπιες, αναζητούν τη λεία τους περισσότερο στην επιφάνεια του νερού, παρά με καταδύσεις, ενώ το συνηθισμένο βάθος που κινούνται είναι τα 15 εκατοστά, περίπου.

Χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους για να τραφούν που, εξαρτώνται από το ενδιαίτημα, την εποχή , την ώρα της ημέρας και το φύλο. Μπορεί να φιλτράρουν τη λάσπη περπατώντας στις όχθες λιμνών ή ποταμών, να κολυμπούν με το κεφάλι βυθισμένο μέσα στο νερό, να επιλέγουν τροφή από την επιφάνεια του νερού ή να τρέφονται ανάμεσα στη βλάστηση των αγρών με φυτά και σπόρους. Το ράμφος τους είναι ικανό να φιλτράρει και να συγκρατεί μικροοργανισμούς, πάχους μόλις μισού (0,5) χιλιοστού, χάρη στις ειδικές «μπανέλες» που διαθέτει (lamelles). Οι καθημερινές απαιτήσεις σε τροφή έχουν υπολογιστεί σε 20 -30 γρ.[56]

 
Αρσενικό κιρκίρι εν πτήσει

Η πτήση του είδους είναι πολύ χαρακτηριστική, με γρήγορα, δυνατά φτεροκοπήματα και με επιδέξιες αλλαγές στην κατεύθυνση ή πιρουέτες, που θυμίζουν χαραδριούς.[42] Όταν τρομάξει είναι σε θέση να απογειωθεί από το νερό παρά πολύ γρήγορα, ενώ μπορεί να περπατάει και να τρέχει, επίσης με μεγάλη ταχύτητα,[55] παρά τα κοντά του πόδια. Δύσκολα καταφεύγουν στην κατάδυση, παρά μόνο σε περίπτωση πραγματικού κινδύνου.

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Τα ζευγάρια σχηματίζονται ήδη από το χειμώνα, με τα αρσενικά να εκτελούν κινήσεις ερωτοτροπίας που θυμίζουν έντονα τον καθαρισμό του πτερώματός τους (preening).[41] Η αναπαραγωγική περίοδος είναι αργά το Μάρτιο με αρχές Απριλίου στα νότια, ενώ στο βορρά παρατείνεται μέχρι τα μέσα Μαΐου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε φώλιασμα.[57]

Στα εδάφη όπου αναπαράγεται (βλ. Βιότοπος), το κιρκίρι φωλιάζει στην πυκνή, επίγεια βλάστηση, όπως σε θάμνους, πτεριδόφυτα, ρείκια, κάποιες φορές σε ένα υπερυψωμένο βαλτώδες σημείο ή, σπανιότερα, σε ξηρό έδαφος κοντά σε ρυάκια, σπάνια σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 μέτρων από τις παρυφές του νερού,[57] επίσης σε υγρά λιβάδια με καλαμιές.[47] Η φωλιά του είναι μία απλή κοιλότητα, καλά κρυμμένη στα φυτά, την επιμέλεια της οποίας αναλαμβάνει το θηλυκό, που την επιστρώνει με φύλλα ή φυτικό υλικό από την παρακείμενη βλάστηση, πούπουλα και λίγα πτερά.[32][57] Τα αναπαραγόμενα ζευγάρια μπορεί να βρίσκονται μόλις στο ένα (1) μέτρο, το ένα από το άλλο, αλλά το είδος δεν θεωρείται ότι φωλιάζει κατά αποικίες.[34]

Η γέννα αποτελείται από 8-12, κάποιες φορές μέχρι 16 αβγά, διαστάσεων 45,5×33,5 χιλιοστών και βάρους 26,5 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 7% είναι κέλυφος. Τα αβγά εναποτίθενται καθημερινά, ενώ η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού. Πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, με το αρσενικό να παραμένει σε κοντινή απόσταση από τη φωλιά και, διαρκεί 23-24 ημέρες.[53][57]

  • Ενόσω τα θηλυκά ωοτοκούν, τα αρσενικά συγκεντρώνονται κατά ομάδες και πηγαίνουν σε κάποιες θέσεις, κοντά ή μακριά από τη φωλιά, όπου αλλάζουν πτέρωμα από αναπαραγωγικό (nuptial) σε μη-αναπαραγωγικό (eclipse). Αργότερα, θα συναντήσουν τα μικρά τους στα εδάφη διαχείμασης.

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με υποτυπώδες πτέρωμα και είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τη φωλιά άμεσα. Επιτηρούνται σχεδόν πάντοτε από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό μπορεί να είναι παρόν ή όχι. Η απόκτηση του πρώτου πτερώματος (fledging) γίνεται στις 25-30 ημέρες, περίπου.[57]

Το είδος απειλείται από την απώλεια ή υποβάθμιση των πεδινών ενδιαιτημάτων του (π.χ. μέσω αποξήρανσης των υγροτόπων),[58] αλλά και εκείνων σε μεγαλύτερα υψόμετρα, λόγω αναδάσωσης και άλλων αλλαγών στη χρήση της γης.[59] Το είδος πιέζεται έντονα από το -ούτως ή άλλως νόμιμο- κυνήγι του, αλλά η θνησιμότητα αυξάνεται λόγω της κατάποσης σκαγιών μολύβδου με την τροφή του [60] και από δηλητηρίαση με λευκό φώσφορο από πυροβόλα όπλα στην Αλάσκα.[61]

  • Είναι, από τα λίγα είδη που κυνηγιέται ανελέητα στις περιοχές διαχείμασης,[35][62] ειδικά σε Βόρεια Αμερική,[63][64] Δανία,[65] Γαλλία [66] και Ιταλία.[67]

Επίσης απειλείται από διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες αναψυχής [68] και κατασκευαστικές εργασίες,[69] Το είδος είναι ευαίσθητο στην αλλαντίαση [70] και τη γρίπη των πτηνών,[71][72] έτσι, μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα αυτών των ασθενειών. Γίνεται αντικείμενο θήρας για εμπορικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς στο Ιράν,[73] ενώ τα αυγά των πτηνού συλλέγονταν (και ίσως ακόμη συλλέγονται) στην Ισλανδία.[74]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Παρόλο που το είδος υφίσταται τεράστια πίεση από το κυνήγι, οι μεγάλοι αμερικανικοί πληθυσμοί τού εκεί υποείδους, συντελούν σε μεγάλο βαθμό, ώστε οι παγκόσμιοι αριθμοί να παραμένουν σταθεροί. Βέβαια, οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί είχαν εμφανίσει πτώση 1-2 % ετησίως στη δεκαετία του 1990, αυτό όμως οφείλεται ταυτόχρονα στην αποστράγγιση και τη ρύπανση των υγροτόπων.

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία -με μεγάλη διαφορά-, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία και η Λευκορωσία, ενώ τους μικρότερους η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Ελβετία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία.[75]

Γενικά, οι πληθυσμοί του παραμένουν σταθεροί και, αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1]

Πληροφορίες διαχείρισης

Επεξεργασία

Μία μελέτη στην Τσεχική Δημοκρατία διαπίστωσε ότι οι λίμνες με πυκνότητα ψαριών κάτω των 400 κιλών ανά εκτάριο, διαφάνεια ύδατος πάνω από 50 εκατοστά, μικτά ιχθυαποθέματα (π.χ. τούρνα και πέρκα) και όχι μοναδικά αποθέματα (π.χ. κυπρίνος) και, συστήματα που περιλαμβάνουν λίμνες με γόνο (ώστε να παρέχεται χαμηλός ανταγωνισμός και υψηλή διαθεσιμότητα ασπόνδυλων) είναι πιο επιτυχής στην προσπάθεια στήριξης των ζευγαριών αναπαραγωγής του είδους.[58] Μελέτες σε παράκτιους υγρότοπους στη Δανία, κατέδειξε ότι ο εκεί τοπικός περιορισμός του κυνηγιού ήταν περισσότερο επιτυχής στη διατήρηση μεγέθους του πληθυσμού, απ’ ό, τι ο χρονικός περιορισμός του κυνηγιού σε ευρύτερες εκτάσεις και, ως εκ τούτου, οι περιοχές με αποθέματα άγριων πτηνών θα πρέπει να περιλαμβάνουν καταφύγια απαγόρευσης θήρας, ειδικά σε γειτονικές ελώδεις τοποθεσίες.[62]

Άλλες ονομασίες

Επεξεργασία

Λίγα είναι τα πουλιά που, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, απαντώνται με τόσο πολλά και διαφορετικά ονόματα: Γελαντζούλι, Γερα(ν)τζούλι, Γερατζόλι (Ακαρνανία, Ζάκυνθος, Ηλεία), Γεροντάκι, Ζαμπούρι (Βοιωτία), Ζαριόνι, Ζαροπαπί, Ζαροπάπι, Ζαρόπαπια, Κακανάρι (Στυμφαλία), Καρκαμπάς (Νιοχώρι Αιτωλίας), Καρκαρίδι (Άρτα), Κολοβούτι, Μικροπαπί, Μικρόπαπια, Μπεχράκι (Ηλεία), Μπεχρί (Κόρινθος), Μπέχρο, Παπιόνι, Παπίρι (Κάρλα, Αγιά), Σγαντζίδι (Λεσίνι Αιτωλίας), Σγαντζούρι, Σορσορόλι και Φασκάς.[76]

Σημειώσεις

Επεξεργασία

i. ^ Επειδή η επιστημονική ονομασία του είδους, είναι πιθανότατα ηχομιμητική (βλ. Ονοματολογία), δεν υπάρχει κάποια ικανοποιητική λόγια απόδοση στην ελληνική γλώσσα. Ο όρος «κερκιθαλίς»,[76] στερείται παντελώς κάποιας ετυμολογικής βάσης, αλλά και ως καθαυτόν ονομασία, ουδεμία σχέση έχει με το πτηνό, διότι απαντάται στον Ησύχιο με τη σημασία του «ερωδιού».[77]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Anas crecca στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, p. 65
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 68
  4. http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
  5. Μπαμπινιώτης, σ 1180
  6. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 45, 450
  7. 7,0 7,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  8. http://gdz.sub.uni-goettingen.de/no_cache/dms/load/img/?IDDOC=255608[νεκρός σύνδεσμος]
  9. http://gdz.sub.uni-goettingen.de/dms/load/img/?PPN=PPN472755714&DMDID=DMDLOG_0026
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  11. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  12. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  14. del Hoyo et al
  15. Livezey
  16. Johnson & Sorenson
  17. BirdLife International 2012
  18. Laurie-Ahlberg & McKinney
  19. Sangster et al
  20. De Graaf et al. 1991
  21. BirdLife International and NatureServe (2012). «Anas crecca: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  22. Madge & Burn, 1988
  23. Scott & Rose, 1996
  24. 24,0 24,1 del Hoyo et al, 1992
  25. Bellrose
  26. Johnsgard, 1979
  27. 27,0 27,1 27,2 Όντρια, σ. 64
  28. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151
  29. ΣΠΕΕ, σ. 253
  30. Σφήκας, σ. 38
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 31,5 31,6 Madge & Burn 1988
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 32,5 32,6 32,7 Kear 2005b
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 33,4 33,5 33,6 Johnsgard 1978
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 34,4 34,5 34,6 34,7 Snow & Perrins 1998
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 35,5 del Hoyo et al. 1992
  36. 36,0 36,1 Brown et al. 1982
  37. Scott & Rose 1996
  38. 38,0 38,1 Grimmett et al, p. 58
  39. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 2, σ. 128
  40. Flegg, p. 35
  41. 41,0 41,1 Gray, p. 38
  42. 42,0 42,1 Heinzel et al, p. 66
  43. Harrison & Greensmith, p. 79
  44. Perrins, p. 80
  45. Bruun, p. 54
  46. Scott & Forrest, p. 34
  47. 47,0 47,1 Singer, p. 104
  48. Avon & Tilford, p. 20
  49. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  50. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  51. Sarcelle d'hiver [archive], Le programme de recherche sur la sarcelle d'hiver, ONCFS, 2005
  52. Anas crecca [archive], All About Birds, Cornell Lab of Ornithology
  53. 53,0 53,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1840.htm
  54. 54,0 54,1 Madge & Burn, 1987
  55. 55,0 55,1 http://www.poulia.info/2011/04/blog-post_8423.html
  56. http://www.hunters.gr/portfolio/%CE%BA%CE%B9%CF%81%CE%BA%CE%AF%CF%81%CE%B9-anas-crecca/
  57. 57,0 57,1 57,2 57,3 57,4 Harrison, p. 84
  58. 58,0 58,1 Musil 2006
  59. Kear 2005β
  60. Mondain-Monval et al. 2002
  61. Steele et al. 1997
  62. 62,0 62,1 Bregnballe et al. 2004
  63. Baldassarre & Bolen 1994
  64. Padding et al. 2006
  65. Bregnballe et al. 2006
  66. Mondain-Monval et al. 2006
  67. Sorrenti et al. 2006
  68. Pease et al. 2005
  69. Burton et al. 2002
  70. Rocke 2006
  71. Melville & Shortridge 2006
  72. Gaidet et al. 2007
  73. Balmaki & Barati 2006
  74. Gudmundsson 1979
  75. http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp31027.pdf
  76. 76,0 76,1 Απαλοδήμος, σ. 18
  77. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 33/453
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Β. Κιόρτσης στην Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 2, λήμμα «Αγριόπαπια»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Baldassarre, G. A.; Bolen, E. G. 1994. Waterfowl ecology and management. John Wiley, New York.
  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868–869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Bellrose, Frank C. 1980. Ducks, geese and swans of North America. Harrisburg, PA: Stackpole Books ISBN 0811705358.
  • Bregnballe, T.; Noer, H.; Christensen, T. K.; Clausen, P.; Asferg, T.; Fox, A. D.; Delany, S. 2006. Sustainable hunting of migratory waterbirds: the Danish approach. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 854–860. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Bregnballe, T.; Madsen, J., Rasmussen, P. A. F. 2004. Effects of temporal and spatial hunting control in waterbird reserves. Biological Conservation 119: 93-104.
  • Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
  • Burton, N. H. K.; Rehfisch, M. M.; Clark, N. A. 2002. Impacts of Disturbance from Construction Work on the Densities and Feeding Behavior of Waterbirds using the Intertidal Mudflats of Cardiff Bay, UK. Environmental Management 30(6): 865-871
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Gaidet, N.; Dodman, T.; Caron, A.; Balança, G.; Desvaux, S.; Goutard, F.; Cattoli, G.; Lamarque, F.; Hagemeijer, W.; Monicat, F. 2007. Avian Influenza Viruses in Water Birds, Africa. Emerging Infectious Diseases 13(4): 626-629.
  • Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32((1-2)): 232-249.
  • De Graaf, Richard M.; Scott, Virgil E.; Hamre, R. H.; et al. (1991). Forest and rangeland birds of the United States: Natural history and habitat use. Agric. Handb. 688. Washington, DC: U.S. Department of Agriculture, Forest Service
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Johnsgard, P. A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Johnsgard, Paul A. (1979). A guide to North American waterfowl. Bloomington, IN: Indiana University Press ISBN 0253127890.
  • Johnson, Kevin P. & Sorenson, Michael D. (1999). "Phylogeny and biogeography of dabbling ducks (genus Anas): a comparison of molecular and morphological evidence". Auk 116 (3): 792–805. doi:10.2307/4089339.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Laurie-Ahlberg, C.C. & McKinney, F. (1979). "The nod-swim display of male Green-winged Teal (Anas crecca)". Animal Behaviour 27: 165. doi:10.1016/0003-3472(79)90136-2.
  • Livezey, Bradley C. (1991). "A phylogenetic analysis and classification of recent dabbling ducks (Tribe Anatini) based on comparative morphology". Auk 108 (3): 471–507. doi:10.2307/4088089
  • Madge, S. & Burn, H. (1987) Wildfowl, an Identification Guide to the Ducks, Geese and Swans of the World. Christopher Helm, London ISBN 0713636475
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Mondain-Monval, J. Y.; Defos du Rau, P.; Mathon, N.; Olivier, A.; Desnouhes, L. 2006. The monitoring of hunting bags and hunting effort in the Camargue, France. In: Boere, G., Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 862–863. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Mondain-Monval, J. Y.; Desnouhes, L.; Taris, J. P. 2002. Lead shot ingestion in waterbirds in the Camargue, (France). Game and Wildlife Science 19(3): 237-246.
  • Musil, P. 2006. A review of the effects of intensive fish production on waterbird breeding populations. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 520–521. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Murphy-Klassen, H. M.; Underwood, T. J.; Sealy, S. G.; Czyrny, A. A. 2005. Long-term trends in spring arrival dates of migrant birds at Delta Marsh, Manitoba, in relation to climate change. The Auk 122: 1130-1148
  • Padding, P. I..; Gobeil, J-F.; Wentworth, C. 2006. Estimating waterfowl harvest in North America. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 849–852. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Pease, M. L.; Rose, R. K.; Butler, M. J. 2005. Effects of human disturbances on the behavior of wintering ducks. Wildlife Society Bulletin 33(1): 103-112.
  • Rocke, T. E. 2006. The global importance of avian botulism. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 422–426. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Sangster, George; Knox, Alan G.; Helbig, Andreas J. & Parkin, David T. (2002). "Taxonomic recommendations for European birds". Ibis 144: 153. doi:10.1046/j.0019-1019.2001.00026.x.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Sorrenti, M.; Carnacina, L.; Radice, D.; Costato, A. 2006. Duck harvest in the Po delta, Italy. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 864–865. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Steele, B. B.; Reitsma, L. R.; Racine, C. H.; Burson, S. L. III.; Stuart, R.; Theberge, R. 1997. Different susceptibilities to white phosphorous poisoning among five species of ducks. Environmental Toxicology and Chemistry 16(11): 2275-2282.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
  • Wetlands International; IUCN SSC Threatened Waterfowl Specialist Group. Undated. Ducks, Geese, Swans and Screamers: an action plan for the conservation of Anseriformes; second external draft for comment. Wetlands International & IUCN.